(ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, BHMA, 27/4/2008)
Επιστήμονες που δηλώνουν άθεοι και συγγραφείς που δηλώνουν πιστοί σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση η οποία τροφοδοτεί νέες θρησκευτικές συγκρούσεις.
Η απήχηση συγγραφέων που «μάχονται το Θεό» τα τελευταία δύο χρόνια στην Αμερική έκανε πολλούς να ανησυχήσουν σοβαρά. Εχει ο καιρός γυρίσματα ακόμη και στη χώρα της θρησκευόμενης Δεξιάς, αφότου ένας 37χρονος συγγραφέας με το βιβλίο του «Το τέλος της πίστης» έφερε τα πάνω κάτω στην κυρίαρχη άποψη ότι η ανθρωπότητα απειλείται από σύγκρουση των πολιτισμών. Εκείνο που την απειλεί, όπως έδειξε ο Σαμ Χάρις, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και στη θρησκεία στον σύγχρονο κόσμο μας. Είναι η επιθυμία να θέσουμε τη λογική στην υπηρεσία των θρησκευτικών πεποιθήσεων ακόμη και όταν αυτές στρέφονται κατά της ανθρωπότητας και δημιουργούν ολοκαυτώματα. Κάτι τέτοιο ακούστηκε ξαφνικά πολύ οικείο σε αρκετούς Αμερικανούς.
Ολα άρχισαν το 2006, όταν ο εκδότης W.W. Norton αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον πτυχιούχο φοιτητή της νευρολογίας να δημοσιεύσει την ιδιόρρυθμη και εξωφρενική επίθεσή του στη θρησκεία. «Το τέλος της πίστης» του άγνωστου Χάρις, από εβραία μητέρα και κουάκερο πατέρα, θα εξέθετε τους κινδύνους και τον παραλογισμό που επιφυλάσσει η οργανωμένη θρησκεία. Ο συγγραφέας δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες για το άτομό του ώστε να μη γίνει στόχος επιθέσεων, αλλά το βιβλίο έμεινε για 33 εβδομάδες στις λίστες μπεστ σέλερ των «New York Times».
Σαν να δόθηκε ένα σύνθημα στον αέρα, η αμέσως επόμενη έκπληξη προήλθε την ίδια χρονιά από το βιβλίο «Η περί του Θεού αυταπάτη» του 67χρονου βρετανού εθνολόγου, βιολόγου και αθεϊστή Ρίτσαρντ Ντόκινς, το οποίο εισέβαλε στις λίστες των «New York Times» για 22 εβδομάδες. Αυτός ήταν ήδη γνωστός από το 1976 με το «Εγωιστικό γονίδιο» (The Selfish Gene), με πολλές εκδόσεις και μεταφράσεις σε 13 γλώσσες, το οποίο απέκτησε νέα δυναμική μετά τη θυελλώδη επανεμφάνιση του συγγραφέα του. Οχι τόσο άσχετο με το θέμα και αυτό, αφού αναφέρεται στη μάχη μεταξύ του Καλού και του Κακού μέσα στο ανθρώπινο γονίδιο - και όχι μόνο στη θρησκεία -, αναμένεται επίσης στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάτοπτρο.
Αθεϊστικές οργανώσεις
Την ίδια χρονιά ο 66χρονος αμερικανός φιλόσοφος, νευρολόγος, γλωσσολόγος, ψυχολόγος και θιασώτης της τεχνητής νοημοσύνης Ντάνιελ Ντένετ, ο οποίος λογίζεται ως ο νέος Μπέρτραντ Ράσελ του καιρού μας, εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Απομυθοποίηση. Καταρρίπτοντας τον μύθο της θρησκείας», όπου πρεσβεύει μια επιστημονική, ορθολογική εξέταση της θρησκείας ώστε να καταλάβουμε ποιον σκοπό εξυπηρετεί στον πολιτισμό μας, και συνάντησε τους άλλους σε επιτυχία. Ο δε Χάρις χρειάστηκε να εκδώσει ένα δεύτερο επεξηγηματικό βιβλίο, την «Επιστολή προς ένα χριστιανικό έθνος», ως απάντηση στις επικρίσεις που δέχθηκε, και για μία ακόμη φορά έλαβε θέση στα βιβλιοπωλεία όλων των αεροδρομίων της χώρας.
