Μια φορά και έναν καιρό...
του Umberto Εco
Στις αρχές Μαρτίου διάβασα ένα σύντομο άρθρο σχετικά με μια δημοσκόπηση που διενεργήθηκε στη Βρετανία, η οποία κατεδείκνυε ότι το ένα τέταρτο των Άγγλων θεωρεί πως ο Γουίνστον Τσόρτσιλ είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, όπως επίσης ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Τσαρλς Ντίκενς. Από την άλλη πλευρά, πολλοί από τους ερωτηθέντες- δεν διευκρινιζόταν πόσοι- δήλωσαν ότι ο Σέρλοκ Χολμς, ο Ρομπέν των Δασών και η Εleanor Rigby (τίτλος τραγουδιού των Μπιτλς) ήταν όλοι τους αληθινά πρόσωπα.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να μην το πάρω κατάκαρδα. Δεν εκπλήσσομαι που πολλοί πιστεύουν ότι ο Χολμς και ο Ρομπέν υπήρξαν στην πραγματικότητα. Εξάλλου έχει στηθεί μια ολόκληρη «επιχείρηση Χολμς» και ο κόσμος μπορεί να επισκεφθεί το διαμέρισμα στην Μπέικερ Στριτ, όπου υποτίθεται ότι έζησε ο φανταστικός ντετέκτιβ.
Παράλληλα ο άνθρωπος πάνω στον οποίον βασίστηκε ο θρύλος του Ρομπέν των Δασών υπήρξε πραγματικά, αν και σήμερα ίσως φαίνεται εξωπραγματικό κατά τη φεουδαρχική εποχή να κλέβουν από τους πλούσιους για να δώσουν στους φτωχούς, καθώς στη σύγχρονη οικονομία γίνεται ακριβώς το αντίθετο.
Από την άλλη πλευρά, εγώ προσωπικά όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι ο Μπάφαλο Μπιλ ήταν ένας φανταστικός ήρωας, ώσπου ο πατέρας μου μού εξήγησε ότι όχι μόνο υπήρξε στην πραγματικότητα αυτός ο υπέροχος καουμπόι, αλλά ότι ο ίδιος τον είχε δει επάνω στη σκηνή, όταν ο θίασός του έκανε περιοδεία στην πόλη μας. Από τη θρυλική Άγρια Δύση στις επαρχίες του Πιεμόντε στην Ιταλία.
Η εικόνα για το παρελθόν, ακόμη και το πρόσφατο, παραμένει πολύ θολή. Το καταλαβαίνουμε όταν ρωτάμε νέους ανθρώπους. Εδώ στην Ιταλία, έχω διαβάσει για διαγωνίσματα από τα οποία φαίνεται ότι ορισμένοι φοιτητές πιστεύουν πως ο πρώην πρωθυπουργός Άλντο Μόρο (ο οποίος δολοφονήθηκε το 1978) ήταν μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών (της τρομοκρατικής οργάνωσης που τον σκότωσε) και ότι ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας καθώς και ένας από τους «πατέρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν στέλεχος των φασιστών. Είναι πιθανό να σκεφτεί κάποιος ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε: Γιατί ένας 18χρονος θα πρέπει να γνωρίζει ποιος βρισκόταν στην εξουσία 50 χρόνια προτού γεννηθεί;
Προσωπικά- ίσως επειδή τα σχολεία κατά την περίοδο του φασισμού στην Ιταλία μας έβαζαν τέτοιες πληροφορίες στο κεφάλι γνώριζα σε ηλικία 10 ετών ότι ο πρωθυπουργός στα χρόνια της Πορείας προς τη Ρώμη, η οποία έφερε στην εξουσία τον Μπενίτο Μουσολίνι 20 χρόνια νωρίτερα, ήταν ο Λουίτζι Φάκτα. Στα 18 μου γνώριζα για τους ιταλούς πολιτικούς, όπως ο Ουρμπάνο Ρατάτσι και ο Φραντσέσκο Κρίσπι. Και όλοι αυτοί ανήκαν στον προηγούμενο αιώνα.
