(BHMA, 8/3/2009)
Μιρέλα Ρούτση, μουσικός
«Το βιολοντσέλο μπήκε στη ζωή μου από πολύ νωρίς, από τα έξι μου χρόνια. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στο Μουσικό Λύκειο, έγινα δεκτή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αλβανίας, από όπου αποφοίτησα με άριστα. Μπορεί να υπερισχύει η άποψη ότι όταν πηγαίνεις κάπου ως μετανάστης οι λόγοι που σε παρακινούν είναι οικονομικοί, εγώ όμως ήρθα στη χώρα σας το 1997 για προσωπικούς λόγους. Στην Αλβανία δούλευα σε ωδείο ως καθηγήτρια βιολοντσέλου.
Προτού έλθω στην Ελλάδα είχα ήδη φίλους μουσικούς που είχαν γίνει αποδεκτοί σε ορχήστρες της χώρας σας, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Ηρθα με αυτοπεποίθηση ότι θα τα κατάφερνα, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβιβαστώ με κάποιο επάγγελμα που θα ήταν άσχετο με τη μουσική. Υστερα από οκτώ μήνες αναζήτησης έγινα δεκτή στην Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στην οποία βρίσκομαι πλέον εδώ και μία δεκαετία ως πρώτο τσέλο. Ευτυχώς για μένα, ο ρατσισμός βρίσκεται έξω από τον χώρο της δουλειάς μου, μια και έχω να κάνω καθημερινά με ανθρώπους καλλιεργημένους. Η απίστευτη γραφειοκρατία όμως έρχεται να σου θυμίσει ότι είσαι “ξένος”.
Στις συμβάσεις εργασίας κρίνεται πάντα ποιος είναι Έλληνας και ποιος Αλβανός. Στη συγκεκριμένη ορχήστρα παίζουν έξι Αλβανοί, περισσότεροι από 15 Βορειοηπειρώτες, έχουμε κορυφαίες θέσεις, και όμως δεν πληρωνόμαστε το ίδιο με τους έλληνες συναδέλφους μας λόγω υπηκοότητας. Καθώς λοιπόν δεν μπορούμε να ζήσουμε αποκλειστικά από τα χρήματα της ορχήστρας, αναγκαζόμαστε να κάνουμε και άλλες συνεργασίες, προκειμένου να επιβιώσουμε.
Χωρίς να φταίει ούτε ο δήμαρχος ούτε ο διευθυντής της ορχήστρας, που βάζουν τα δυνατά τους, είμαι τρεις μήνες απλήρωτη μολονότι είμαι παντρεμένη με Έλληνα και υποτίθεται ότι έπρεπε να είχα κάποιες διευκολύνσεις με το μέρος μου. Ίσως λοιπόν να φταίει το σύστημα, όπως συνηθίζετε να λέτε στην Ελλάδα».
Ενρι Τσανάϊ, φωτογράφος
«Ηρθα στην Ελλάδα το 1991, σε ηλικία 11 ετών. Σπούδασα φωτογραφία και δούλεψα επί δύο χρόνια σε περιοδικά μόδας. Το 2007 έγινα δεκτός στο σεμινάριο “City Streets” που διοργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο με τη σφραγίδα του Νίκου Οικονομόπουλου. Το project ήταν να φωτογραφίσουμε μετανάστες και, μια και ήμουν ο ίδιος μετανάστης, είχε διπλό ενδιαφέρον για μένα να βρίσκομαι ξαφνικά πίσω από τον φακό, να είμαι ο παρατηρητής και όχι ο παρατηρούμενος. Από τη συγκεκριμένη δουλειά προέκυψε μια ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχα.
Σήμερα δουλεύω για τα περιοδικά “Ταχυδρόμος” και “ΒΗΜΑgazinο” και στον ελεύθερο χρόνο μου επιστρέφω στα πάτρια εδάφη και φωτογραφίζω. Το θέμα του ρατσισμού δεν με αγγίζει όπως με άγγιζε τα πρώτα χρόνια που είχα έρθει. Μεγαλώνοντας αποκτάς αντισώματα. Αν το καλοσκεφτούμε, έχοντας ζήσει 18 ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα, τα ουσιαστικότερα βιώματά μου είναι εδώ. Το πιο αστείο που μου συνέβη πρόσφατα είναι όταν πήγα στην Αλβανία με έλληνα φίλο μου και όταν μίλησα σε μια πωλήτρια εκείνη μου είπε: “Μωρέ, μπράβο! Πολύ ωραία τα έχεις μάθει τα αλβανικά!”. Τελικά, στην Αλβανία νιώθω τουρίστας και στην Ελλάδα... αλβανός τουρίστας!».
