Ο δημοσιογράφος Μ. Βασιλάκης ανέβασε στο blog του την εξώδικη διαμαρτυρία ενός κοινοβουλευτικού κόμματος (ΛΑΟΣ) εναντίον ελληνικού ΑΕΙ (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), επειδή σε επιστημονικό συνέδριο που οργανώνεται στη Θεσ/νίκη, γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα με τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιό».
Προσωπικά θεωρώ ότι οι πολιτικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στα κόμματα, είναι ξεπερασμένοι. Έτσι θεωρώ το ΚΚΕ άκρως συντηρητικό κόμμα και θα χαρακτήριζα το ΠΑΣΟΚ κεντροδεξιό, πολιτικά περίπου το ίδιο με τη ΝΔ. Μπορεί λοιπόν καθένας να έχει οποιαδήποτε άποψη για ένα πολιτικό κόμμα, ενώ το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται διαφορετικά.
Από κει και πέρα, η απειλή για υποβολή μήνυσης ή και η υλοποίηση αυτής της απειλής μεταφέρει το ζήτημα από το πολιτικό στο δικαστικό πεδίο. Ζητείται δηλαδή να αποφασίσει το δικαστήριο αντικειμενικά ποια είναι η «πραγματική» πολιτική τοποθέτηση των κομμάτων.
Είναι βέβαιο ότι κανένα δικαστήριο δεν πρόκειται να πάρει θέση επί των υποκειμενικών πολιτικών εκτιμήσεων, πολύ περισσότερο κανένας δικαστής δεν πρόκειται να κινήσει δικαστικές ενέργειες εναντίον ενός ΑΕΙ, αφού από το σύνταγμα είναι κατοχυρωμένο ότι η διδασκαλία και έρευνα στα ΑΕΙ είναι ελεύθερη. Αυτό ακριβώς αποτελεί και τον πυρήνα του λεγόμενου «πανεπιστημιακού ασύλου», το οποίο μερικοί καταλαβαίνουν, δυστυχώς, ως δυνατότητα για κάθε αυθαιρεσία, να καταστρέφουν τη δημόσια περιουσία, να παρεμποδίζουν εκπαιδευτικές και διοικητικές ενέργειες και να εμπορεύονται παράνομα προϊόντα.
Το «πανεπιστημιακό άσυλο» σημαίνει ιστορικά την προστασία από κρατικές και εκκλησιαστικές παρεμβάσεις και αποβλέπει στην ελευθερία διδασκόντων και διδασκομένων να διδάξουν, να διδαχθούν και να ερευνήσουν ό,τι θεωρούν σωστό, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστημονικής και ακαδημαϊκής δεοντολογίας και σύμφωνα με τους νόμους του κράτους. Σ' αυτή την ελευθερία εντάσσεται και η δυνατότητα κάθε Πανεπιστημιακού των κοινωνικών επιστημών να προβεί σε αξιολόγηση της ισχύουσας πολιτικής δομής του κράτους και να εκτιμήσει την πολιτική τοποθέτηση κάθε πολιτικού κόμματος και κάθε πολιτικού ατομικά.
Κι ενώ η προοπτική για δικαστική επίλυση τέτοιων ζητημάτων είναι περίπου μηδενική, ο κίνδυνος από ενέργειες του τύπου που ξεκίνησε το συγκεκριμένο κόμμα, έγκειται στην πιθανότητα να υπάρχουν προθέσεις τρομοκράτησης των αρμοδίων προσώπων και οργάνων του συγκεκριμένου ή άλλων ΑΕΙ, με στόχο να προβούν σε ενέργειες ή παραλείψεις, ώστε να ικανοποιηθούν με εξωεπιστημονικά κριτήρια οι επιθυμίες ενός κομματικού μηχανισμού.
Θα μπορούσε βέβαια το συγκεκριμένο κόμμα να διεκδικήσει το δικαίωμα να παρέμβει εκπρόσωπός του στο συνέδριο, ο οποίος θα υποβάλλει τις απόψεις του για τις πολιτικές θέσεις του κόμματος. Δεν ξέρω αν ζητήθηκε αυτό και με ποιο αποτέλεσμα. Η απειλή όμως ότι «Επιφυλασσόμενοι για τα νόμιμα δικαιώματά μας να προσφύγουμε στην Ελληνική δικαιοσύνη για να προασπίσουμε την φυσιογνωμία του κόμματός μας, κατά παντός υπευθύνου που επιχειρεί τον πολιτικό και κοινωνικό διασυρμό του...» δείχνει ότι επικρατεί η επιθυμία να αποσιωπηθεί μία άποψη που δεν είναι ευχάριστη σε κάποια κοινωνική ομάδα. Με την ίδια λογική κανένα κόμμα, καμιά οργάνωση, κανένα σωματείο, κανένας εκκλησιαστικός μηχανισμός δεν θα επέτρεπε να συζητούνται η ταυτότητά, οι στόχοι και οι πρακτικές τους, επειδή θα θίγονταν από κάποιες κρίσεις και σχόλια.
Η πιθανότητα να αισθανθούν υπό απειλή οι οργανωτές, ομιλητές και συμμετέχοντες στο συνέδριο πρέπει να αποκλειστεί αποφασιστικά. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι κανένας Πανεπιστημιακός δεν βρίσκεται υπό απειλή για οποιεσδήποτε απόψεις εκφράζει στο πλαίσιο της διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητάς του. Να μην ξεχάσουμε δε ότι η επιβολή των ναζιστών στα γερμανικά ΑΕΙ άρχισε πολύ πριν από την άνοδο του χιτλερικού κόμματος στην εξουσία, με κινητοποιήσεις κομματικών πρακτόρων εναντίον δήθεν «αντιγερμανικών» -εδώ θα λέγαμε «ανθελληνικών»- δραστηριοτήτων.
