(<<< πρώτο μέρος)
Ακόμα και στα τελευταία χρόνια επιβίωσης του Βυζαντίου, πρώτη φροντίδα των ηγεσιών δεν ήταν η απόκρουση των Οθωμανών αλλά η κατάληψη της εξουσίας σε κάποια επαρχία του κράτους και η συναλλαγή μαζί τους. Το έτος 1442 συνεννοείται ο Δημήτριος Παλαιολόγος, ένθερμος ανθενωτικός και φιλότουρκος, με τον σουλτάνο Μουράτ να πολιορκήσει ο δεύτερος την Κων/πολη, όπου βασιλιάς ήταν ακόμα ο Ιωάννης Παλαιολόγος. Η πολιορκία έληξε άδοξα, αλλά δεν αποθάρρυνε τον Δημήτριο, ο οποίος κάλεσε μετά από 9 χρόνια, το έτος 1451, πάλι τους Οθωμανούς, αυτή τη φορά υπό τον Μωάμεθ, για να τον υποστηρίξουν στην Πελοπόννησο ενάντια στον αδελφό του Θωμά. Ο Δημήτριος, προφανέστατα δεν δρούσε αυτοδύναμα αλλά καθοδηγείτο, ένθερμος ανθενωτικός ο ίδιος, από τους εκκλησιαστικούς κύκλους που είχαν εναποθέσει το μέλλον της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας τους στη συνεργασία με τους Τούρκους.
Ο λόγος που επέλεξε και στήριξε η οθωμανική εξουσία τους εκπροσώπους της ανθενωτικής παράταξης στο Βυζάντιο είναι προφανής: μία τυχόν συμφωνία και σύγκλιση των χριστιανών του Βυζαντίου με τη Δύση θα ενεργοποιούσε «σταυροφορικές» ιδέες, οι οποίες δεν συνέφεραν τους Οθωμανούς μέχρι να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στα Βαλκάνια. Αυτές οι σκέψεις είχαν σίγουρα ωριμάσει αρκετά χρόνια πριν από την οριστική άλωση της Πόλης και είχαν αναπτυχθεί στο σουλτάνο από τους Ρωμιούς συμβούλους του, οι οποίοι ενδιαφέρονταν και για τη δική τους κοινωνική αναβάθμιση σε ένα τουρκικό πλέον «ανατολικό ρωμαϊκό κράτος». Με αυτούς τους συμβούλους διατηρούσαν επαφές οι ανθενωτικοί, όπως προκύπτει από μαρτυρίες ενός μεταβυζαντινού αξιωματούχου, του Θεόδωρου Αγαλλιανού και ήταν προετοιμασμένοι για το κάλεσμα της οθωμανικής εξουσίας (Δ.Γ. Αποστολόπουλος, «Χαλίφης αυτοκράτορας- Ρωμιός πατριάρχης» και «Ιστορία των Ελλήνων»).
Στα μοναστήρια, κυρίως έξω από την Πόλη, είχαν αποτραβηχτεί περί τις τριακόσιες χιλιάδες νέων ανθρώπων, φαινομενικά για να αφοσιωθούν στο θεό, στην πραγματικότητα για να αποφύγουν τη στράτευση, να αποστασιοποιηθούν από τις τρέχουσες εξελίξεις και να προετοιμάσουν το μέλλον (τους) υπό τουρκική κατοχή! Στις πολεμίστρες της Κων/πολης ήταν δεν ήταν 7-8 χιλιάδες υπερασπιστές, κάτοικοι της Πόλης και μισθοφόροι! Ο Κων/νος Παλαιολόγος-Δραγάσης, τόσο ως δεσπότης (=απόλυτος ηγεμόνας) όσο και ως αυτοκράτωρ, αποδείχθηκε ηγέτης με σπάνιες ικανότητες, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, εμψύχωνε τους στρατιώτες του και ευτύχησε να καταγράψει στο ενεργητικό του αξιόλογες νίκες: ελευθέρωσε οριστικά την Πελοπόννησο από τους Φράγκους, τους εξεδίωξε από την Αττική και τη Βοιωτία, φτάνοντας μέχρι τη Θεσσαλία, υπερασπίστηκε ο ίδιος με ηρωισμό αν και χωρίς επιτυχία το Εξαμίλλιο εναντίον των Οθωμανών και αντιστάθηκε με επιτυχία σε πολιορκία στο φρούριο της Λήμνου.
