06 April 2008

Δέκα τεχνάσματα για παραπλάνηση

Ο επιμελητής στην πανεπιστημιακή ιατρική σχολή του Giessen, Dr. Edgar Dahl, δημοσίευσε κριτική με τίτλο «Η αθλιότητα της Θεολογίας» για ένα βιβλίο του θεολόγου και ψυχιάτρου Manfred Lütz: «Gott - Eine kleine Geschichte des Größten», Pattloch, München 2007. Στο βιβλίο αυτό προπαγανδίζεται άκομψα η ανωτερότητα του καθολικού χριστιανισμού, τόσο έναντι του αθεϊσμού και του αγνωστικισμού, όσο και έναντι όλων των άλλων θρησκειών και δογμάτων. Η κριτική του Dahl κλείνει με την παρατήρηση: «Είναι απίστευτο ένα φτηνιάρικο βιβλίο να πουλιέται τόσο ακριβά».

Δεν θα αναφερθώ εδώ στο συγκεκριμένο βιβλίο, όποιος ξέρει γερμανικά, μπορεί να διαβάσει την κριτική ή να διαβάσει το ίδιο το βιβλίο. Θα παραθέσω όμως, με μικρές προσαρμογές για καλύτερη κατανόηση, τα «Δέκα τεχνάσματα για παραπλάνηση» που εντόπισε ο Dahl στο βιβλίο του «θεολόγου και ψυχιάτρου» για να (παρα-)πείσει τους αναγνώστες του.

Εννοείται ότι τα τεχνάσματα αυτά δεν έχουν επινοηθεί από τον Lütz, ούτε ο Dahl είναι ο πρώτος που τα περιγράφει. Αποτελούσαν γνωστές τεχνικές της ρητορικής, ήδη κατά την Αρχαιότητα, και αξιοποιούνται μέχρι σήμερα με διάφορες αφορμές, πολύ συχνά από δικολάβους στα δικαστήρια, πολιτικούς στον προεκλογικό αγώνα και θεολόγους στο κυριακάτικο κήρυγμα.

