13 February 2007

Η διώρυγα του Παναμά

Στις αρχές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα το έτος 1903 αποσπάστηκε ένα κομμάτι της Κολομβίας, χώρα που είχε ιδρυθεί από τον απελευθερωτή της Λατινικής Αμερικής Simon Bolivar (Μπολίβαρ, 1783-1830), και αμέσως αναγνωρίστηκε από τις ΗΠΑ ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Παναμάς. Ως αντάλλαγμα και προφανώς στο πλαίσιο προϋπάρχοντος σχεδίου, ανέθεσε η κυβέρνηση του νέου κράτους στις ΗΠΑ να κατασκευάσουν μία διώρυγα που θα ένωνε τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό και διαπερνά τη χώρα.
Η ιστορία της διέλευσης του Παναμά αρχίζει τον 16ο αιώνα με τον Ισπανό τυχοδιώκτη Vasco Nunes de Balboa (Μπαλμπόα, 1475-1517), ο οποίος το έτος 1513 άφησε στην ανατολική ακτή τα πλοία και τους συναδέλφους του και προχώρησε στη ζούγκλα της άγνωστης χώρας για να βρει κάποια «ινδική πόλη». Μετά από εξοντωτικό ποδαρόδρομο μέσα από τη δύσβατη ζούγκλα έφτασε η αποδεκατισμένη ομάδα σ’ ένα ύψωμα της δυτικής ακτής και είδε μπροστά της μια τεράστια θαλάσσια επιφάνεια. Απογοητευμένοι γύρισαν, όσοι επιβίωσαν, στους αναμένοντες συντρόφους τους και ο Μπαλμπόα τους ανακοίνωσε περίλυπος ότι δεν συνάντησαν τίποτα από τις Ινδίες, εκεί στην άλλη άκρη βρήκαν «θάλασσα, μόνο θάλασσα!» Είχε ανακαλύψει ως πρώτος Ευρωπαίος τον Ειρηνικό Ωκεανό και δεν το κατάλαβε, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι ο Κολόμβος είχε αποβιβαστεί το 1492 στη δυτική πλευρά των Ινδιών.
Το έτος 1523, όταν είχαν πλέον συνειδητοποιήσει οι πάντες ότι είχε ανακαλυφθεί μια νέα ήπειρος πολύ μακριά από τις Ινδίες, διατύπωσε ο Ισπανός βασιλιάς Κάρολος Ε’ (1500-1558) την ιδέα να κατασκευαστεί στη στενή λουρίδα του σημερινού Παναμά μια διώρυγα μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού Ωκεανού. Αν και έγιναν τεχνικές μελέτες για την υλοποίηση αυτής της ιδέας, δεν ευοδώθηκαν οι προσπάθειες, τόσο λόγω τεχνικών προβλημάτων, όσο και λόγω της περιορισμέντης εμπορικής κίνησης στην περιοχή.
Έκτοτε και μέχρι το 19ο αιώνα υπήρξαν επανειλημμένα ιδέες για ένα κανάλι, αλλά αυτές φάνηκε να αποκτούν πιθανότητα υλοποίησης, όταν ανακαλύφθηκαν στη δεκαετία του 1840 κοιτάσματα χρυσού στην Καλιφόρνια και η σύνδεση ανατολικής και δυτικής ακτής των ΗΠΑ μέσω της ίδιας της χώρας ήταν τότε ιδιαίτερα επισφαλείς (συγκρούσεις με Ινδιάνους, περιορισμένο οδικό δίκτυο κλπ.) Τελική ώθηση για την υλοποίηση αυτού του τεχνικού έργου έδωσε η κατασκευή και λειτουργία της διώρυγας του Σουέζ. Το 1876 συγκροτήθηκε μια γαλλική εταιρία που είχε επικεφαλής τον ίδιο Λεσέψ, ο οποίος είχε μελετήσει και κατασκευάσει τη διώρυγα του Σουέζ. Το έτος 1878 έλαβε η εταιρία την άδεια για έναρξη εργασιών από την κυβέρνηση της Κολομβίας και στο χρονικό διάστημα 1881-1889 εκτελέστηκαν έργα διανοίξεως, κατά τη διάρκεια των οποίων πέθαναν από εργατικά ατυχήματα, κίτρινο πυρετό και ελονοσία περί τους 22.000 ανθρώπους, δηλαδή 7,5 άνθρωποι την ημέρα.
Προγραμματισμένη ήταν μια διώρυγα μήκους περί τα 73 km, αλλά οι κακές συνθήκες εργασίας στις ελώδεις περιοχές και η κακή χρηματοδότηση του έργου δυσκόλευαν πολύ τις πρόοδο των εργασιών. Ο Λεσέψ αναπροσάρμοσε τα σχέδια και συμφώνησε να ετοιμάσει μια διώρυγα μέχρι το έτος 1890. Ο κακός προγραμματισμός, τα πολλαπλά τεχνικά προβλήματα και η ελλιπής μελέτη του υπεδάφους, αλλά και τα συνεχή σκάνδαλα διαφθοράς οδήγησαν το έτος 1890 στη διακοπή των εργασιών, όταν είχε κατασκευαστεί μόλις το ένα έκτο τους συνολικού μήκους. Αποδείχθηκε τελικά ότι οι εργασίες σε μια στεγνή και επίπεδη έρημο, όπως εκείνη στην Αίγυπτο, ήταν πολύ καλύτερο πεδίο εργασιών από το ανώμαλο και ελώδες έδαφος στη ζούγκλα του Παναμά.