Το ηθικό του λαού κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Ρωμανίας συνοψίζεται άριστα στην ηττοπαθή αντίληψη που διαχεόταν από τους ηγετικούς κύκλους του Κράτους και της Εκκλησίας: «... γιατί είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει ...» ή επίσης με τις διαδιδόμενες «προφητείες» ότι, «... οι Ρωμιοί θα δουν άσπρη μέρα μόνον όταν οι Τούρκοι μπουν στην Πόλη». Έτσι καλλιεργείτο η ηττοπάθεια και η μοιρολατρική αποδοχή από το λαό της υποταγής στους Οθωμανούς ως το «μη χείρον» σε σχέση με μια υποταγή στους Δυτικούς και στον πάπα. εκδοχή που, υλοποιούμενη, θα οδηγούσε σε κυριαρχία του καθολικού και περιθωριοποίηση του ορθόδοξου εκκλησιαστικού μηχανισμού.
Με αυτό το «πρόκριμα» υπέρ του Τούρκου: αφενός εξωθήθηκαν πολλοί λόγιοι, δημιουργοί και οικονομικά ευκατάστατοι στην οριστική μετανάστευση στη Δύση, ιδίως στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν, όσοι είχαν τα προσόντα, στην εξελισσόμενη Αναγέννηση. Αυτό σήμαινε ότι η μεταβυζαντινή κοινωνία έμενε χωρίς τα σημαντικότερα πνευματικά και ανανεωτικά στελέχη της, τα οποία θα ήταν σε θέση να εμψυχώσουν και να ανασυντάξουν το λαό που οδηγείτο, πάμπτωχος, αμόρφωτος και θρησκόληπτος στην υποδούλωση.
Αφετέρου, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός και οι κύκλοι του αποδέχθηκαν τη θέση του συνεργάτη και τοποτηρητή των Οθωμανών, με αυξημένες αρμοδιότητες (π.χ. δικαίωμα είσπραξης φόρων) και «ευχέρεια κινήσεων» σε σύγκριση με τη βυζαντινή εποχή (Αποστόλης Χαρίσης: «Θρησκεία και Πολιτική στην Ελλάδα»). Αυτός ο δωσιλογικός ρόλος του εκκλησιαστικού μηχανισμού διατηρήθηκε δε με επιμέλεια μέχρις εσχάτων, ακόμα και μετά την απελευθέρωση από την τουρκοκρατία και την ίδρυση ελληνικού κράτους (βλέπε επόμενα).
Ο Γεώργιος Σχολάριος (1400-1472), ευφυής διανοούμενος, νομομαθής, φιλόσοφος και θεολογών, αρχικά φιλενωτικός με τη Δύση, αργότερα αμφιταλαντευόμενος, προφανώς ζυγιάζοντας τις πιθανές πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις και, στο τέλος, ηγέτης της ανθενωτικής παράταξης, ο οποίος μεταπήδησε στην τάξη των κληρικών σε ηλικία 50 ετών (1450) για να είναι έτοιμος να αναλάβει αξιώματα από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε δώσει ήδη δείγματα του φρονήματός του, καίγοντας ιδιοχείρως συγγράμματα του Πλάτωνα και το έργο «Νόμων Συγγραφή» του νεοπλατωνικού Ελληνιστή Γεώργιου Γεμιστού-Πλήθωνα.