Το 2007 ήρθε η χαριστική βολή με το βιβλίο «God is not great» του γνωστού σε εμάς 59χρονου αμερικανο-βρετανού δημοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς, ανταποκριτή για χρόνια στην Κύπρο, το οποίο επίσης έγινε αυτομάτως μπεστ σέλερ. Η χώρα μας ακολουθεί τη σχετική συζήτηση κατά πόδας, ενώ ένα ρεύμα ελλήνων αθέων εμφανίστηκε στο atheoi. org, κατά το πρότυπο του αμερικανικού Atheist Alliance International, «της μόνης δημοκρατικής εθνικής αθεϊστικής οργάνωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Στις 3 Μαρτίου 2008 οι «New York Times» θέλησαν να καθησυχάσουν τους πιστούς με άρθρο της Lori Smith: «Τα μπεστ σέλερ των αθέων πυροδότησαν την περιφρούρηση της πίστης. Στην τρέχουσα πολιτιστική διαμάχη γύρω από τον Θεό και την πίστη, ένα πράγμα είναι σίγουρο: όσο κυκλοφορούν μπεστ σέλερ άθεων συγγραφέων τόσο θα εμφανίζονται και βιβλία-αποκρίσεις, με το παραπάνω.
Και ενώ τα πρώτα από αυτά, όπως "Η αυταπάτη του Ντόκινς" του Αλιστερ Μακ Γραφ (InterVarsity 2007), αποκρίνονταν σε συγκεκριμένα βιβλία - ή όπως στην περίπτωση του "Υπάρχει Θεός" του Αντονι Φλιου (HarperOne 2007) που αποκρινόταν στην πνευματική πορεία ενός συγκεκριμένου ατόμου -, τώρα οι συγγραφείς άρχισαν να απαντούν στους "νέους άθεους" συλλήβδην, σαν σε ομάδα ή κίνημα. Ο Φίλιπ Λο, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Westminster John Knox, ζήτησε από τον Τζον Χάου, καθηγητή Επιστημών και Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Georgetown της Ουάσιγκτον, να συγγράψει το έργο "God and the New Atheism" για να εκδοθεί τον Δεκέμβριο. "Απ' όσο γνωρίζω" είπε ο Λο "δεν εμφανίστηκε καμία αξιόπιστη απόκριση σε όλους αυτούς τους νέους άθεους"».
Ολέθρια επίδραση
Είναι αλήθεια ότι η θρησκευόμενη Αμερική είχε περάσει αμέσως στην αντεπίθεση. Πέρα από μια σειρά χριστιανικών «απολογιών» που δημοσιεύθηκαν κατά την παραδοσιακή τακτική, προσπάθησαν να εξηγήσουν τον αντίκτυπο των άθεων συγγραφέων. Στις 3 Δεκεμβρίου του 2007, η Katha Pollitt στον «Spectator» έγραψε: «Πόσο πιθανό είναι τα 1,3 δισ. μουσουλμάνοι του κόσμου να ξυπνήσουν ένα πρωί έτοιμοι να εγκαταλείψουν την πατρογονική θρησκεία τους; Ακόμη κι αν είσαι ένας στιβαρός άθεος τύπου Σαμ Χάρις και θεωρείς ότι η θρησκεία είναι εντελώς χαζή -σφαίρα επιρροής δικολάβων και τρελών-, θα πρέπει να αναγνωρίσεις ότι είναι μάλλον απίθανο να πείσεις έναν ευσεβή άνθρωπο για τις απόψεις σου στο εγγύς μέλλον. Δεν περιμένεις βέβαια να βρεις απήχηση πετσοκόβοντας τον λουθηρανισμό ή τον βουδισμό. Δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στο δικό μου μυαλό ότι είναι ο τρόμος μπροστά στο εμπόλεμο Ισλάμ και ο φόβος της μουσουλμανικής μετανάστευσης στη Δύση που κρύβονται εν πολλοίς πίσω από την πρόσφατη απήχηση των αθέων».
