Προ ημερών μου λέει μια καλή φίλη: «Να πας να δεις την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, είναι καταπληκτικός!» Ρωτώντας την διάφορα πληροφορούμαι ότι, πέρα από το θέμα του θεατρικού έργου, η φίλη εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι ο γνωστός και εκλεκτός αυτός ηθοποιός και σκηνοθέτης παίζει μόνος του στη σκηνή επί δύο ώρες.
«Όταν πήγα να τον συγχαρώ, μετά το τέλος της παράστασης», μου λέει η φίλη, «φαινόταν πολύ κουρασμένος, είναι πενηντάρης και βάλε!» Ζήτησα μερικές ακόμα πληροφορίες: Κάνει διάλειμμα; Μιλάει διαρκώς; Κινείται στη σκηνή; Όλα απαντήθηκαν καταφατικά. Και όλα αυτά κάνουν την παράσταση εντυπωσιακή και τον κ. Λ.Β. «καταπληκτικό».
Δεν ζηλεύω καθόλου τη δουλειά και τη φήμη του κ. Λ.Β. και δεν συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί του, ούτε φιλοδόξησα ποτέ να βγω σε θεατρική σκηνή. Γεγονός είναι όμως ότι από ηλικία 21-22 ετών δίνω παραστάσεις μπροστά σε μεγάλα ακροατήρια, διδάσκοντας (θεωρία ή ασκήσεις) Μαθηματικά και Ηλεκτρομαγνητισμό, Εφαρμογές Υπολογιστών και Ιστορία της Τεχνολογίας.
Περίπου 30 ετών δίδασκα στο εξωτερικό συχνά σε μεγάλο αμφιθέατρο, μερικές φορές ενώπιον 200-250 φοιτητών, όταν απουσίαζε ο αρμόδιος καθηγητής (αρρώσταινε συχνά). Μερικοί από τους φοιτητές δεν καταλάβαιναν, πώς συμβαίνει να έχω γερμανικό επώνυμο αλλά να μιλάω με ξένη προφορά – νόμιζαν ότι είμαι εγώ ο καθηγητής, του οποίου το όνομα έβλεπαν στο πρόγραμμα.
Και έπρεπε σ' αυτές τις «παραστάσεις» να είμαι πολύ καλός σε πολλούς τομείς: να μιλάω σωστά τη γλώσσα, να έχει η παρουσίαση της ύλης μια συνοχή, να μην κάνω λάθη στις αποδείξεις ή στα παραδείγματα που έλυνα, να πω την κατάλληλη στιγμή και κάποιο αστείο για χαλάρωση της έντασης, χωρίς να περιπέσει το μάθημα σε χαβαλέ. Στα μεγάλα ακροατήρια, πάντα με μικρόφωνο (ψείρα) στο στήθος και με ενοχλητική αντήχηση της φωνής από τα μεγάφωνα της αίθουσας.
Αυτός ο ρυθμός συνεχίστηκε και εξελίχθηκε, διαρκεί μέχρι σήμερα. Συνεχώς δίωρα, μερικές φορές και τετράωρα ημερησίως, με ένα δεκάλεπτο διάλειμμα στη μέση. Κάθε φορά σκηνοθέτης και εκτελεστής μιας παράστασης. Μόνος, ομιλητής και συζητητής, να αναπτύσσεις το περιεχόμενο του μαθήματος και να απαντάς σε ερωτήσεις. Και ποτέ το ίδιο «θεατρικό έργο», κάθε μέρα παρακάτω, 13-15 διαφορετικά δίωρα σε κάθε μάθημα ανά εξάμηνο. Να σε κοιτάζουν συνήθως 50-60 ή και περισσότερα ζευγάρια μάτια και να σχολιάζουν ψιθυριστά, αν είσαι αξύριστος ή ακούρευτος, με νέα γυαλιά, με σκονισμένα παπούτσια κ.ο.κ.
Κάθε φορά επαγωγική ανάπτυξη του διδακτικού αντικειμένου, από τα απλά στα δύσκολα, με αποδείξεις, με σχήματα, με καμπύλες, με διαφορετικά χρώματα κιμωλίας ή μαρκαδόρου, με επίλυση ασκήσεων και το κομπιουτεράκι στο χέρι, εννοείται χωρίς κανένα σκονάκι. Με επανάληψη γνώσεων από άλλα μαθήματα, από το σχολείο ή από προηγούμενα εξάμηνα.
Και στο τέλος, μετά το δίωρο, κατάκοπος στο γραφείο, να δέχεσαι φοιτητές, όχι για να πάρεις συγχαρητήρια, αλλά για να δώσεις εσύ συμπληρωματικές πληροφορίες, για συμπληρωματική βιβλιογραφία, για ασκήσεις, τι θέματα μπαίνουν στην εξέταση, αν υπάρχουν παλιά φυλλάδια με θέματα, αν θα γίνει την άλλη εβδομάδα μάθημα, αν μπορούν να παραδώσουν την εργασία μια άλλη εβδομάδα ή τον άλλο μήνα, να δουν το γραπτό της εξέτασης και να ενημερωθούν για τα λάθη που έγιναν, να μάθουν αν ο βαθμός που πήραν αντιστοιχεί με την ποιότητα του γραπτού που παρέδωσαν και άλλα πολλά, σημαντικά και ασήμαντα.
Δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήμουν «καταπληκτικός», απλά έκανα τη δουλειά που έμαθα και ήξερα. Ο ηθοποιός που κάνει περίπου τα ίδια, ίσως και λιγότερα, είναι όμως «καταπληκτικός»! Ρώτησα άλλους συναδέλφους, νέους και παλιότερους, αν είχαν δεχτεί ποτέ συγχαρητήρια από σπουδαστές, αν κάποιος τους χαρακτήρισε «καταπληκτικούς» ή έστω «καλούς». Τίποτα, ουδείς!
Με προβληματίζει πολύ η σύγκριση της δικής μου δουλειάς με εκείνη του ηθοποιού, την οποία δεν υποτιμώ καθόλου.
«Όταν πήγα να τον συγχαρώ, μετά το τέλος της παράστασης», μου λέει η φίλη, «φαινόταν πολύ κουρασμένος, είναι πενηντάρης και βάλε!» Ζήτησα μερικές ακόμα πληροφορίες: Κάνει διάλειμμα; Μιλάει διαρκώς; Κινείται στη σκηνή; Όλα απαντήθηκαν καταφατικά. Και όλα αυτά κάνουν την παράσταση εντυπωσιακή και τον κ. Λ.Β. «καταπληκτικό».
Δεν ζηλεύω καθόλου τη δουλειά και τη φήμη του κ. Λ.Β. και δεν συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί του, ούτε φιλοδόξησα ποτέ να βγω σε θεατρική σκηνή. Γεγονός είναι όμως ότι από ηλικία 21-22 ετών δίνω παραστάσεις μπροστά σε μεγάλα ακροατήρια, διδάσκοντας (θεωρία ή ασκήσεις) Μαθηματικά και Ηλεκτρομαγνητισμό, Εφαρμογές Υπολογιστών και Ιστορία της Τεχνολογίας.
Περίπου 30 ετών δίδασκα στο εξωτερικό συχνά σε μεγάλο αμφιθέατρο, μερικές φορές ενώπιον 200-250 φοιτητών, όταν απουσίαζε ο αρμόδιος καθηγητής (αρρώσταινε συχνά). Μερικοί από τους φοιτητές δεν καταλάβαιναν, πώς συμβαίνει να έχω γερμανικό επώνυμο αλλά να μιλάω με ξένη προφορά – νόμιζαν ότι είμαι εγώ ο καθηγητής, του οποίου το όνομα έβλεπαν στο πρόγραμμα.
Και έπρεπε σ' αυτές τις «παραστάσεις» να είμαι πολύ καλός σε πολλούς τομείς: να μιλάω σωστά τη γλώσσα, να έχει η παρουσίαση της ύλης μια συνοχή, να μην κάνω λάθη στις αποδείξεις ή στα παραδείγματα που έλυνα, να πω την κατάλληλη στιγμή και κάποιο αστείο για χαλάρωση της έντασης, χωρίς να περιπέσει το μάθημα σε χαβαλέ. Στα μεγάλα ακροατήρια, πάντα με μικρόφωνο (ψείρα) στο στήθος και με ενοχλητική αντήχηση της φωνής από τα μεγάφωνα της αίθουσας.
Αυτός ο ρυθμός συνεχίστηκε και εξελίχθηκε, διαρκεί μέχρι σήμερα. Συνεχώς δίωρα, μερικές φορές και τετράωρα ημερησίως, με ένα δεκάλεπτο διάλειμμα στη μέση. Κάθε φορά σκηνοθέτης και εκτελεστής μιας παράστασης. Μόνος, ομιλητής και συζητητής, να αναπτύσσεις το περιεχόμενο του μαθήματος και να απαντάς σε ερωτήσεις. Και ποτέ το ίδιο «θεατρικό έργο», κάθε μέρα παρακάτω, 13-15 διαφορετικά δίωρα σε κάθε μάθημα ανά εξάμηνο. Να σε κοιτάζουν συνήθως 50-60 ή και περισσότερα ζευγάρια μάτια και να σχολιάζουν ψιθυριστά, αν είσαι αξύριστος ή ακούρευτος, με νέα γυαλιά, με σκονισμένα παπούτσια κ.ο.κ.
Κάθε φορά επαγωγική ανάπτυξη του διδακτικού αντικειμένου, από τα απλά στα δύσκολα, με αποδείξεις, με σχήματα, με καμπύλες, με διαφορετικά χρώματα κιμωλίας ή μαρκαδόρου, με επίλυση ασκήσεων και το κομπιουτεράκι στο χέρι, εννοείται χωρίς κανένα σκονάκι. Με επανάληψη γνώσεων από άλλα μαθήματα, από το σχολείο ή από προηγούμενα εξάμηνα.