Λαέρτης Βασιλείου, σκηνοθέτης, ηθοποιός
«Για έναν άνθρωπο που έρχεται στην Ελλάδα και προσπαθεί να μπει στο θέατρο είναι πολύ δύσκολο. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι σπούδασα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Συνάντησα από το πρώτο έτος τον Θόδωρο Τερζόπουλο και δούλεψα μαζί του για τρία χρόνια παράλληλα με τις σπουδές μου. Από εκεί με είδαν και άλλοι σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Αντώνης Αντύπας, η Ρούλα Πατεράκη. Στάθηκα τυχερός γιατί με επέλεξε αυτός ο άνθρωπος, ουσιαστικά από την αρχή βρήκα δουλειά, μόλις 20 ετών. Γνωρίζω όμως και άλλους ανθρώπους, ηθοποιούς από την Αλβανία οι οποίοι είτε δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά στο θέατρο είτε δεν τα κατάφεραν οικονομικά. Οι δυσκολίες στη γλώσσα δεν τους βοήθησαν να αφομοιωθούν.
Στο θέατρο λόγω καταγωγής από το ανατολικό μπλοκ τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Δεν υπήρχε ο ρατσισμός που υπήρχε στον δρόμο, ήταν ένας άλλος κόσμος. Φυσικά, υπήρξαν στιγμές που βίωσα τον ρατσισμό. Κάποιοι φίλοι μου ηθοποιοί μου μετέφεραν πως συνάδελφοι ηθοποιοί τους έλεγαν: “Ποιος είναι αυτός από την Αλβανία που παίρνει πρώτους ρόλους;”. Φυσικά, αυτά δεν ειπώθηκαν ποτέ ενώπιόν μου, μόνο πίσω από την πλάτη μου. Στην αρχή υπήρχε μια παγωμάρα αλλά αυτό το θεωρώ λογικό. Το ξένο ξενίζει και είναι απολύτως φυσικό και κατανοητό. Ακόμη και στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας όταν έρχονται ηθοποιοί Αλβανοί από το Κόσσοβο υπάρχει μια δυσκολία.
Τώρα πλέον τα πράγματα είναι πολύ καλά για μένα και νιώθω τυχερός που είμαι στην Ελλάδα.
Υπάρχουν συμμαθητές μου που πήγαν στο Λονδίνο και στην Ισπανία και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Στην Ελλάδα μας έχουν αγκαλιάσει ακόμη και όταν δεν το αξίζαμε. Κάποιοι σκηνοθέτες μάλλον λόγω αριστερής καταβολής είπαν “θα πάρω το παιδί από την Αλβανία” και δεν πήραν κάποιον Ελληνα που ενδεχομένως να ήταν και καλύτερος από μένα. Είναι εκπληκτικό μάλιστα το γεγονός ότι εκπροσώπησα την Ελλάδα και βραβεύτηκα. Δεν με αγκάλιασαν απλά στην Ελλάδα, με χάιδεψαν».
«Το βιολοντσέλο μπήκε στη ζωή μου από πολύ νωρίς, από τα έξι μου χρόνια. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στο Μουσικό Λύκειο, έγινα δεκτή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αλβανίας, από όπου αποφοίτησα με άριστα. Μπορεί να υπερισχύει η άποψη ότι όταν πηγαίνεις κάπου ως μετανάστης οι λόγοι που σε παρακινούν είναι οικονομικοί, εγώ όμως ήρθα στη χώρα σας το 1997 για προσωπικούς λόγους. Στην Αλβανία δούλευα σε ωδείο ως καθηγήτρια βιολοντσέλου.