Η εξήγηση δεν φάνηκε ικανοποιητική σε όλους. Η Lisa Miller στον «Newsweek» στις 31 Δεκεμβρίου 2007 διαπίστωσε άλλη δυναμική: «Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι το 2007 ήταν η χρονιά νίκης των αθέων. Δεν κατάφεραν να μετατρέψουν το 86% των Αμερικανών που λένε ότι πιστεύουν στον Θεό σε απίστους - αλλά μάλλον δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Με μια σταθερή ροή μπεστ σέλερ, οι θορυβώδεις άθεοι κατάφεραν να φέρουν την ολέθρια επίδραση της πίστης στο προσκήνιο. Ο αριθμός των ατόμων που δεν είχαν πρόβλημα να δηλώσουν στα γκάλοπ ότι δεν πιστεύουν στον Θεό κινήθηκε με μικρά βήματα στο 6% - από 2% που ήταν το 2001».
Θύματα ρατσισμού
Και πάλι το ερώτημα παρέμενε: επί σειρά δεκαετιών οι άθεοι αισθάνονταν θύματα ρατσισμού στην Αμερική, πώς έριξαν τώρα ξαφνικά το γάντι; Ο Will Hutton παρουσίασε μια εύλογη εξήγηση στον «Guardian» στις 25 Φεβρουαρίου 2007: «Διαγράφονται κύκλοι στην αμερικανική πολιτική ζωή, όπως έδειξε ο ιστορικός Αρτουρ Σλέσινγκερ. Τέρμινα συντηρητισμού και προσωπικών επιδιώξεων εναλλάσσονται με περιόδους φιλελευθερισμού και κοινής ευψυχίας - με χρόνια αναταραχής ενδιαμέσως. Προκύπτει μια αμφιταλάντευση στο εκκρεμές της πολιτιστικής ταυτότητας και το κλειδί σε αυτή την υπόθεση είναι η θρησκεία. Για πάνω από 25 χρόνια η επιθετική συντηρητική χριστιανική Εκκλησία των Ευαγγελικών καθόριζε το πολιτικό και πολιτιστικό σκηνικό.
Τον Νοέμβριο του 2004 σχεδόν η μισή Γερουσία και τα δύο τρίτα της Βουλής των Αντιπροσώπων είχαν παραδοθεί στις επιταγές της, όπως στην περίπτωση της απαγόρευσης των αμβλώσεων. Τα πράγματα δυσκόλεψαν για τη θρησκευόμενη Δεξιά ύστερα από μια σειρά σκάνδαλα, οπότε η κοσμική Αμερική άρχισε σιγά σιγά να επαναπροσδιορίζει την ταυτότητά της. Ακόμη και οι χριστιανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τόση πολιτικοποίηση της θρησκείας και την πρόσδεσή της σε ένα κόμμα μόνο. Στο μεταξύ ο ισλαμικός φονταμενταλισμός τους θύμισε το ειδικό βάρος του δικού τους Αμερικανικού Συντάγματος - το οποίο όριζε ότι η θρησκεία και το κράτος πρέπει να διατηρούν απόσταση.
Τον Ιούλιο του 2007, σε σχετικό γκάλοπ, το 49% απάντησε ότι οι συντηρητικοί χριστιανοί το έχουν παρατραβήξει στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τις θρησκευτικές αξίες τους σε όλη τη χώρα. Εμφανίστηκε μια πλειοψηφία υπέρ της επιστημονικής άποψης που αμφισβητούσε ότι η Βίβλος είναι ο αληθινός λόγος του Θεού, και αυτή βρήκε την αντανάκλασή της σε ένα μυστηριώδες μικρό βιβλιαράκι, την "Επιστολή σε ένα χριστιανικό έθνος" του Σαμ Χάρις, όπου παρουσιάζονταν όλες οι αδυναμίες της Βίβλου».