Ακολουθούν τα 10 τεχνάσματα, θεωρώντας εδώ ότι χρησιμοποιούνται από κληρικούς. Κατ’ αναλογία μεταφέρονται αυτές οι περιγραφές σε πολιτικούς, δικαστικούς αντιπάλους κτλ.
1. Προσπαθεί να κερδίσει το ακροατήριο ή τον αναγνώστη διαχωρίζοντας τη θέση του από τους κληρικούς που δεν «κατανόησαν το μήνυμα του Ιησού», «σκανδαλίζουν το ποίμνιο» κ.ο.κ., έτσι ώστε να αποτρέψουν ερωτήσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις χουντικών, μακρυχέρηδων, παιδόφιλων κληρικών κτλ.
2. Ήδη στις πρώτες σελίδες καταγράφει ο ομιλητής ή συγγραφέας μια νίκη, άνευ αντιπάλου εννοείται. Ο δικολάβος της αγάπης καταθέτει θριαμβευτικά την πληροφορία ότι «ούτε ο Feuerbach, οι Marx και Engels, ούτε και ο Freud απέδειξαν ότι δεν υπάρχει θεός». Φυσικά έχει δίκιο για τον απλό λόγο ότι κανένας εξ αυτών ή άλλους αναφερόμενους ισχυρίστηκε ότι θα αποδείξουν κάτι τέτοιο. Κατά κανόνα οι συγκεκριμένοι και άλλοι διανοητές ανάλογου διαμετρήματος προϋποθέτουν ότι δεν υπάρχει κανένας θεός και ασχολούνται μόνο με το φαινόμενο ότι πολλοί άνθρωποι από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και με έλλειμμα παιδείας, πιστεύουν σε θεούς και δαίμονες.
3. Για να αντιμετωπιστεί εκ προοιμίου κάθε πρόθεση κριτικής ισχυρίζεται ο ομιλητής ότι οι μεγάλοι γνωστοί αντίπαλοι της θρησκείας πολεμούσαν έναν αχυράνθρωπο. Θεός δεν είναι, διαμηνύει ο ρήτορας, ο γεράκος που νόμιζαν ο Βολταίρος και ο Χιουμ με τη μακριά άσπρη γενειάδα που κάθεται πάνω στα σύννεφα, αλλά «ο αληθινός θεός της εκκλησίας μας» - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Εννοείται, ο Βολταίρος, ο Χιουμ και άλλοι διανοητές του Διαφωτισμού δεν εννοούσαν ποτέ τον λαϊκό θεούλη, τον οποίο όμως προβάλλουν σχεδόν αποκλειστικά οι κληρικοί, αλλά το θεό του «Συμβόλου της Πίστεως» της Νίκαιας.
4. Ο εκφοβισμός και η τρομοκράτηση είναι πολύ συνήθη εργαλεία για να πεισθούν οι ακροατές/αναγνώστες να μην κάνουν ούτε σκέψη για αποσκίρτηση: Ούτε που φαντάζεστε τι τρομερό και φοβερό θα σας συμβεί, αν αποφασίσετε να αμφισβητήσετε το θεό, την παντοδυναμία, την πανσοφία, την παντογνωσία και την παναγαθότητά του. Πρώτη και προφανής συνέπεια θα είναι να περιπέσετε στον μηδενισμό ενός Nietzsche. Θέλετε το θεό ή τον Nietzsche; Εννοείται οι περισσότεροι ακούν ή διαβάζουν πρώτη φορά για κάποιον με τέτοιο όνομα, οπότε μένουν καλύτερα με τον θεό που «τον γνωρίζουμε». Επειδή όμως πάντα υπάρχουν κάποιοι που δεν βρίσκουν κακή την παρέα του Nietzsche, ακολουθεί το σκληρότερο κτύπημα: Όποιος ακολουθεί τον μηδενισμό, καταλήγει στον Χίτλερ και στον Στάλιν. Δεν επιτρέπεται, εννοείται, να αναφερθεί ούτε σαν ελάχιστα πιθανή εκδοχή η ιδέα ότι η απομάκρυνση από τη θεοπληξία μπορεί κάλλιστα να σε οδηγήσει στην πνευματική γειτονιά π.χ. του Immanuel Kant με την ορθολογική απαξίωσή του (θεός = ρυθμιστική ιδέα του ακατανόητου) ή του Bertrand Russell με τον κοσμικό ουμανισμό.
5. Η επίθεση σε πεθαμένους και καταδικασμένους στην κοινή συνείδηση αντιδίκους αποτελεί ένα επίσης σύνηθες τέχνασμα. Για παράδειγμα, σύνηθες επιχείρημα, όπως αναφέρθηκε και πριν, είναι ότι ο «φασισμός και κομμουνισμός είναι η κατάληξη των άθεων» και ότι «οι δύο αυτές ιδεολογίες έχουν προκαλέσει εκατομμύρια θύματα». Εννοείται ότι εδώ παρακάμπτεται η λεπτομέρεια πως οι θρησκευτικοί πόλεμοι από τις μονοθεϊστικές θρησκείες προκάλεσαν διαχρονικά επίσης εκατόμβες θυμάτων. Και ότι τόσο η καθολική όσο και η ευαγγελική εκκλησία είχαν άριστες σχέσεις με τον Χίτλερ. Θα μπορούσε όμως να γίνει από τον ρήτορα αναφορά στο γεγονός ότι ο Στάλιν σπούδασε σε ιερατική σχολή, αλλά μετά αποστάτησε ή ότι ο Μάο δεν είχε τη χαρά και την ευτυχία να γνωρίσει το χριστιανισμό και «βλέπετε πού κατέληξαν…» - ναι βλέπουμε, πέθαναν εν υπηρεσία αμφότεροι, όπως όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποια στιγμή. Οι συγκεκριμένοι κάπως αργά, δυστυχώς.