Και στο τέλος, μετά το δίωρο, κατάκοπος στο γραφείο, να δέχεσαι φοιτητές, όχι για να πάρεις συγχαρητήρια, αλλά για να δώσεις εσύ συμπληρωματικές πληροφορίες, για συμπληρωματική βιβλιογραφία, για ασκήσεις, τι θέματα μπαίνουν στην εξέταση, αν υπάρχουν παλιά φυλλάδια με θέματα, αν θα γίνει την άλλη εβδομάδα μάθημα, αν μπορούν να παραδώσουν την εργασία μια άλλη εβδομάδα ή τον άλλο μήνα, να δουν το γραπτό της εξέτασης και να ενημερωθούν για τα λάθη που έγιναν, να μάθουν αν ο βαθμός που πήραν αντιστοιχεί με την ποιότητα του γραπτού που παρέδωσαν και άλλα πολλά, σημαντικά και ασήμαντα.
Δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήμουν «καταπληκτικός», απλά έκανα τη δουλειά που έμαθα και ήξερα. Ο ηθοποιός που κάνει περίπου τα ίδια, ίσως και λιγότερα, είναι όμως «καταπληκτικός»! Ρώτησα άλλους συναδέλφους, νέους και παλιότερους, αν είχαν δεχτεί ποτέ συγχαρητήρια από σπουδαστές, αν κάποιος τους χαρακτήρισε «καταπληκτικούς» ή έστω «καλούς». Τίποτα, ουδείς!
Με προβληματίζει πολύ η σύγκριση της δικής μου δουλειάς με εκείνη του ηθοποιού, την οποία δεν υποτιμώ καθόλου.
- Μήπως εκτιμάται υψηλότερα ο ηθοποιός επειδή υποδύεται ένα ρόλο που δεν είναι ο ίδιος αλλά πρέπει να φαίνεται σαν να ήταν ο εαυτός του; Μα και ο δάσκαλος έρχεται κάθε φορά στο επίπεδο του μαθητή του και προσπαθεί να δει τα πράγματα από τη σκοπιά του αδαή. Συνδέει τα διαθέσιμα κομμάτια γνώσης για να δημιουργήσει κάτι νέο, άγνωστο ακόμα στους ακροατές του. Αν ο δάσκαλος που διδάσκει την αλφαβήτα συμπεριφερθεί όπως ο πραγματικός εαυτός του, τα παιδιά ούτε που θα καταλάβουν ποτέ, τί είναι αυτά που μουτζουρώνει ο «κύριος» στον πίνακα. Αν ο καθηγητής διδάσκει τον Ηλεκτρομαγνητισμό, τη Χημεία Τροφίμων ή τη Θερμοδυναμική σαν να επικοινωνεί και ανταλλάσσει απόψεις με συνάδελφό του, θα χάσει σε μερικά λεπτά όλο το ακροατήριο.
- Μήπως ο ηθοποιός μπορεί να είναι «καταπληκτικός», επειδή πληρώνεται από τους θεατρόφιλους για να τον δουν και ακούσουν να παίζει, ενώ ο δάσκαλος τούς είναι περίπου αδιάφορος επειδή διδάσκει «δωρεάν» και οι φοιτητές μπαινοβγαίνουν στην αίθουσα, όποτε θέλουν; Μήπως υποτιμούν τον καθηγητή, επειδή η εκπαιδευτική παράστασή του επαναλαμβάνεται το επόμενο, το μεθεπόμενο και το παράλλο εξάμηνο, απεριόριστα; Είναι γνωστό ότι κανείς δεν εκτιμάει το τσάμπα και στις πολλαπλές παραστάσεις πηγαίνει καθένας όποτε βολεύεται!
- Μήπως κρίνουν ευνοϊκά τον ηθοποιό, επειδή στο θέατρο κανείς δεν θα τους εξετάσει, αν κατάλαβαν το έργο, αν μπορούν να περιγράψουν την υπόθεση, αν μπορούν να διατυπώσουν με συντομία το νόημα; Την ίδια στιγμή που κρίνουν τον καθηγητή με αυστηρότητα, επειδή θα πραγματοποιήσει ο ίδιος εξέταση στο μάθημα και θα διαπιστώσει αντικειμενικά, ποιος σπουδαστής και πόσο παρακολουθούσε κατά τη διδασκαλία, αν συμμετείχε στην επίλυση ασκήσεων, αν είχε ακόμα στο μυαλό αυτά που έπρεπε να έχει μάθει στο σχολείο ή σε προαπαιτούμενα μαθήματα, αν είχε δουλέψει μόνος ή με συναδέλφους του στο σπίτι κτλ.
- Μήπως ο ηθοποιός αντιμετωπίζεται εξ ορισμού ως φίλος, ενώ ο δάσκαλος ως αντίπαλος;