Ο συγκεκριμένος Σχολάριος έδινε και οδηγίες για την ιεροεξεταστική αντιμετώπιση των «Ελληνιστών» - ένας χαρακτηρισμός για όσους μελετούσαν διεξοδικά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και προτιμούσαν τη φιλοσοφία των αρχαίων από τη βυζαντινή θεοσοφία: «... τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής ... ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ» (= «... να αφαιρείτε τη ζωή στους όντως ασεβείς και πανούργους Ελληνιστές με φωτιά, με σίδηρο και με κάθε άλλο τρόπο... ξυλοφόρτωνε, φυλάκιζε, στη συνέχει κόβε τη γλώσσα, μετά κόβε το χέρι και, αν παρ' όλα αυτά παραμένει ακόμα κακός, πέταξέ τον στο βυθό της θάλασσας». Από επιστολή του Σχολάριου προς τον κυβερνήτη της Πελοποννήσου, Σ. Λάμπρου: «Παλαιολόγια - Πελοποννησιακά»)
Ο ίδιος ο Σχολάριος, ως υπότουρκος, δοτός Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος πλέον, ομιλούσε προς το δυναστευόμενο λαό περί «φιλεύσπλαχνου σουλτάνου (Μωάμεθ Β'), ο οποίος έχει εντολή από το θεό να επαναφέρει τους αμαρτωλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο». Είναι ενδιαφέρον ότι οι θρησκευτικοί κύκλοι που μέχρι τότε απέδιδαν τη σωτηρία της Πόλης από εχθρικές επιθέσεις στις παρεμβάσεις του Θεού, της Παναγίας και διαφόρων Αγίων, τώρα αιτιολογούσαν την κατάληψή της από τους Οθωμανούς με την αμαρτωλή ζωή των λίγων κατοίκων που της είχαν απομείνει - όσων είχαν επιβιώσει από τα συχνά κύματα των επιδημιών και δεν είχαν διαφύγει. Με ίδια θεολογικά επιχειρήματα είχε ερμηνευτεί πάνω από μια χιλιετία προηγουμένως, το έτος 410 μ.Χ., η κατάληψη της Ρώμης από τους Γότθους υπό τον Αλάριχο: η «πόλη του θεού», αρχικά, μετατράπηκε από τον Αυγουστίνο σε «πόλη των ανθρώπων», η οποία καταστράφηκε κάτω από το βάρος των αμαρτιών των πολιτών της.
Σήμερα προσπαθούν διάφοροι απολογητές να δικαιολογήσουν το δωσιλογισμό και τη συνεργασία του Σχολάριου με τους κατακτητές (αν τους θεωρούσε κατακτητές!), γράφοντας ότι επρόκειτο για «βραχυπρόθεσμη συνεργασία με στόχο τον κατευνασμό του "θηρίου"...» (Γ. Μεταλληνός) Φυσικά, το «βραχυπρόθεσμον» του εγχειρήματος κράτησε 4-5 αιώνες με τις γνωστές επιπτώσεις στο πολιτισμικό επίπεδο των βαλκανικών και των ελληνόφωνων πληθυσμών! Με αυτή δε τη λογική του «θηρίου», και οι συνεργάτες των ναζιστικών στρατευμάτων κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο και όλοι οι Κουΐσλινγκς στην οικουμένη, που μάλλον στον «κατευνασμό του θηρίου» δηλώνουν ότι αποβλέπουν, κακώς καταδικάζονται και κατά κανόνα εκτελούνται ως προδότες!
Ο Σχολάριος και οι συνεργάτες του φαίνεται ότι επινόησαν και την ιστορία με την κερκόπορτα, ότι δήθεν κάποιος την άφησε ή την ξέχασε ανοικτή κι έτσι εισήλθαν οι Οθωμανοί στην Πόλη. Πρόκειται μάλλον για ένα μύθο, ο οποίος υλοποιούσε με κατανοητό τρόπο τη θεϊκή παρέμβαση για να «τιμωρηθούν» οι αμαρτωλοί και προφανώς απέβλεπε στη συγκάλυψη του γεγονότος ότι η προδοσία είχε συντελεστεί ήδη πολύ πριν αρχίσει η επίθεση των Οθωμανών και ότι η Πόλη ήταν καταδικασμένη από τη στιγμή που συμφωνήθηκε η μοιρασιά εξουσίας μεταξύ του εκκλησιαστικού μηχανισμού και των Τούρκων. Κατά μία άλλη εκδοχή «Πρόκειται για έναν μύθο, που δημιουργήθηκε για να παρηγορηθεί ο κόσμος, που δεν μπορούσε να δεχτεί πως η Πόλη "έπεσε". Ήταν απαραίτητη μια ιστορία προδοσίας για να αποδεχτούν πως η Κων/πολη με τη φημισμένη οχύρωση αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Ας μην αποκλείουμε όμως το γεγονός να υπήρξε κάποιος προδότης, καθώς πίσω από κάθε μύθο υπάρχει κάποια βάση» (Τρ. Μανιάτη-Κοκκίνη).