6. Στην ένταση της ομιλίας ή της συγγραφής κάνει ο διαμορφωτής απόψεων μεγαλόκαρδα παραχωρήσεις, τις οποίες όμως αναιρεί στην αμέσως επόμενη φράση, κατά το δυνατόν αφανώς. Για παράδειγμα, αποδέχεται ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός δεν επανδρώνεται με «αγγέλους» -και εννοείται οι φανταστικοί άγγελοι είναι εξ ορισμού καλοί-, αλλά ταυτόχρονα σημειώνει ότι θα ήταν αφόρητα βαρετό –η αναίρεση που λέγαμε- να υπάρχουν παντού και πάντα άγιοι άνθρωποι (πράγματι, υπάρχει αυτό το επιχείρημα στο βιβλίο του Lütz!) Μπορεί καθένας να σκεφτεί πόσο «αφόρητα βαρετή» ήταν η κατάσταση για τα θύματα των εκκλησιών, τις μάγισσες, τους αιρετικούς, τους αλλόθρησκους και άλλα «κοινωνικά αποβράσματα» που έπρεπε να θανατωθούν για τη δόξα του «αληθινού θεού»…
7. Κλασική μέθοδος εντυπωσιασμού του ακροατηρίου ή του αναγνωστικού κοινού είναι η επίκληση διασημοτήτων, κατά προτίμηση από εκείνες που θα έπρεπε να θαυμάζει και το ακροατήριο. Συνήθως κακομεταχειρίζονται τον Einstein, στον οποίο αποδίδουν (ψευδώς) διάφορες θεόπληκτες απόψεις, μη γνωρίζοντας ίσως οι περισσότεροι ότι ο μεγάλος αυτός Φυσικός διέκοψε κάθε σχέση με την πατρική θρησκεία ήδη σε εφηβική ηλικία.
8. Κάποια στιγμή προσπαθεί ο ρήτορας να αρπάξει ολόκληρο το χέρι του ακροατή του, αν αυτός κάνει το λάθος και του προσφέρει το μικρό δακτυλάκι. Επειδή οι επιστημολόγοι θεωρούν δεδομένο ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν οδηγεί πάντα και αναπόφευκτα σε οριστικά και σωστά συμπεράσματα, ο καπάτσος προσηλυτιστής μπορεί να το εκμεταλλευτεί για να αποδείξει κάθε φανταστική ιστορία: «Η ανάσταση του Ιησού δεν είναι ίσως πιστευτή, αλλά αδύνατη δεν μπορεί να θεωρηθεί επίσης». Έτσι, η πιθανολόγηση και επιφυλακτικότητα αξιοποιείται ως εισιτήριο ελευθέρας εισόδου για κάθε αυθαίρετη θεολογική υπόθεση: αφού δεν είναι 100% αδύνατη, γιατί να διακινδυνεύεις απλοϊκέ άνθρωπε να βρεθείς προ εκπλήξεων; Όπως έλεγε ο Πασκάλ: «Αν όλα αυτά με τη θρησκεία είναι φανταστικά, δεν θα χάσω και τίποτα που ασχολούμαι μαζί τους. Αν όμως είναι αλήθεια, τότε θα έχω κερδίσει την αιώνια ζωή.» Μια «πισινή» είναι πάντα καλό πράγμα στη ζωή!
9. Συχνά ποντάρει ο ομιλητής/συγγραφέας σε κενά γνώσεων των ακροατών/αναγνωστών του και περιγράφει ως δεδομένες φανταστικές συνέπειες κάποιων επιστημονικών διαπιστώσεων. Για παράδειγμα ακούμε ότι η Θεωρία της Σχετικότητας έχει δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ των άθεων και της επιστήμης, επειδή ο Αϊνστάιν είπε κάτι για τον θεό και τα ζάρια. Φυσικά, αυτό είναι τελείως αυθαίρετο ως προς το χάσμα και ο Αϊνστάιν αναφέρθηκε μόνο στις απορριπτέες κατά τη γνώμη του «θεϊκές ζαριές» σε σχέση την τυχαιότητα που διέπει την Κβαντική Φυσική. Ο ομιλητής/συγγραφέας πιθανόν να μην γνωρίζει καν αυτή την τεράστια διαφορά, αλλά και ο ακροατής/αναγνώστης δεν θα έχει την ευχέρεια να διερευνήσει το ζήτημα - ο κ. ψυχίατρος θα ξέρει!
10. Τελευταίο τέχνασμα είναι η κατά μέτωπον επίθεση, η δημιουργία της εντύπωσης ότι ο αντίπαλος πρέπει να ντρέπεται. Όταν τεθεί στον ομιλητή η ερώτηση «Και πού ήταν ο θεός όταν έκαιγαν οι παπάδες ανύποπτες γυναίκες ως μάγισσες ή όταν ο Χίτλερ και ο Στάλιν δολοφονούσαν τους αντιπάλους τους;», ο στριμωγμένος ρήτορας απαντάει αφοπλιστικά: «Ο θεός ήταν στον σταυρό!» Αν ρωτήσει ο άλλος «Και τι έκανε εκεί;» θα θεωρηθεί ασεβής, αν αναρωτηθεί «Και γιατί δεν βοήθησε τα θύματα;» θα του απαντήσει ο ομιλητής ότι «ακριβώς, έπασχε κι αυτός με τα θύματα». Πολύ απλά, ο «παντοδύναμος» θεός ήταν θεατής και πάσχων εκ του ασφαλούς, ενώ τα θύματα πέθαιναν οριστικά και αμετάκλητα (η συγκεκριμένη απάντηση έχει δοθεί από ευαγγελικό ρήτορα σε μεγάλη δημόσια συγκέντρωση, γι’ αυτό αξιοποιείται εδώ.)
(Stelios Frangopoulos, Στέλιος Φραγκόπουλος)

.