Τα υπολείμματα της εταιρίας που κατασκεύαζε τη διώρυγα αγοράστηκαν με σχετικά μικρό αντίτιμο από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία μέχρι τότε δεν είχε παρουσιάσει ικανοποιητικά σχέδια για την υλοποίηση αυτού του έργου. Σημαντικό εμπόδιο στη συμμετοχή των ΗΠΑ ήταν μέχρι τότε ο ανταγωνισμός από πλευράς ενδιαφερομένων για ένα άλλο σχέδιο διώρυγας στη Νικαράγουα. Τελικά συμφώνησαν οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Κολομβίας για τη συνέχιση των έργων του Λεσέψ. Όταν όμως το 1903 έφτασε η εποχή να υπογραφούν οι συμφωνίες, η κυβέρνηση της Κολομβίας υπαναχώρησε, οπότε η κυβέρνηση των ΗΠΑ μεθόδευσε την πραξικοπηματική απόσπαση του σημερινού Παναμά από την Κολομβία και την ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους.
Αμέσως σχεδόν άρχισαν οι εργασίες κατασκευής που κράτησαν περίπου 11 χρόνια και το έτος 1914 πέρασε από το κανάλι το πρώτο πλοίο. Όμως η επίσημη έναρξη λειτουργίας πραγματοποιήθηκε έξι χρόνια αργότερα. Με την κατασκευή αυτής της διώρυγας καταργήθηκε μια διαδρομή 26.000 km γύρω από τη νότια Αμερική και μίκρυνε τη θαλάσσια διαδρομή από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο στα 10.000 km. Η ίδια η διώρυγα έχει σήμερα μήκος λίγο μεγαλύτερο από 80 km και εξισορροπεί μια ασήμαντη υψομετρική διαφορά μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού Ωκεανού μόλις 24 cm. Το εσωτερικό της χώρας βρίσκεται όμως περί τα 26 μέτρα υψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας και αυτή η διαφορά εξισορροπείται με 3 δεξαμενές.
Η διέλευση της διώρυγας διαρκεί με κανονικές συνθήκες 8-10 ώρες και για το σκοπό αυτό σύρονται τα πλοία από οδοντωτούς σιδηροδρόμους εκατέρωθεν του καναλιού. Το μέγιστο επιτρεπτό βύθισμα των πλοίων που διέρχονται από τη διώρυγα είναι 12 μέτρα. Επειδή δε με τη σταδιακή μεγέθυνση των σκαφών, ένα μεγάλο μέρος από αυτά δεν μπορεί να εισέλθει στις δεξαμενές της διώρυγας, κατασκευάζονται ειδικά στενά σκάφη (Panamax ή PanMax), κυρίως για μεταφορά εμποροκιβωτίων (containers) με μοναδικό προορισμό την διεκπεραίωση του εμπορίου μέσω της διώρυγας του Παναμά.
Στις αρχές του 21ου αιώνα απασχολούνταν στη ζώνη της διώρυγας περί τους 8.000 ανθρώπους. Από την αρχή λειτουργίας της διώρυγας του Παναμά το έτος 1920, μέχρι το έτος 2005, πέρασαν από αυτό το υδάτινο διάδρομο σχεδόν 900.000 πλοία. Αυτός ο ρυθμός διελεύσεων αναμένεται να αυξηθεί στο βαθμό που αυξάνεται το εμπόριο της ανατολικής πλευράς των ΗΠΑ με την Κίνα, την Ιαπωνία και τις λοιπές χώρες της ανατολικής Ασίας. Γι’ αυτό μελετώνται σχέδια για μία νέα διώρυγα ή για βελτίωση των εγκαταστάσεων που λειτουργούν τώρα.
Η διαμόρφωση και ο προσανατολισμός της στενής λουρίδας γης που αποτελεί το κράτος του Παναμά, οδηγεί στην αξιοπερίεργη κατάσταση, το «ανατολικό» άκρο της διώρυγας στον Ατλαντικό να βρίσκεται δυτικότερα από το «δυτικό» άκρο της στον Ειρηνικό. Έτσι, ένα πλοίο που έρχεται από τον Ατλαντικό, πλέει πάνω στη διώρυγα ανατολικά για να καταλήξει στον Ειρηνικό και αντίστροφα.

(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos) (Από την Ιστορία της Τεχνολογίας)