Η δουλοπρεπέστατη, στη συνέχεια, υποταγή του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην εξουσία των Οθωμανών πιθανόν να σχετίζεται και με μία επιστολή που ετοίμασε και ίσως να απέστειλε ο πάπας Πίος B', πιθανόν στα τέλη του έτους 1461, προς τον Μωάμεθ Β' (Πορθητή) και στην οποία προτείνεται σ' αυτόν (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Xαλίφης αυτοκράτορας ή Καρλομάγνος»):
Ο λόγος που επέλεξε και στήριξε η οθωμανική εξουσία τους εκπροσώπους της ανθενωτικής παράταξης στο Βυζάντιο είναι προφανής: μία τυχόν συμφωνία και σύγκλιση των χριστιανών του Βυζαντίου με τη Δύση θα ενεργοποιούσε «σταυροφορικές» ιδέες, οι οποίες δεν συνέφεραν τους Οθωμανούς μέχρι να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στα Βαλκάνια. Αυτές οι σκέψεις είχαν σίγουρα ωριμάσει αρκετά χρόνια πριν από την οριστική άλωση της Πόλης και είχαν αναπτυχθεί στο σουλτάνο από τους Ρωμιούς συμβούλους του, οι οποίοι ενδιαφέρονταν και για τη δική τους κοινωνική αναβάθμιση σε ένα τουρκικό πλέον «ανατολικό ρωμαϊκό κράτος». Με αυτούς τους συμβούλους διατηρούσαν επαφές οι ανθενωτικοί, όπως προκύπτει από μαρτυρίες ενός μεταβυζαντινού αξιωματούχου, του Θεόδωρου Αγαλλιανού και ήταν προετοιμασμένοι για το κάλεσμα της οθωμανικής εξουσίας (Δ.Γ. Αποστολόπουλος, «Χαλίφης αυτοκράτορας- Ρωμιός πατριάρχης» και «Ιστορία των Ελλήνων»).
Στα μοναστήρια, κυρίως έξω από την Πόλη, είχαν αποτραβηχτεί περί τις τριακόσιες χιλιάδες νέων ανθρώπων, φαινομενικά για να αφοσιωθούν στο θεό, στην πραγματικότητα για να αποφύγουν τη στράτευση, να αποστασιοποιηθούν από τις τρέχουσες εξελίξεις και να προετοιμάσουν το μέλλον (τους) υπό τουρκική κατοχή! Στις πολεμίστρες της Κων/πολης ήταν δεν ήταν 7-8 χιλιάδες υπερασπιστές, κάτοικοι της Πόλης και μισθοφόροι! Ο Κων/νος Παλαιολόγος-Δραγάσης, τόσο ως δεσπότης (=απόλυτος ηγεμόνας) όσο και ως αυτοκράτωρ, αποδείχθηκε ηγέτης με σπάνιες ικανότητες, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, εμψύχωνε τους στρατιώτες του και ευτύχησε να καταγράψει στο ενεργητικό του αξιόλογες νίκες: ελευθέρωσε οριστικά την Πελοπόννησο από τους Φράγκους, τους εξεδίωξε από την Αττική και τη Βοιωτία, φτάνοντας μέχρι τη Θεσσαλία, υπερασπίστηκε ο ίδιος με ηρωισμό αν και χωρίς επιτυχία το Εξαμίλλιο εναντίον των Οθωμανών και αντιστάθηκε με επιτυχία σε πολιορκία στο φρούριο της Λήμνου.
