Η προσκόλληση του εκκλησιαστικού μηχανισμού στο κράτος που προέκυψε αμέσως με την αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας από τους Ρωμαίους στρατηγούς, κατά τον 4ο αιώνα, ως επίσημης και, μερικές δεκαετίες αργότερα, με την επιβολή της ως μοναδικής, διατηρείται μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωση, αρχικά ενός τμήματος του σημερινού ελλαδικού χώρου από την οθωμανική αυτοκρατορία και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, η ελλαδική πλέον Εκκλησία ταυτίστηκε με όλες τις αντιλαϊκές δυνάμεις (βασιλεία, δικτατορίες, κατοχικές κυβερνήσεις) με ακριβώς τις ίδιες προϋποθέσεις που είχε συνεργαστεί και με τους Οθωμανούς, δηλαδή τη διατήρηση προνομίων πλουτισμού και εξουσίας έναντι επηρεασμού του πληθυσμού υπέρ των κρατούντων.
Οι εκδηλώσεις λατρείας (όλων σχεδόν) των επισκόπων του ελλαδικού χώρου υπέρ του εκάστοτε βασιλέα είναι γνωστές. Παγκοσμίως γνωστές είναι επίσης οι διαπλοκές της τσαρικής Αυλής στη Ρωσία, πριν από την επανάσταση των μπολσεβίκων, με το χριστιανικό ιερατείο και ιδιαίτερα με τον διαβόητο τυχοδιώκτη και τσαρλατάνο ιερέα, Ρασπούτιν. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η ρώσικη εκκλησία αγιοποίησε τον τελευταίο τσάρο Νικόλαο και, αν ισχύει ο όρος περί «μιας αγίας καθολικής εκκλησίας», θα έπρεπε αυτός ο «άγιος» να αναγνωρίζεται από όλους τους χριστιανούς ή έστω από όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς. Σε τέτοια αδιέξοδα έχει οδηγήσει τους φωστήρες του εκκλησιαστικού μηχανισμού ο καιροσκοπισμός και η διαχρονική πνευματική ένδεια που τους χαρακτηρίζει.
Λιγότερο γνωστές είναι οι εκδηλώσεις θαυμασμού χριστιανών κληρικών προς τα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Ο παρ' ημίν μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Πολύκαρπος έγραφε στο εκκλησιαστικό περιοδικό Εκκλησία πριν από την έναρξη του β' παγκόσμιου πολέμου, θλιβόμενος για την «καταστροφή» των δυτικών δημοκρατιών: «Από της καταστροφής εσώθησαν τα κράτη της Ιταλίας και τελευταίον της Γερμανίας διά της ανακηρύξεως δικτατοριών και περιορισμού της ελευθέρας ενεργείας των ανελευθέρων αθέων κομμουνιστών» (Ο θεόσταλτος Φύρερ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 20/10/2006).
Η προαναφερθείσα προσκόλληση στο κράτος και η σταδιακή οικειοποίηση κρατικών λειτουργιών μετετράπη στην πορεία του χρόνου σε «εθνική ιδεολογία» και λόγο ύπαρξης του εκκλησιαστικού μηχανισμού. Έτσι προέκυψε και το ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» για ιδεολογική επικάλυψη, με στόχο τη συμπλήρωση του κενού από την ανυπαρξία πνευματικού προσανατολισμού και τη συγκάλυψη του πραγματικού γεγονότος της συνεργασίας δεκαετιών και αιώνων με όλους τους κατακτητές, με όλες τις δυνάμεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης, οι οποίες «δυνάμεις» στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν, ήδη από τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια, ευθέως ανθελληνικές.
Στα πρώτα χρόνια του σύγχρονου, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους βρέθηκε απελευθερωμένος ένας πληθυσμός, αποτελούμενος από συνονθύλευμα λαών, θρησκειών και προσανατολισμών, χωρίς συνείδηση κοινής ιστορίας και πολιτισμού και, κυρίως, χωρίς μορφωτικό επίπεδο που θα του επέτρεπε να ενεργοποιηθεί αυτοδύναμα και να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις δυνατότητες της ιστορικής συγκυρίας και του γεωγραφικού χώρου. Εκείνες τις δεκαετίες της έλλειψης σαφούς ταυτότητας προέκυψε το ερώτημα, αν η ελλαδική κοινωνία που ομογενοποιήθηκε σταδιακά σε «ελληνική», ανήκει πολιτισμικά στη Δύση ή πρέπει να αρκεστεί σε μια ανεξάρτητη πορεία, με την αντίληψη της ανατολικής ιδιαιτερότητας, μιας απροσδιόριστης ιδιοπροσωπίας. Τέτοια ερωτήματα απασχολούν πολλές κοινωνίες και πολλούς λαούς και δεν φαίνεται να επιδέχονται οριστική απάντηση. Στη χώρα μας συνεχίζουν να τίθενται αυτά τα ερωτήματα κατά προτεραιότητα και σήμερα, κυρίως από διάφορους πολιτικολογούντες θεολόγους (ή και θεολογούντες πολιτικούς), πιθανότατα λόγω της εγγενούς πνευματικής ένδειας του χώρου και της προσωπικής ανασφάλειας των ανθρώπων που απαρτίζουν αυτό το χώρο.