Το θέμα είναι ότι η σχέση μας με το παρελθόν έχει αλλάξει. Υπήρχε μια εποχή που μας ενδιέφερε πολύ το παρελθόν, διότι οι πληροφορίες για το τότε παρόν ήταν μάλλον ελάχιστες- οι παλιές εφημερίδες έλεγαν ό,τι είχαν να πουν μέσα σε οκτώ μόνο σελίδες. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σύγχρονο φαινόμενο, μας τροφοδοτούν με μια τεράστια ποσότητα πληροφοριών για το παρόν και αν «σερφάρω» στο Διαδίκτυο μπορώ να μάθω για εκατομμύρια πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο σήμερα.
Το παρελθόν για το οποίο μας μιλούν τα μέσα ενημέρωσης μέσω του Χόλιγουντ και άλλων βιομηχανιών- ιστορίες για τους ρωμαίους αυτοκράτορες, τον Άγγλο βασιλιά της μεσαιωνικής εποχής Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και για τις μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου- μας αποκαλύπτεται μαζί με τη ροή των πληροφοριών για το παρόν, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει τη χρονική απόσταση μεταξύ του Σπάρτακου και του Ριχάρδου Α΄. Η διαφορά μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού μπερδεύεται ή τουλάχιστον χάνει την ουσία της. Γιατί πρέπει ένα παιδί που βλέπει μια ταινία στην τηλεόραση να πιστεύει ότι ο Σπάρτακος υπήρξε στην πραγματικότητα, ενώ ο Βινίσιος του «Quo Vadis» όχι; Ή ότι ο Ιβάν ο Τρομερός ήταν αληθινό πρόσωπο, ενώ ο τυραννικός αυτοκράτορας Μινγκ του πλανήτη Μόνγκο όχι, από τη στιγμή που οι δυο τους μοιάζουν πολύ μεταξύ τους;
Στον αμερικανικό πολιτισμό, αυτή η σύγχυση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος αντιμετωπίζεται με επιδεικτική αδιαφορία. Είναι επίσης πιθανό να συναντήσει κανείς καθηγητές Φιλοσοφίας, οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν έχει καμία αξία να γνωρίζουμε τι είπε ο Καρτέσιος σχετικά με τον τρόπο του σκέπτεσθαι, δεδομένου ότι αυτό που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι τι λένε οι γνωστικές επιστήμες για το θέμα αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί ξεχνούν όμως ότι οι γνωστικές επιστήμες έφτασαν στο σημείο που είναι σήμερα, ειδικά χάρη στον προβληματισμό που ξεκίνησε από τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα. Εγκαταλείψαμε τη συνήθεια να χρησιμοποιούμε την εμπειρία του παρελθόντος για να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν.
Πολλοί πιστεύουν ότι το παλιό ρητό που λέει ότι η ιστορία είναι σοφή δασκάλα της ζωής αποτελεί μια κοινοτυπία. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι αν ο Χίτλερ είχε μελετήσει προσεκτικά την επιχείρηση του Ναπολέοντα στη Ρωσία, δεν θα έπεφτε στην ίδια παγίδα. Και αν ο πρόεδρος Μπους είχε μελετήσει τους βρετανικούς πολέμους στο Αφγανιστάν τον 19ο αιώνα (ή και τον πολύ πρόσφατο πόλεμο μεταξύ των Σοβιετικών και των Ταλιμπάν), θα είχε οργανώσει διαφορετικά τη στρατιωτική επιχείρηση εκεί.