Το ηθικό του λαού κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Ρωμανίας συνοψίζεται άριστα στην ηττοπαθή αντίληψη που διαχεόταν από τους ηγετικούς κύκλους του Κράτους και της Εκκλησίας: «... γιατί είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει ...» ή επίσης με τις διαδιδόμενες «προφητείες» ότι, «... οι Ρωμιοί θα δουν άσπρη μέρα μόνον όταν οι Τούρκοι μπουν στην Πόλη». Έτσι καλλιεργείτο η ηττοπάθεια και η μοιρολατρική αποδοχή από το λαό της υποταγής στους Οθωμανούς ως το «μη χείρον» σε σχέση με μια υποταγή στους Δυτικούς και στον πάπα. εκδοχή που, υλοποιούμενη, θα οδηγούσε σε κυριαρχία του καθολικού και περιθωριοποίηση του ορθόδοξου εκκλησιαστικού μηχανισμού.
Με αυτό το «πρόκριμα» υπέρ του Τούρκου: αφενός εξωθήθηκαν πολλοί λόγιοι, δημιουργοί και οικονομικά ευκατάστατοι στην οριστική μετανάστευση στη Δύση, ιδίως στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν, όσοι είχαν τα προσόντα, στην εξελισσόμενη Αναγέννηση. Αυτό σήμαινε ότι η μεταβυζαντινή κοινωνία έμενε χωρίς τα σημαντικότερα πνευματικά και ανανεωτικά στελέχη της, τα οποία θα ήταν σε θέση να εμψυχώσουν και να ανασυντάξουν το λαό που οδηγείτο, πάμπτωχος, αμόρφωτος και θρησκόληπτος στην υποδούλωση.
Αφετέρου, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός και οι κύκλοι του αποδέχθηκαν τη θέση του συνεργάτη και τοποτηρητή των Οθωμανών, με αυξημένες αρμοδιότητες (π.χ. δικαίωμα είσπραξης φόρων) και «ευχέρεια κινήσεων» σε σύγκριση με τη βυζαντινή εποχή (Αποστόλης Χαρίσης: «Θρησκεία και Πολιτική στην Ελλάδα»). Αυτός ο δωσιλογικός ρόλος του εκκλησιαστικού μηχανισμού διατηρήθηκε δε με επιμέλεια μέχρις εσχάτων, ακόμα και μετά την απελευθέρωση από την τουρκοκρατία και την ίδρυση ελληνικού κράτους (βλέπε επόμενα).
Ο Γεώργιος Σχολάριος (1400-1472), ευφυής διανοούμενος, νομομαθής, φιλόσοφος και θεολογών, αρχικά φιλενωτικός με τη Δύση, αργότερα αμφιταλαντευόμενος, προφανώς ζυγιάζοντας τις πιθανές πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις και, στο τέλος, ηγέτης της ανθενωτικής παράταξης, ο οποίος μεταπήδησε στην τάξη των κληρικών σε ηλικία 50 ετών (1450) για να είναι έτοιμος να αναλάβει αξιώματα από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε δώσει ήδη δείγματα του φρονήματός του, καίγοντας ιδιοχείρως συγγράμματα του Πλάτωνα και το έργο «Νόμων Συγγραφή» του νεοπλατωνικού Ελληνιστή Γεώργιου Γεμιστού-Πλήθωνα.
