12 January 2011

Οι 9 συμφωνίες του Μπετόβεν σε ένα DVD

(του ΦΩΤΗ ΚΑΛΙΑΜΠΑΚΟΥ, Ελευθεροτυπία ΕΠΤΑ, 9/1/2011)

Ο αρτιότερος Μπετόβεν των τελευταίων δεκαετιών; Αυτές τις μέρες εκδίδεται σε DVD μια ολοκληρωμένη έκδοση των συμφωνιών του Μπετόβεν από τη Φιλαρμονική της Βιέννης, υπό τη διεύθυνση του βερολινέζου αρχιμουσικού Κρίστιαν Τίλεμαν από την εταιρεία Unitel, με τη συνεργασία της αυστριακής κρατικής τηλεόρασης.

Τα μέλη της ιδιαίτερης αυτής ορχήστρας λατρεύουν αυτόν το μαέστρο που δεν φοβάται να χαρακτηριστεί παραδοσιακός ή και ρομαντικός, καταθέτοντας το προσωπικό του όραμα για τον Μπετόβεν, σεβόμενος παράλληλα την ερμηνευτική παράδοση που καλλιεργείται στη Βιέννη τα τελευταία 160 χρόνια και την οποία η γενιά της λεγόμενης «ιστορικής ερμηνείας» έχει θέσει υπό αμφισβήτηση. Εχοντας παρακολουθήσει τις πρόβες και τις συναυλίες των ηχογραφήσεων αυτών, θα αναφερθώ στην τελευταία συμφωνία του κύκλου.

Η αρχή της Ενάτης αντιμετωπίζεται συχνά, ίσως και λόγω της μεταγενέστερης ερμηνείας του Ρίχαρντ Βάγκνερ και της απεικόνισής της από τον Γκούσταβ Κλιμτ, ως ένα είδος γένεσης, εκ του μη όντος δημιουργίας. Ο Τίλεμαν δείχνει στο σημείο αυτό να επιδιώκει ένα πολύ καθαρό και ευθύ ήχο και να τονίζει με τον τρόπο αυτό πιο πολύ τη βιαιότητα, τον εκρηκτικό χαρακτήρα αυτής της δημιουργίας παρά τη μυσταγωγία της γένεσης, όπως μάλλον κάνουν οι πιο παλιές ερμηνείες.

Στη συνέχεια η συμφωνία ξεδιπλώνεται αβίαστα με υπέροχο ήχο, συνοχή, έμφαση των λεπτομερειών της παρτιτούρας, έντονα αλλά επιτηδευμένα κοντράστ στο scherzo και αρκετά μεγάλη ελευθερία στα tempi. Και ενώ αυτά μετακινούνται με προσεκτικό, στα περάσματα, τρόπο από το πολύ αργό στο πολύ γρήγορο, ο μαέστρος με χαρακτηριστικές κινήσεις του χεριού του, που νομίζω ότι θα είναι ορατές και στους ψηφιακούς δίσκους, όταν αυτοί εκδοθούν, συγκρατεί τον ενθουσιασμό της ορχήστρας προσπαθώντας να αποτρέψει μια πρόωρη κορύφωση.

Η μυσταγωγία του αργού μέρους κορυφώνεται στο σημείο που το μουσικό του θέμα περνάει από τα πρώτα στα δεύτερα βιολιά και τις βιόλες με μια χαρακτηριστική για την ορχήστρα ιδιαιτέρως χαμηλή ένταση, που κόβει την ανάσα.

Διακριτικό ξεκίνημα

Στην αρχή του τέταρτου μέρους τα θέματα και τα μοτίβα των προηγούμενων τριών επαναλαμβάνονται. Ο Τίλεμαν, ο οποίος από την αρχή φαίνεται ότι δεν θέλει να χάσει από τα μάτια του το σύνολο, τονίζει το συνοπτικό χαρακτήρα αυτής της επανάληψης και κάνει μια διακριτή παύση προτού περάσει στο θέμα της "Ωδής στη Χαρά", το οποίο ξεκινάει τόσο σιγά και διακριτικά που νομίζει κανείς ότι έρχεται από το υπερπέραν ή από το στόμα των εννέα μουσών που απεικονίζονται στην οροφή της αίθουσας. Η χορωδία προσπαθεί, κατόπιν επανειλημμένων υποδείξεων στις πρόβες, να είναι απαλή στο σημείο που το κείμενο λέει απαλά (sanfter Flugel) και κάθετη και απότομη στο σημείο που το κείμενο λέει αυστηρά (streng), ενώ με χαρακτηριστική κίνηση του μαέστρου ένα -ας μου επιτραπεί η έκφραση- επιπλέον κρεσέντο δίνεται επάνω στο κρεσέντο στο σημείο της λέξης θεός (vor Gott).


Αλλά μάλλον πρέπει κανείς αφήνοντας τις όποιες παρατηρήσεις και λεπτομέρειες να παρασυρθεί στη μεθυστική μελωδία αυτού του ύμνου στη φιλία, τη φύση, και το Θεό, η ύπαρξη του οποίου παρουσιάζεται, μια και βρισκόμαστε στην εποχή του Διαφωτισμού, ως λογική απαίτηση ή αναπόδραστη αναγκαιότητα (uberm Sternenzelt muss ein lieber Vater wohnen) και με κύριο σημείο αναφοράς τη Χαρά προσωποποιημένη ως θεϊκή κόρη από τα Ηλύσια Πεδία (μια ακόμα αναφορά στην ελληνική αρχαιότητα, από τις πολλές που υπάρχουν στο έργο του συνθέτη), που είναι σε θέση να επιφέρει τη συναδέλφωση των ανθρώπων. Η προσθήκη πρώτη φορά χορωδιακού μέρους σε μια συμφωνία καθώς και η μελοποίηση αυτού του συγκεκριμένου κειμένου αποτελούν το κύκνειο άσμα, την ύστατη πνευματική κληρονομιά ενός μεγάλου ανθρωπιστή.

Στην coda η ορχήστρα, σαν να βάλθηκε να διαψεύσει όσους θεωρούν ότι οι εκφραστικές της ποιότητες συμβαίνουν εις βάρος της ακρίβειας, απελευθερώνει όλη της την ενέργεια με απόλυτη ακρίβεια και κυρίως μουσικότητα σε ένα δαιμονιώδες και συνεχώς επιταχυνόμενο tempo φτάνοντας στη θριαμβική κάθαρση του δράματος με τους μουσικούς και τον μαέστρο να απολαμβάνουν, με ένα λαμπερό χαμόγελο αυτοπεποίθησης, την αποθέωση του κοινού.