Εκ πρώτης φαίνεται να υπάρχει μια άβυσσος μεταξύ του βρετανού ανόητου που πιστεύει ότι ο Τσόρτσιλ ήταν ένα φανταστικό πρόσωπο και του προέδρου Μπους, ο οποίος εισέβαλε στο Ιράκ πεπεισμένος ότι τα στρατεύματά του θα «τέλειωναν τη δουλειά» μέσα σε δύο εβδομάδες. Δεν είναι όμως έτσι. Εχουμε να κάνουμε με την ίδια θολή αντίληψη της ιστορικής διάστασης.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να μην το πάρω κατάκαρδα. Δεν εκπλήσσομαι που πολλοί πιστεύουν ότι ο Χολμς και ο Ρομπέν υπήρξαν στην πραγματικότητα. Εξάλλου έχει στηθεί μια ολόκληρη «επιχείρηση Χολμς» και ο κόσμος μπορεί να επισκεφθεί το διαμέρισμα στην Μπέικερ Στριτ, όπου υποτίθεται ότι έζησε ο φανταστικός ντετέκτιβ.
Παράλληλα ο άνθρωπος πάνω στον οποίον βασίστηκε ο θρύλος του Ρομπέν των Δασών υπήρξε πραγματικά, αν και σήμερα ίσως φαίνεται εξωπραγματικό κατά τη φεουδαρχική εποχή να κλέβουν από τους πλούσιους για να δώσουν στους φτωχούς, καθώς στη σύγχρονη οικονομία γίνεται ακριβώς το αντίθετο.
Από την άλλη πλευρά, εγώ προσωπικά όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι ο Μπάφαλο Μπιλ ήταν ένας φανταστικός ήρωας, ώσπου ο πατέρας μου μού εξήγησε ότι όχι μόνο υπήρξε στην πραγματικότητα αυτός ο υπέροχος καουμπόι, αλλά ότι ο ίδιος τον είχε δει επάνω στη σκηνή, όταν ο θίασός του έκανε περιοδεία στην πόλη μας. Από τη θρυλική Άγρια Δύση στις επαρχίες του Πιεμόντε στην Ιταλία.
Η εικόνα για το παρελθόν, ακόμη και το πρόσφατο, παραμένει πολύ θολή. Το καταλαβαίνουμε όταν ρωτάμε νέους ανθρώπους. Εδώ στην Ιταλία, έχω διαβάσει για διαγωνίσματα από τα οποία φαίνεται ότι ορισμένοι φοιτητές πιστεύουν πως ο πρώην πρωθυπουργός Άλντο Μόρο (ο οποίος δολοφονήθηκε το 1978) ήταν μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών (της τρομοκρατικής οργάνωσης που τον σκότωσε) και ότι ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας καθώς και ένας από τους «πατέρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν στέλεχος των φασιστών. Είναι πιθανό να σκεφτεί κάποιος ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε: Γιατί ένας 18χρονος θα πρέπει να γνωρίζει ποιος βρισκόταν στην εξουσία 50 χρόνια προτού γεννηθεί;
Προσωπικά- ίσως επειδή τα σχολεία κατά την περίοδο του φασισμού στην Ιταλία μας έβαζαν τέτοιες πληροφορίες στο κεφάλι γνώριζα σε ηλικία 10 ετών ότι ο πρωθυπουργός στα χρόνια της Πορείας προς τη Ρώμη, η οποία έφερε στην εξουσία τον Μπενίτο Μουσολίνι 20 χρόνια νωρίτερα, ήταν ο Λουίτζι Φάκτα. Στα 18 μου γνώριζα για τους ιταλούς πολιτικούς, όπως ο Ουρμπάνο Ρατάτσι και ο Φραντσέσκο Κρίσπι. Και όλοι αυτοί ανήκαν στον προηγούμενο αιώνα.