Η παράδοση του αθεϊσμού κρατάει βεβαίως από τον Βολταίρο, τον Νίτσε, τον Μπέρτραντ Ράσελ και τον Ζαν Πολ Σαρτρ, στον οποίο ανήκει ο μνημειώδης αφορισμός: «Ο Θεός δεν υπάρχει, το κάθαρμα!». Σήμερα, ωστόσο, οι νέοι αθεϊστές περισσότερο καταφέρονται κατά των θρησκειών παρά ενδιαφέρονται για την ύπαρξη ή όχι του Θεού. Ο γάλλος αθεϊστής Μισέλ Ονφρέ, ο οποίος εμφανίστηκε στην Ευρώπη την ίδια περίπου εποχή με το δικό του μπεστ σέλερ «Πραγματεία περί αθεολογίας» - στα ελληνικά σε μετάφραση Σαπφώς Διαμάντη, από τις εκδόσεις Εξάντας (2006) -, αποδέχεται ότι ο Θεός δεν μπορεί να πεθάνει αφού οι άνθρωποι τον αναζητούν διαρκώς, αλλά οι θρησκείες καλό θα ήταν να εξαφανιστούν. Και αυτό γιατί η ουσία των θρησκειών δεν είναι η αγάπη, αλλά το μίσος και η στήριξη των ισχυρών.
Ολα άρχισαν το 2006, όταν ο εκδότης W.W. Norton αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον πτυχιούχο φοιτητή της νευρολογίας να δημοσιεύσει την ιδιόρρυθμη και εξωφρενική επίθεσή του στη θρησκεία. «Το τέλος της πίστης» του άγνωστου Χάρις, από εβραία μητέρα και κουάκερο πατέρα, θα εξέθετε τους κινδύνους και τον παραλογισμό που επιφυλάσσει η οργανωμένη θρησκεία. Ο συγγραφέας δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες για το άτομό του ώστε να μη γίνει στόχος επιθέσεων, αλλά το βιβλίο έμεινε για 33 εβδομάδες στις λίστες μπεστ σέλερ των «New York Times».
Σαν να δόθηκε ένα σύνθημα στον αέρα, η αμέσως επόμενη έκπληξη προήλθε την ίδια χρονιά από το βιβλίο «Η περί του Θεού αυταπάτη» του 67χρονου βρετανού εθνολόγου, βιολόγου και αθεϊστή Ρίτσαρντ Ντόκινς, το οποίο εισέβαλε στις λίστες των «New York Times» για 22 εβδομάδες. Αυτός ήταν ήδη γνωστός από το 1976 με το «Εγωιστικό γονίδιο» (The Selfish Gene), με πολλές εκδόσεις και μεταφράσεις σε 13 γλώσσες, το οποίο απέκτησε νέα δυναμική μετά τη θυελλώδη επανεμφάνιση του συγγραφέα του. Οχι τόσο άσχετο με το θέμα και αυτό, αφού αναφέρεται στη μάχη μεταξύ του Καλού και του Κακού μέσα στο ανθρώπινο γονίδιο - και όχι μόνο στη θρησκεία -, αναμένεται επίσης στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάτοπτρο.
Αθεϊστικές οργανώσεις
Την ίδια χρονιά ο 66χρονος αμερικανός φιλόσοφος, νευρολόγος, γλωσσολόγος, ψυχολόγος και θιασώτης της τεχνητής νοημοσύνης Ντάνιελ Ντένετ, ο οποίος λογίζεται ως ο νέος Μπέρτραντ Ράσελ του καιρού μας, εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Απομυθοποίηση. Καταρρίπτοντας τον μύθο της θρησκείας», όπου πρεσβεύει μια επιστημονική, ορθολογική εξέταση της θρησκείας ώστε να καταλάβουμε ποιον σκοπό εξυπηρετεί στον πολιτισμό μας, και συνάντησε τους άλλους σε επιτυχία. Ο δε Χάρις χρειάστηκε να εκδώσει ένα δεύτερο επεξηγηματικό βιβλίο, την «Επιστολή προς ένα χριστιανικό έθνος», ως απάντηση στις επικρίσεις που δέχθηκε, και για μία ακόμη φορά έλαβε θέση στα βιβλιοπωλεία όλων των αεροδρομίων της χώρας.