Ο συγκεκριμένος Σχολάριος έδινε και οδηγίες για την ιεροεξεταστική αντιμετώπιση των «Ελληνιστών» - ένας χαρακτηρισμός για όσους μελετούσαν διεξοδικά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και προτιμούσαν τη φιλοσοφία των αρχαίων από τη βυζαντινή θεοσοφία: «... τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής ... ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ» (= «... να αφαιρείτε τη ζωή στους όντως ασεβείς και πανούργους Ελληνιστές με φωτιά, με σίδηρο και με κάθε άλλο τρόπο... ξυλοφόρτωνε, φυλάκιζε, στη συνέχει κόβε τη γλώσσα, μετά κόβε το χέρι και, αν παρ' όλα αυτά παραμένει ακόμα κακός, πέταξέ τον στο βυθό της θάλασσας». Από επιστολή του Σχολάριου προς τον κυβερνήτη της Πελοποννήσου, Σ. Λάμπρου: «Παλαιολόγια - Πελοποννησιακά»)
Ο ίδιος ο Σχολάριος, ως υπότουρκος, δοτός Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος πλέον, ομιλούσε προς το δυναστευόμενο λαό περί «φιλεύσπλαχνου σουλτάνου (Μωάμεθ Β'), ο οποίος έχει εντολή από το θεό να επαναφέρει τους αμαρτωλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο». Είναι ενδιαφέρον ότι οι θρησκευτικοί κύκλοι που μέχρι τότε απέδιδαν τη σωτηρία της Πόλης από εχθρικές επιθέσεις στις παρεμβάσεις του Θεού, της Παναγίας και διαφόρων Αγίων, τώρα αιτιολογούσαν την κατάληψή της από τους Οθωμανούς με την αμαρτωλή ζωή των λίγων κατοίκων που της είχαν απομείνει - όσων είχαν επιβιώσει από τα συχνά κύματα των επιδημιών και δεν είχαν διαφύγει. Με ίδια θεολογικά επιχειρήματα είχε ερμηνευτεί πάνω από μια χιλιετία προηγουμένως, το έτος 410 μ.Χ., η κατάληψη της Ρώμης από τους Γότθους υπό τον Αλάριχο: η «πόλη του θεού», αρχικά, μετατράπηκε από τον Αυγουστίνο σε «πόλη των ανθρώπων», η οποία καταστράφηκε κάτω από το βάρος των αμαρτιών των πολιτών της.
Σήμερα προσπαθούν διάφοροι απολογητές να δικαιολογήσουν το δωσιλογισμό και τη συνεργασία του Σχολάριου με τους κατακτητές (αν τους θεωρούσε κατακτητές!), γράφοντας ότι επρόκειτο για «βραχυπρόθεσμη συνεργασία με στόχο τον κατευνασμό του "θηρίου"...» (Γ. Μεταλληνός) Φυσικά, το «βραχυπρόθεσμον» του εγχειρήματος κράτησε 4-5 αιώνες με τις γνωστές επιπτώσεις στο πολιτισμικό επίπεδο των βαλκανικών και των ελληνόφωνων πληθυσμών! Με αυτή δε τη λογική του «θηρίου», και οι συνεργάτες των ναζιστικών στρατευμάτων κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο και όλοι οι Κουΐσλινγκς στην οικουμένη, που μάλλον στον «κατευνασμό του θηρίου» δηλώνουν ότι αποβλέπουν, κακώς καταδικάζονται και κατά κανόνα εκτελούνται ως προδότες!
Ο Σχολάριος και οι συνεργάτες του φαίνεται ότι επινόησαν και την ιστορία με την κερκόπορτα, ότι δήθεν κάποιος την άφησε ή την ξέχασε ανοικτή κι έτσι εισήλθαν οι Οθωμανοί στην Πόλη. Πρόκειται μάλλον για ένα μύθο, ο οποίος υλοποιούσε με κατανοητό τρόπο τη θεϊκή παρέμβαση για να «τιμωρηθούν» οι αμαρτωλοί και προφανώς απέβλεπε στη συγκάλυψη του γεγονότος ότι η προδοσία είχε συντελεστεί ήδη πολύ πριν αρχίσει η επίθεση των Οθωμανών και ότι η Πόλη ήταν καταδικασμένη από τη στιγμή που συμφωνήθηκε η μοιρασιά εξουσίας μεταξύ του εκκλησιαστικού μηχανισμού και των Τούρκων. Κατά μία άλλη εκδοχή «Πρόκειται για έναν μύθο, που δημιουργήθηκε για να παρηγορηθεί ο κόσμος, που δεν μπορούσε να δεχτεί πως η Πόλη "έπεσε". Ήταν απαραίτητη μια ιστορία προδοσίας για να αποδεχτούν πως η Κων/πολη με τη φημισμένη οχύρωση αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Ας μην αποκλείουμε όμως το γεγονός να υπήρξε κάποιος προδότης, καθώς πίσω από κάθε μύθο υπάρχει κάποια βάση» (Τρ. Μανιάτη-Κοκκίνη).