Η εικαζόμενη νεοελληνική ιδιοπροσωπία προβάλλεται από τους απολογητές της ορθόδοξης χριστιανικής εκδοχής και συμπεριλαμβάνει ανομολόγητα, εκπτώσεις σε ορθολογισμό, συνέπεια και αποτελεσματικότητα, χαρακτηριστικά που συναντώνται ακόμα σε μεγάλο βαθμό σε κοινωνίες με μουσουλμανικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Σε ορισμένους μάλιστα κύκλους, επίσης ορθοδόξους αλλά με την αυτοεκτίμηση του νεωτερικού, αποτελεί το δίλημμα Ανατολή-Δύση κεντρικό θέμα προβληματισμού με όρους σύγκρουσης, με πλήθος τοποθετήσεων και αντιγνωμιών και ενδο-θεολογικών και πολιτικών αλληλοκατηγοριών, ακόμα και με εκατέρωθεν υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς. Αυτή η προσωπική συνιστώσα σε μια ιστορικο-φιλοσοφική αντιγνωμία προδίδει και μια εξάρτηση των συμμετεχόντων στο σχετικό «προβληματισμό» από την εξέλιξη των συζητήσεων, με διακύβευμα την προσωπική δικαίωση ή απόρριψη.
Η πλευρά των νεωτεριστών ανατολικοφρόνων υιοθετεί σε πολιτικό επίπεδο ασμένως την άποψη του Αμερικάνου πολιτειολόγου Χάντιγκτον, ο οποίος για δικούς του λόγους θεωρεί ότι η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να απομακρυνθούν από τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές συμμαχίες των δυτικών εθνών. Η πλευρά αυτή προτείνει μια «περήφανη πορεία» στο μέλλον χωρίς συμμάχους ή μάλλον με μοναδικούς συμμάχους τους επίσης «εξορισμένους» Τούρκους, πιθανόν σε ανάμνηση τής (για κάποιους) ευτυχούς ετεροβαρούς συναλληλίας Οθωμανών-Εκκλησίας, και επιζητεί την «επίλυση των διλημμάτων» της ελληνικής κοινωνίας σ' αυτά τα εθνοκεντρικά πλαίσια. Κατά την κρίση μας, τα διλήμματα της ελληνικής κοινωνίας προκύπτουν κατά κύριο λόγο από την ανεπαρκή παιδεία, την οπισθοδρομικότητα και την ανασχετική παρέμβαση των θεοκρατικών κύκλων. οι οποίοι κύκλοι, παρεμπιπτόντως, δηλώνουν προοδευτικοί και ζητούν «πρόοδο προς τα πίσω!» (Ζουράρις στο Huntington S., Ζουράρις Κ., Γιανναράς Χρ. κ.ά.: «Η σύγκρουση Ανατολής και Δύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002).
Η ίδια αυτή πλευρά αξιοποιεί σε θεολογικό επίπεδο την επιστημονική ορολογία με επίκληση (Γιανναράς) της «εμπειρικής αναζήτησης και ανοικτής ετοιμότητας κοινωνικής επαλήθευσης», εκτελεί παρεκβάσεις από το μυστικισμό στην πολιτικολογία και καταλήγει σε ευρήματα και διατυπώσεις του τύπου «ερωτική ευαισθησία που χειραγωγεί στο σεβασμό προς το άρρητο» ή «βιωματική άσκηση μετοχής στο λόγο της μοναδικότητας των όντως υπαρκτών» ή στη μυστικιστικού και μαγικού χαρακτήρα «τριαδική παναλήθεια» κ.ά. Η άλλη, επίσης ανατολικόφρων ορθόδοξη αλλά παραδοσιακή πλευρά απαντάει περιφρονητικά ότι αυτά όλα είναι «ασυναρτησίες και μωρίες» (Μπαγιόνας).