Το 2007 ήρθε η χαριστική βολή με το βιβλίο «God is not great» του γνωστού σε εμάς 59χρονου αμερικανο-βρετανού δημοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς, ανταποκριτή για χρόνια στην Κύπρο, το οποίο επίσης έγινε αυτομάτως μπεστ σέλερ. Η χώρα μας ακολουθεί τη σχετική συζήτηση κατά πόδας, ενώ ένα ρεύμα ελλήνων αθέων εμφανίστηκε στο atheoi. org, κατά το πρότυπο του αμερικανικού Atheist Alliance International, «της μόνης δημοκρατικής εθνικής αθεϊστικής οργάνωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Στις 3 Μαρτίου 2008 οι «New York Times» θέλησαν να καθησυχάσουν τους πιστούς με άρθρο της Lori Smith: «Τα μπεστ σέλερ των αθέων πυροδότησαν την περιφρούρηση της πίστης. Στην τρέχουσα πολιτιστική διαμάχη γύρω από τον Θεό και την πίστη, ένα πράγμα είναι σίγουρο: όσο κυκλοφορούν μπεστ σέλερ άθεων συγγραφέων τόσο θα εμφανίζονται και βιβλία-αποκρίσεις, με το παραπάνω.
Και ενώ τα πρώτα από αυτά, όπως "Η αυταπάτη του Ντόκινς" του Αλιστερ Μακ Γραφ (InterVarsity 2007), αποκρίνονταν σε συγκεκριμένα βιβλία - ή όπως στην περίπτωση του "Υπάρχει Θεός" του Αντονι Φλιου (HarperOne 2007) που αποκρινόταν στην πνευματική πορεία ενός συγκεκριμένου ατόμου -, τώρα οι συγγραφείς άρχισαν να απαντούν στους "νέους άθεους" συλλήβδην, σαν σε ομάδα ή κίνημα. Ο Φίλιπ Λο, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Westminster John Knox, ζήτησε από τον Τζον Χάου, καθηγητή Επιστημών και Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Georgetown της Ουάσιγκτον, να συγγράψει το έργο "God and the New Atheism" για να εκδοθεί τον Δεκέμβριο. "Απ' όσο γνωρίζω" είπε ο Λο "δεν εμφανίστηκε καμία αξιόπιστη απόκριση σε όλους αυτούς τους νέους άθεους"».
Ολέθρια επίδραση
Είναι αλήθεια ότι η θρησκευόμενη Αμερική είχε περάσει αμέσως στην αντεπίθεση. Πέρα από μια σειρά χριστιανικών «απολογιών» που δημοσιεύθηκαν κατά την παραδοσιακή τακτική, προσπάθησαν να εξηγήσουν τον αντίκτυπο των άθεων συγγραφέων. Στις 3 Δεκεμβρίου του 2007, η Katha Pollitt στον «Spectator» έγραψε: «Πόσο πιθανό είναι τα 1,3 δισ. μουσουλμάνοι του κόσμου να ξυπνήσουν ένα πρωί έτοιμοι να εγκαταλείψουν την πατρογονική θρησκεία τους; Ακόμη κι αν είσαι ένας στιβαρός άθεος τύπου Σαμ Χάρις και θεωρείς ότι η θρησκεία είναι εντελώς χαζή -σφαίρα επιρροής δικολάβων και τρελών-, θα πρέπει να αναγνωρίσεις ότι είναι μάλλον απίθανο να πείσεις έναν ευσεβή άνθρωπο για τις απόψεις σου στο εγγύς μέλλον. Δεν περιμένεις βέβαια να βρεις απήχηση πετσοκόβοντας τον λουθηρανισμό ή τον βουδισμό. Δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στο δικό μου μυαλό ότι είναι ο τρόμος μπροστά στο εμπόλεμο Ισλάμ και ο φόβος της μουσουλμανικής μετανάστευσης στη Δύση που κρύβονται εν πολλοίς πίσω από την πρόσφατη απήχηση των αθέων».
Η εξήγηση δεν φάνηκε ικανοποιητική σε όλους. Η Lisa Miller στον «Newsweek» στις 31 Δεκεμβρίου 2007 διαπίστωσε άλλη δυναμική: «Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι το 2007 ήταν η χρονιά νίκης των αθέων. Δεν κατάφεραν να μετατρέψουν το 86% των Αμερικανών που λένε ότι πιστεύουν στον Θεό σε απίστους - αλλά μάλλον δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Με μια σταθερή ροή μπεστ σέλερ, οι θορυβώδεις άθεοι κατάφεραν να φέρουν την ολέθρια επίδραση της πίστης στο προσκήνιο. Ο αριθμός των ατόμων που δεν είχαν πρόβλημα να δηλώσουν στα γκάλοπ ότι δεν πιστεύουν στον Θεό κινήθηκε με μικρά βήματα στο 6% - από 2% που ήταν το 2001».