Η δουλοπρεπέστατη, στη συνέχεια, υποταγή του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην εξουσία των Οθωμανών πιθανόν να σχετίζεται και με μία επιστολή που ετοίμασε και ίσως να απέστειλε ο πάπας Πίος B', πιθανόν στα τέλη του έτους 1461, προς τον Μωάμεθ Β' (Πορθητή) και στην οποία προτείνεται σ' αυτόν (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Xαλίφης αυτοκράτορας ή Καρλομάγνος»):
- να βαπτιστεί και να γίνει χριστιανός και
- να εγκατασταθεί ως νόμιμος ηγεμόνας όλων των λαών της Ανατολής.
Ως προς τη βάπτιση, καθησυχαζόταν ο Μωάμεθ στην παπική επιστολή ότι δεν είναι τίποτα σημαντικό, «θα βραχείς με λίγο νεράκι» - αυτή είναι η εκτίμηση των ανθρώπων της Εκκλησίας για τα «μυστήριά» της. Ως προς δε τη νομιμοποίησή του, υπόσχεται ο Πίος να «σε ονομάσουμε αυτοκράτορα των Eλλήνων και της Aνατολής» («Nos te Graecorum et Orientis imperatorem appellabimus») και να μην «προσφέρουμε πλέον τη βοήθειά μας σε όλους εκείνους τους χριστιανούς που φεύγουν από το κράτος σου και έρχονται σε μας.» Είναι προφανές ότι ο συγκεκριμένος πάπας πλειοδοτούσε έναντι των ανατολικών επισκόπων σε βάρος των υπόδουλων λαών της Ανατολής, ταυτόχρονα καλούσε όμως ο ίδιος επίμονα τους δυτικούς ηγεμόνες να χρηματοδοτήσουν μια σταυροφορία εναντίον των «άπιστων» (Κ.Σάθας: «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα»).
Δεν είναι γνωστό αν έλαβε ο Μωάμεθ ποτέ αυτή την επιστολή, σίγουρα δεν φαίνεται να υπήρξε γραπτή απάντηση. Πάντως το συγκεκριμένο κείμενο, αποτελούμενο από 112 σελίδες, κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή σε διάφορες πόλεις της Δύσης (Ρώμη, Κολωνία, Τρεβίζο) και δεν είναι απίθανο κάποιο αντίγραφό του να έφτασε μέχρι την Κων/πολη, προβληματίζοντας εκεί, τόσο την οθωμανική, όσο και την πατριαρχική πλευρά. Γεγονός είναι ότι ο απανταχού χριστιανισμός εκείνης της εποχής ανταγωνιζόταν σε προτάσεις συνεργασίας και δουλοπρέπειας απέναντι στους Οθωμανούς, με αποκλειστικό στόχο τη συμφωνημένη διανομή της εξουσίας και των σφαιρών επιρροής.
(Stelios Frangopoulos, Στέλιος Φραγκόπουλος)Δεν είναι γνωστό αν έλαβε ο Μωάμεθ ποτέ αυτή την επιστολή, σίγουρα δεν φαίνεται να υπήρξε γραπτή απάντηση. Πάντως το συγκεκριμένο κείμενο, αποτελούμενο από 112 σελίδες, κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή σε διάφορες πόλεις της Δύσης (Ρώμη, Κολωνία, Τρεβίζο) και δεν είναι απίθανο κάποιο αντίγραφό του να έφτασε μέχρι την Κων/πολη, προβληματίζοντας εκεί, τόσο την οθωμανική, όσο και την πατριαρχική πλευρά. Γεγονός είναι ότι ο απανταχού χριστιανισμός εκείνης της εποχής ανταγωνιζόταν σε προτάσεις συνεργασίας και δουλοπρέπειας απέναντι στους Οθωμανούς, με αποκλειστικό στόχο τη συμφωνημένη διανομή της εξουσίας και των σφαιρών επιρροής.