Andrei Markovits: «Uncouth Nation: Why Europe Dislikes America», Εκδόσεις «Princeton University Press»
«Στις μέρες μας η αντιπάθεια για τις ΗΠΑ στην Ευρώπη έχει φτάσει στο κατακόρυφο, κι ενώνει τους Δυτικοευρωπαίους περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο πολιτικό αίσθημα, με εξαίρεση την κοινή εχθρότητα προς το Ισραήλ» γράφει στο βιβλίο του ο A. Μάρκοβιτς, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής και Γερμανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν.
«Από τις γιαγιάδες που ψήφιζαν το αρχισυντηρητικό κόμμα CSU της Βαυαρίας μέχρι τους 30χρονους σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, από τους Φινλανδούς σοσιαλδημοκράτες μέχρι τους Γάλλους γκολίστες και από τους αντίθετους στην παγκοσμιοποίηση μέχρι τους διευθυντές επιχειρήσεων, όλοι ενώθηκαν σ' έναν πολύ δυνατό χορό αντιαμερικανισμού. Και η πολιτική της κυβέρνησης Μπους απλώς τον εκτόξευσε στα ύψη».
Ο Μάρκοβιτς ισχυρίζεται ότι τα αντιαμερικανικά συναισθήματα δεν οφείλονται σ' αυτό που η Αμερική κάνει, αλλά σ' αυτό που είναι. Εστιάζοντας σε χώρες της γηραιάς ηπείρου, ιδιαίτερα στις Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, και δίνοντας συμπληρωματικά παραδείγματα από τις Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Πορτογαλία και Ελλάδα, ο συγγραφέας δείχνει ότι οι αντιπάθειες πηγάζουν από πράγματα που η Αμερική έχει εναγκαλιστεί στην καθημερινή της ζωή -όπως τα σπορ, η γλώσσα, η δουλειά, η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, η υγεία και η δικαιοσύνη- και δεν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του Μπους.
Και ισχυρίζεται ότι μπορεί οι Ευρωπαίοι να είναι πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο, όσον αφορά την καθημερινή τους ζωή και τις καθημερινές τους εμπειρίες, αλλά ο αντιαμερικανισμός τούς παρέχει μια πολύ ισχυρή κοινή ταυτότητα, μια ταυτότητα που οι διάφορες ελίτ είχαν αρχίσει ήδη να χρησιμοποιούν στην προσπάθεια τους να φτιάξουν μια ενωμένη Ευρώπη αντίπαλο των ΗΠΑ. «Ο αντιαμερικανισμός έχει αναχθεί σε ένα είδος δυτικοευρωπαϊκής ligua franca», γράφει ο Μάρκοβιτς.
Αναπτύσσοντας ιστορικά χαρακτηριστικά του αντιαμερικανισμού στην Ευρώπη ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι όλες οι σημερινές συνιστώσες του βρίσκονται σε λόγους διανοουμένων της Ευρώπης από τα τέλη του 18ου αιώνα.
«Ενώ η πολιτική, το στιλ και ο λόγος της κυβέρνησης Μπους -καθώς και του ίδιου του Μπους- έχουν αναμφίβολα επιδεινώσει το αίσθημα του αντιαμερικανισμού ανάμεσα στους Ευρωπαίους και ο αντιαμερικανισμός έχει υιοθετηθεί σ' έναν πρωτόγνωρο βαθμό ενότητας από τις ελίτ και τις μάζες στην Ευρώπη, δεν είναι η κυβέρνηση Μπους η κύρια αιτία του αντιαμερικανισμού. Και είμαι σίγουρος ότι εάν αλλάξει η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον και στη θέση της μπει μια κεντροαριστερή με δημοκρατικό πρόεδρο, δεν πρόκειται να εξαφανίσει τον αντιαμερικανισμό», γράφει χαρακτηριστικά ο Μάρκοβιτς.
Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι η αντίθεση στην πολιτική των ΗΠΑ με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει αντιαμερικανισμό. Είναι φυσικό, γράφει, οι Δυτικοευρωπαίοι να απορρίπτουν και να θεωρούν προσβολή την υβριστική και ανεύθυνη αμερικανική πολιτική - χωρίς να αναφερθούμε στις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τύπου Αμπου Γκράιμπ, Γκουαντάναμο, μυστικές φυλακές της CIA κ.λπ. Ομως παραμένει ένα ουσιαστικό αίσθημα μίσους και πικρίας για την Αμερική, που έχει μια μακρά παράδοση στην Ευρώπη και που έχει ανθήσει άσχετα με τις οποιεσδήποτε πολιτικές.