Αμφότερες οι ορθόδοξες δυνάμεις, νεωτερικές και παραδοσιακές, οι οποίες σημειωτέον καλλιεργούν το θρησκευτικό εθνοφυλετισμό και αποτελούν ως εκ τούτου στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας αιρέσεις, προβάλλουν την πολιτισμική υστέρηση ως απόδειξη «πνευματικότητας» και την εγγενή οπισθοδρομικότητα ως ηθελημένη επιλογή και καταφεύγουν παράλληλα σε ένα έντονο αντιδυτικισμό, όχι με τη σύγχρονη αντιαμερικανική αλλά με την παλαιότερη εκκλησιαστική έννοια, δηλαδή ως αντιπάθεια προς την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό και όσα αυτές οι εποχές και οι άνθρωποί τους προσέφεραν στην παγκόσμια κοινωνία, με κυριότερη επίπτωση στην καθ' ημάς Ανατολή, την προετοιμασία για τη διαφυγή από τη συναλληλία Οθωμανών-Εκκλησίας. Θεωρούν μάλιστα ότι «ο δυτικός κόσμος οδήγησε τον εργαλειακό ορθολογισμό και τον τεχνολογικό ντετερμινισμό στον παροξυσμό... και απέδειξε ότι δεν μπορεί να προσφέρει απάντηση στα ερωτήματα του κόσμου» (Καραμπελιάς, Εισαγωγή στο Hundington κ.ά.)
Προφανώς, αφού ο δυτικός κόσμος «απέδειξε» πως δεν διαθέτει τελικές απαντήσεις στα όποια υπαρξιακά ερωτήματα του συγγραφέα, ο αμήχανος αναγνώστης δεν έχει παρά να καταφύγει στις θρησκευτικές ιδεοληψίες από τη Μέση Ανατολή, οι οποίες φαίνεται να έχουν δώσει προ πολλού τις απαντήσεις που αναζητάει, π.χ. να ζει κατά μέσο όρο 80 χρόνια αντί των 35-40 του Μεσαίωνα, να επικοινωνεί με όλο τον κόσμο ζωντανά αντί να διακινούνται τα μηνύματά του με χρόνους μηνών, να ταξιδεύει στο άλλο άκρο της Γης μέσα σε ώρες αντί για πολλούς μήνες όπως στην εποχή της θεοκρατίας! Με τέτοιες συλλογιστικές πρέπει να θεωρείται ασήμαντο περιστατικό ο αλαζονικός χαρακτηρισμός των μετα-αναγεννησιακών θρησκευτικών μουσικών έργων (Bach, Mozart) ως «ψελλισμάτων» σε σύγκριση με τη μεσαιωνική ανατολική θρησκευτική υμνολογία, αλλά σίγουρα δίνει ένα μέτρο των αυθαίρετων συσχετισμών, των διαστρεβλωτικών προθέσεων και της προσπέρασης των διλημμάτων με φραστικές υπερβολές και αερολογίες.
Βέβαια, το δίλημμα Δύση-Ανατολή, έχει απαντηθεί αυθορμήτως και αποδεικνύεται ως ψευτοδίλημμα, όταν καθένας διαπιστώνει ότι ακόμα και οι ριζοσπαστικότεροι αντίπαλοι του «δυτικού τρόπου ζωής» και της βιομηχανικής κοινωνίας, αξιοποιούν για τον εαυτό τους όλα τα πλεονεκτήματα του «εργαλειακού ορθολογισμού και τεχνολογικού ντετερμινισμού εν παροξυσμώ» που προσέφερε και προσφέρει αυτή η συγκεκριμένη και μέχρι σήμερα μοναδική επιλογή ανάπτυξης και διαβίωσης - από τη γενική υποχρεωτική μόρφωση και τις ιατρικές υπηρεσίες, μέχρι την τεχνολογία, τις μεταφορές, τις επικοινωνίες, τα προϊόντα πολιτισμού και τις σπουδές στη Δυτική Ευρώπη ή Αμερική - πλεονεκτήματα, χωρίς τα οποία δεν θα ήταν καν σε θέση να συμμετάσχουν οι αντίπαλοι του «ορθολογισμού» σ' αυτό τον προβληματισμό και τις συναφείς συζητήσεις, ώστε να μπορούν εκ του ασφαλούς να μεμψιμοιρούν για τη μία ή την άλλη, σοβαρή ή επουσιώδη ανεπάρκεια ή παρέκβαση! (Stelios Frangopoulos, Στέλιος Φραγκόπουλος)