Θύματα ρατσισμού
Και πάλι το ερώτημα παρέμενε: επί σειρά δεκαετιών οι άθεοι αισθάνονταν θύματα ρατσισμού στην Αμερική, πώς έριξαν τώρα ξαφνικά το γάντι; Ο Will Hutton παρουσίασε μια εύλογη εξήγηση στον «Guardian» στις 25 Φεβρουαρίου 2007: «Διαγράφονται κύκλοι στην αμερικανική πολιτική ζωή, όπως έδειξε ο ιστορικός Αρτουρ Σλέσινγκερ. Τέρμινα συντηρητισμού και προσωπικών επιδιώξεων εναλλάσσονται με περιόδους φιλελευθερισμού και κοινής ευψυχίας - με χρόνια αναταραχής ενδιαμέσως. Προκύπτει μια αμφιταλάντευση στο εκκρεμές της πολιτιστικής ταυτότητας και το κλειδί σε αυτή την υπόθεση είναι η θρησκεία. Για πάνω από 25 χρόνια η επιθετική συντηρητική χριστιανική Εκκλησία των Ευαγγελικών καθόριζε το πολιτικό και πολιτιστικό σκηνικό.
Τον Νοέμβριο του 2004 σχεδόν η μισή Γερουσία και τα δύο τρίτα της Βουλής των Αντιπροσώπων είχαν παραδοθεί στις επιταγές της, όπως στην περίπτωση της απαγόρευσης των αμβλώσεων. Τα πράγματα δυσκόλεψαν για τη θρησκευόμενη Δεξιά ύστερα από μια σειρά σκάνδαλα, οπότε η κοσμική Αμερική άρχισε σιγά σιγά να επαναπροσδιορίζει την ταυτότητά της. Ακόμη και οι χριστιανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τόση πολιτικοποίηση της θρησκείας και την πρόσδεσή της σε ένα κόμμα μόνο. Στο μεταξύ ο ισλαμικός φονταμενταλισμός τους θύμισε το ειδικό βάρος του δικού τους Αμερικανικού Συντάγματος - το οποίο όριζε ότι η θρησκεία και το κράτος πρέπει να διατηρούν απόσταση.
Τον Ιούλιο του 2007, σε σχετικό γκάλοπ, το 49% απάντησε ότι οι συντηρητικοί χριστιανοί το έχουν παρατραβήξει στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τις θρησκευτικές αξίες τους σε όλη τη χώρα. Εμφανίστηκε μια πλειοψηφία υπέρ της επιστημονικής άποψης που αμφισβητούσε ότι η Βίβλος είναι ο αληθινός λόγος του Θεού, και αυτή βρήκε την αντανάκλασή της σε ένα μυστηριώδες μικρό βιβλιαράκι, την "Επιστολή σε ένα χριστιανικό έθνος" του Σαμ Χάρις, όπου παρουσιάζονταν όλες οι αδυναμίες της Βίβλου».
Η παράδοση του αθεϊσμού κρατάει βεβαίως από τον Βολταίρο, τον Νίτσε, τον Μπέρτραντ Ράσελ και τον Ζαν Πολ Σαρτρ, στον οποίο ανήκει ο μνημειώδης αφορισμός: «Ο Θεός δεν υπάρχει, το κάθαρμα!». Σήμερα, ωστόσο, οι νέοι αθεϊστές περισσότερο καταφέρονται κατά των θρησκειών παρά ενδιαφέρονται για την ύπαρξη ή όχι του Θεού. Ο γάλλος αθεϊστής Μισέλ Ονφρέ, ο οποίος εμφανίστηκε στην Ευρώπη την ίδια περίπου εποχή με το δικό του μπεστ σέλερ «Πραγματεία περί αθεολογίας» - στα ελληνικά σε μετάφραση Σαπφώς Διαμάντη, από τις εκδόσεις Εξάντας (2006) -, αποδέχεται ότι ο Θεός δεν μπορεί να πεθάνει αφού οι άνθρωποι τον αναζητούν διαρκώς, αλλά οι θρησκείες καλό θα ήταν να εξαφανιστούν. Και αυτό γιατί η ουσία των θρησκειών δεν είναι η αγάπη, αλλά το μίσος και η στήριξη των ισχυρών.