Το βασικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι η διφορούμενη στάση, η αντιπάθεια και η πικρία απέναντι στις ΗΠΑ ήταν μια σημαντική συνιστώσα της ευρωπαϊκής κουλτούρας από την αμερικανική Επανάσταση κι έπειτα, δηλαδή πολύ πριν η Αμερική γίνει ο παγκόσμιος «Mr. Big» και ο αντίπαλος των δύο κύριων δυνάμεων της Ευρώπης, της Γαλλίας και της Αγγλίας (Κωννα Γιαννούτσου).
«Από τις γιαγιάδες που ψήφιζαν το αρχισυντηρητικό κόμμα CSU της Βαυαρίας μέχρι τους 30χρονους σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, από τους Φινλανδούς σοσιαλδημοκράτες μέχρι τους Γάλλους γκολίστες και από τους αντίθετους στην παγκοσμιοποίηση μέχρι τους διευθυντές επιχειρήσεων, όλοι ενώθηκαν σ' έναν πολύ δυνατό χορό αντιαμερικανισμού. Και η πολιτική της κυβέρνησης Μπους απλώς τον εκτόξευσε στα ύψη».
Ο Μάρκοβιτς ισχυρίζεται ότι τα αντιαμερικανικά συναισθήματα δεν οφείλονται σ' αυτό που η Αμερική κάνει, αλλά σ' αυτό που είναι. Εστιάζοντας σε χώρες της γηραιάς ηπείρου, ιδιαίτερα στις Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, και δίνοντας συμπληρωματικά παραδείγματα από τις Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Πορτογαλία και Ελλάδα, ο συγγραφέας δείχνει ότι οι αντιπάθειες πηγάζουν από πράγματα που η Αμερική έχει εναγκαλιστεί στην καθημερινή της ζωή -όπως τα σπορ, η γλώσσα, η δουλειά, η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, η υγεία και η δικαιοσύνη- και δεν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του Μπους.
Και ισχυρίζεται ότι μπορεί οι Ευρωπαίοι να είναι πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο, όσον αφορά την καθημερινή τους ζωή και τις καθημερινές τους εμπειρίες, αλλά ο αντιαμερικανισμός τούς παρέχει μια πολύ ισχυρή κοινή ταυτότητα, μια ταυτότητα που οι διάφορες ελίτ είχαν αρχίσει ήδη να χρησιμοποιούν στην προσπάθεια τους να φτιάξουν μια ενωμένη Ευρώπη αντίπαλο των ΗΠΑ. «Ο αντιαμερικανισμός έχει αναχθεί σε ένα είδος δυτικοευρωπαϊκής ligua franca», γράφει ο Μάρκοβιτς.
Αναπτύσσοντας ιστορικά χαρακτηριστικά του αντιαμερικανισμού στην Ευρώπη ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι όλες οι σημερινές συνιστώσες του βρίσκονται σε λόγους διανοουμένων της Ευρώπης από τα τέλη του 18ου αιώνα.
«Ενώ η πολιτική, το στιλ και ο λόγος της κυβέρνησης Μπους -καθώς και του ίδιου του Μπους- έχουν αναμφίβολα επιδεινώσει το αίσθημα του αντιαμερικανισμού ανάμεσα στους Ευρωπαίους και ο αντιαμερικανισμός έχει υιοθετηθεί σ' έναν πρωτόγνωρο βαθμό ενότητας από τις ελίτ και τις μάζες στην Ευρώπη, δεν είναι η κυβέρνηση Μπους η κύρια αιτία του αντιαμερικανισμού. Και είμαι σίγουρος ότι εάν αλλάξει η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον και στη θέση της μπει μια κεντροαριστερή με δημοκρατικό πρόεδρο, δεν πρόκειται να εξαφανίσει τον αντιαμερικανισμό», γράφει χαρακτηριστικά ο Μάρκοβιτς.
Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι η αντίθεση στην πολιτική των ΗΠΑ με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει αντιαμερικανισμό. Είναι φυσικό, γράφει, οι Δυτικοευρωπαίοι να απορρίπτουν και να θεωρούν προσβολή την υβριστική και ανεύθυνη αμερικανική πολιτική - χωρίς να αναφερθούμε στις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τύπου Αμπου Γκράιμπ, Γκουαντάναμο, μυστικές φυλακές της CIA κ.λπ. Ομως παραμένει ένα ουσιαστικό αίσθημα μίσους και πικρίας για την Αμερική, που έχει μια μακρά παράδοση στην Ευρώπη και που έχει ανθήσει άσχετα με τις οποιεσδήποτε πολιτικές.