Προσωπικά θεωρώ ότι οι πολιτικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στα κόμματα, είναι ξεπερασμένοι. Έτσι θεωρώ το ΚΚΕ άκρως συντηρητικό κόμμα και θα χαρακτήριζα το ΠΑΣΟΚ κεντροδεξιό, πολιτικά περίπου το ίδιο με τη ΝΔ. Μπορεί λοιπόν καθένας να έχει οποιαδήποτε άποψη για ένα πολιτικό κόμμα, ενώ το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται διαφορετικά.
Από κει και πέρα, η απειλή για υποβολή μήνυσης ή και η υλοποίηση αυτής της απειλής μεταφέρει το ζήτημα από το πολιτικό στο δικαστικό πεδίο. Ζητείται δηλαδή να αποφασίσει το δικαστήριο αντικειμενικά ποια είναι η «πραγματική» πολιτική τοποθέτηση των κομμάτων.
Είναι βέβαιο ότι κανένα δικαστήριο δεν πρόκειται να πάρει θέση επί των υποκειμενικών πολιτικών εκτιμήσεων, πολύ περισσότερο κανένας δικαστής δεν πρόκειται να κινήσει δικαστικές ενέργειες εναντίον ενός ΑΕΙ, αφού από το σύνταγμα είναι κατοχυρωμένο ότι η διδασκαλία και έρευνα στα ΑΕΙ είναι ελεύθερη. Αυτό ακριβώς αποτελεί και τον πυρήνα του λεγόμενου «πανεπιστημιακού ασύλου», το οποίο μερικοί καταλαβαίνουν, δυστυχώς, ως δυνατότητα για κάθε αυθαιρεσία, να καταστρέφουν τη δημόσια περιουσία, να παρεμποδίζουν εκπαιδευτικές και διοικητικές ενέργειες και να εμπορεύονται παράνομα προϊόντα.
Το «πανεπιστημιακό άσυλο» σημαίνει ιστορικά την προστασία από κρατικές και εκκλησιαστικές παρεμβάσεις και αποβλέπει στην ελευθερία διδασκόντων και διδασκομένων να διδάξουν, να διδαχθούν και να ερευνήσουν ό,τι θεωρούν σωστό, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστημονικής και ακαδημαϊκής δεοντολογίας και σύμφωνα με τους νόμους του κράτους. Σ' αυτή την ελευθερία εντάσσεται και η δυνατότητα κάθε Πανεπιστημιακού των κοινωνικών επιστημών να προβεί σε αξιολόγηση της ισχύουσας πολιτικής δομής του κράτους και να εκτιμήσει την πολιτική τοποθέτηση κάθε πολιτικού κόμματος και κάθε πολιτικού ατομικά.
Κι ενώ η προοπτική για δικαστική επίλυση τέτοιων ζητημάτων είναι περίπου μηδενική, ο κίνδυνος από ενέργειες του τύπου που ξεκίνησε το συγκεκριμένο κόμμα, έγκειται στην πιθανότητα να υπάρχουν προθέσεις τρομοκράτησης των αρμοδίων προσώπων και οργάνων του συγκεκριμένου ή άλλων ΑΕΙ, με στόχο να προβούν σε ενέργειες ή παραλείψεις, ώστε να ικανοποιηθούν με εξωεπιστημονικά κριτήρια οι επιθυμίες ενός κομματικού μηχανισμού.
Θα μπορούσε βέβαια το συγκεκριμένο κόμμα να διεκδικήσει το δικαίωμα να παρέμβει εκπρόσωπός του στο συνέδριο, ο οποίος θα υποβάλλει τις απόψεις του για τις πολιτικές θέσεις του κόμματος. Δεν ξέρω αν ζητήθηκε αυτό και με ποιο αποτέλεσμα. Η απειλή όμως ότι «Επιφυλασσόμενοι για τα νόμιμα δικαιώματά μας να προσφύγουμε στην Ελληνική δικαιοσύνη για να προασπίσουμε την φυσιογνωμία του κόμματός μας, κατά παντός υπευθύνου που επιχειρεί τον πολιτικό και κοινωνικό διασυρμό του...» δείχνει ότι επικρατεί η επιθυμία να αποσιωπηθεί μία άποψη που δεν είναι ευχάριστη σε κάποια κοινωνική ομάδα. Με την ίδια λογική κανένα κόμμα, καμιά οργάνωση, κανένα σωματείο, κανένας εκκλησιαστικός μηχανισμός δεν θα επέτρεπε να συζητούνται η ταυτότητά, οι στόχοι και οι πρακτικές τους, επειδή θα θίγονταν από κάποιες κρίσεις και σχόλια.
Η πιθανότητα να αισθανθούν υπό απειλή οι οργανωτές, ομιλητές και συμμετέχοντες στο συνέδριο πρέπει να αποκλειστεί αποφασιστικά. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι κανένας Πανεπιστημιακός δεν βρίσκεται υπό απειλή για οποιεσδήποτε απόψεις εκφράζει στο πλαίσιο της διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητάς του. Να μην ξεχάσουμε δε ότι η επιβολή των ναζιστών στα γερμανικά ΑΕΙ άρχισε πολύ πριν από την άνοδο του χιτλερικού κόμματος στην εξουσία, με κινητοποιήσεις κομματικών πρακτόρων εναντίον δήθεν «αντιγερμανικών» -εδώ θα λέγαμε «ανθελληνικών»- δραστηριοτήτων.