Το θέμα είναι ότι η σχέση μας με το παρελθόν έχει αλλάξει. Υπήρχε μια εποχή που μας ενδιέφερε πολύ το παρελθόν, διότι οι πληροφορίες για το τότε παρόν ήταν μάλλον ελάχιστες- οι παλιές εφημερίδες έλεγαν ό,τι είχαν να πουν μέσα σε οκτώ μόνο σελίδες. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σύγχρονο φαινόμενο, μας τροφοδοτούν με μια τεράστια ποσότητα πληροφοριών για το παρόν και αν «σερφάρω» στο Διαδίκτυο μπορώ να μάθω για εκατομμύρια πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο σήμερα.
Το παρελθόν για το οποίο μας μιλούν τα μέσα ενημέρωσης μέσω του Χόλιγουντ και άλλων βιομηχανιών- ιστορίες για τους ρωμαίους αυτοκράτορες, τον Άγγλο βασιλιά της μεσαιωνικής εποχής Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και για τις μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου- μας αποκαλύπτεται μαζί με τη ροή των πληροφοριών για το παρόν, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει τη χρονική απόσταση μεταξύ του Σπάρτακου και του Ριχάρδου Α΄. Η διαφορά μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού μπερδεύεται ή τουλάχιστον χάνει την ουσία της. Γιατί πρέπει ένα παιδί που βλέπει μια ταινία στην τηλεόραση να πιστεύει ότι ο Σπάρτακος υπήρξε στην πραγματικότητα, ενώ ο Βινίσιος του «Quo Vadis» όχι; Ή ότι ο Ιβάν ο Τρομερός ήταν αληθινό πρόσωπο, ενώ ο τυραννικός αυτοκράτορας Μινγκ του πλανήτη Μόνγκο όχι, από τη στιγμή που οι δυο τους μοιάζουν πολύ μεταξύ τους;
Στον αμερικανικό πολιτισμό, αυτή η σύγχυση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος αντιμετωπίζεται με επιδεικτική αδιαφορία. Είναι επίσης πιθανό να συναντήσει κανείς καθηγητές Φιλοσοφίας, οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν έχει καμία αξία να γνωρίζουμε τι είπε ο Καρτέσιος σχετικά με τον τρόπο του σκέπτεσθαι, δεδομένου ότι αυτό που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι τι λένε οι γνωστικές επιστήμες για το θέμα αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί ξεχνούν όμως ότι οι γνωστικές επιστήμες έφτασαν στο σημείο που είναι σήμερα, ειδικά χάρη στον προβληματισμό που ξεκίνησε από τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα. Εγκαταλείψαμε τη συνήθεια να χρησιμοποιούμε την εμπειρία του παρελθόντος για να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν.
Πολλοί πιστεύουν ότι το παλιό ρητό που λέει ότι η ιστορία είναι σοφή δασκάλα της ζωής αποτελεί μια κοινοτυπία. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι αν ο Χίτλερ είχε μελετήσει προσεκτικά την επιχείρηση του Ναπολέοντα στη Ρωσία, δεν θα έπεφτε στην ίδια παγίδα. Και αν ο πρόεδρος Μπους είχε μελετήσει τους βρετανικούς πολέμους στο Αφγανιστάν τον 19ο αιώνα (ή και τον πολύ πρόσφατο πόλεμο μεταξύ των Σοβιετικών και των Ταλιμπάν), θα είχε οργανώσει διαφορετικά τη στρατιωτική επιχείρηση εκεί.
Εκ πρώτης φαίνεται να υπάρχει μια άβυσσος μεταξύ του βρετανού ανόητου που πιστεύει ότι ο Τσόρτσιλ ήταν ένα φανταστικό πρόσωπο και του προέδρου Μπους, ο οποίος εισέβαλε στο Ιράκ πεπεισμένος ότι τα στρατεύματά του θα «τέλειωναν τη δουλειά» μέσα σε δύο εβδομάδες. Δεν είναι όμως έτσι. Εχουμε να κάνουμε με την ίδια θολή αντίληψη της ιστορικής διάστασης.
(©2008 Umberto Εco, BHMA, 19/4/2008)