Το βασικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι η διφορούμενη στάση, η αντιπάθεια και η πικρία απέναντι στις ΗΠΑ ήταν μια σημαντική συνιστώσα της ευρωπαϊκής κουλτούρας από την αμερικανική Επανάσταση κι έπειτα, δηλαδή πολύ πριν η Αμερική γίνει ο παγκόσμιος «Mr. Big» και ο αντίπαλος των δύο κύριων δυνάμεων της Ευρώπης, της Γαλλίας και της Αγγλίας (Κωννα Γιαννούτσου).
M.B.W. Τent: «Καρλ Φρίντριχ Γκάους - Ο πρίγκιπας των μαθηματικών», Εκδόσεις «ΤΡΑΥΛΟΣ», σελ. 303.
Μια καθηγήτρια Μαθηματικών στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ έγραψε τη βιογραφία του Γερμανού μαθηματικού, φυσικού και αστρονόμου Καρλ Φρίντριχ Γκάους (Braunschweig 1777 - Goettingen 1855). Ξεκίνησε, λέει, την έρευνα για τη ζωή του Γκάους από ενδιαφέρον να δείξει στους μαθητές της πώς εξελίχθηκε από τα μικράτα του (τριών ετών έκανε προσθέσεις) μια μαθηματική ιδιοφυΐα, ο οποίος στα 23 του είχε ολοκληρώσει το έργο του σχετικά με τη θεωρία των αριθμών, τη «Βασίλισσα των μαθηματικών», όπως την αποκαλούσε. Η Μάργκαρετ Τεντ ταξίδεψε στην πατρίδα του Γκάους για να μελετήσει στοιχεία σχετικά με τη ζωή του και στο Γκέτινγκεν την υποδέχτηκε ο Αξελ Βίτμαν εκ μέρους της Εταιρείας Γκάους και του οικείου Αστεροσκοπείου και της παρείχε κάθε βοήθεια. Το αποτελέσμα είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία η οποία διαβάζεται όχι μόνο και από μη μαθηματικούς αλλά και ευχάριστα. Παρακολουθεί τον Γκάους από τις πρώτες ενδείξεις ότι πρόκειται για ιδιοφυΐα έως την τελευταία του στιγμή. Ο Γκάους υπήρξε τόσο διάσημος που όταν τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατέλαβαν το Μπράουνσβάιχ, ο στρατιωτικός διοικητής έψαξε να δει αν ο μαθηματικός ήταν ζωντανός μετά τις μάχες. Υπήρχε εντολή του ίδιου του Ναπολέοντα να προστατευτεί η ζωή του, κατ' απαίτηση της μαντμαζέλ Σοφί Ζερμέν, η οποία αλληλογραφούσε με τον Γκάους για χρόνια ως ο Γάλλος μαθηματικός μεσιέ Λεμπλάνκ. Αλλά και οι συμπατριώτες του τον τίμησαν και τον αντάμειψαν τον Γκάους για τις υπηρεσίες του προς το κοινό όφελος.
Μοναχοί Νικόδημος & Αγάπιος: «Πηδάλιον - Περί Μαλακίας, Αρσενοκοιτίας, Μοιχείας, Αιμομιξίας και Πορνείας», εκδόσεις «Περίπλους», σελ. 128.
Κάποτε ήταν ο αυστηρός κανόνας των χριστιανών -και κυρίως των μοναχών- αλλά, παρ' όλο που δεν έχει επισήμως αποκηρυχτεί, έχει πια ατονήσει η ισχύς του. Το «Ποινολόγιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας -γιατί αυτό είναι το «Πηδάλιον»- συντάχτηκε το 1793 από δύο λόγιους μοναχούς, τον Αγιορείτη Νικόδημο και τον ιερομόναχο Αγάπιο (πρωτοεκδόθηκε στη Λιψία το 1800) και καθόριζε τις ποινές για παρεκτροπές πιστών. Και εφόσον περιλαμβάνει τιμωρίες, αναγκαστικά περιγράφει και τις λοξοδρομήσεις (π.χ. αυνανισμός, αρσενοκοιτία, μοιχεία, αιμομιξία, πορνεία). Στην έκδοση δίνεται ένα απάνθισμα των σεξουαλικών παρεκτροπών, οι οποίες μαζί με τις τιμωρίες τους μπορεί και να μας κάνουν να ξεχάσουμε τα βάσανα της καθημερινότητας.
(Από τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 16/2/2007)