Προτού έλθω στην Ελλάδα είχα ήδη φίλους μουσικούς που είχαν γίνει αποδεκτοί σε ορχήστρες της χώρας σας, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Ηρθα με αυτοπεποίθηση ότι θα τα κατάφερνα, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβιβαστώ με κάποιο επάγγελμα που θα ήταν άσχετο με τη μουσική. Υστερα από οκτώ μήνες αναζήτησης έγινα δεκτή στην Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στην οποία βρίσκομαι πλέον εδώ και μία δεκαετία ως πρώτο τσέλο. Ευτυχώς για μένα, ο ρατσισμός βρίσκεται έξω από τον χώρο της δουλειάς μου, μια και έχω να κάνω καθημερινά με ανθρώπους καλλιεργημένους. Η απίστευτη γραφειοκρατία όμως έρχεται να σου θυμίσει ότι είσαι “ξένος”.
Στις συμβάσεις εργασίας κρίνεται πάντα ποιος είναι Έλληνας και ποιος Αλβανός. Στη συγκεκριμένη ορχήστρα παίζουν έξι Αλβανοί, περισσότεροι από 15 Βορειοηπειρώτες, έχουμε κορυφαίες θέσεις, και όμως δεν πληρωνόμαστε το ίδιο με τους έλληνες συναδέλφους μας λόγω υπηκοότητας. Καθώς λοιπόν δεν μπορούμε να ζήσουμε αποκλειστικά από τα χρήματα της ορχήστρας, αναγκαζόμαστε να κάνουμε και άλλες συνεργασίες, προκειμένου να επιβιώσουμε.
Χωρίς να φταίει ούτε ο δήμαρχος ούτε ο διευθυντής της ορχήστρας, που βάζουν τα δυνατά τους, είμαι τρεις μήνες απλήρωτη μολονότι είμαι παντρεμένη με Έλληνα και υποτίθεται ότι έπρεπε να είχα κάποιες διευκολύνσεις με το μέρος μου. Ίσως λοιπόν να φταίει το σύστημα, όπως συνηθίζετε να λέτε στην Ελλάδα».
Ενρι Τσανάϊ, φωτογράφος
«Ηρθα στην Ελλάδα το 1991, σε ηλικία 11 ετών. Σπούδασα φωτογραφία και δούλεψα επί δύο χρόνια σε περιοδικά μόδας. Το 2007 έγινα δεκτός στο σεμινάριο “City Streets” που διοργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο με τη σφραγίδα του Νίκου Οικονομόπουλου. Το project ήταν να φωτογραφίσουμε μετανάστες και, μια και ήμουν ο ίδιος μετανάστης, είχε διπλό ενδιαφέρον για μένα να βρίσκομαι ξαφνικά πίσω από τον φακό, να είμαι ο παρατηρητής και όχι ο παρατηρούμενος. Από τη συγκεκριμένη δουλειά προέκυψε μια ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχα.
Σήμερα δουλεύω για τα περιοδικά “Ταχυδρόμος” και “ΒΗΜΑgazinο” και στον ελεύθερο χρόνο μου επιστρέφω στα πάτρια εδάφη και φωτογραφίζω. Το θέμα του ρατσισμού δεν με αγγίζει όπως με άγγιζε τα πρώτα χρόνια που είχα έρθει. Μεγαλώνοντας αποκτάς αντισώματα. Αν το καλοσκεφτούμε, έχοντας ζήσει 18 ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα, τα ουσιαστικότερα βιώματά μου είναι εδώ. Το πιο αστείο που μου συνέβη πρόσφατα είναι όταν πήγα στην Αλβανία με έλληνα φίλο μου και όταν μίλησα σε μια πωλήτρια εκείνη μου είπε: “Μωρέ, μπράβο! Πολύ ωραία τα έχεις μάθει τα αλβανικά!”. Τελικά, στην Αλβανία νιώθω τουρίστας και στην Ελλάδα... αλβανός τουρίστας!».
Λαέρτης Βασιλείου, σκηνοθέτης, ηθοποιός
«Για έναν άνθρωπο που έρχεται στην Ελλάδα και προσπαθεί να μπει στο θέατρο είναι πολύ δύσκολο. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι σπούδασα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Συνάντησα από το πρώτο έτος τον Θόδωρο Τερζόπουλο και δούλεψα μαζί του για τρία χρόνια παράλληλα με τις σπουδές μου. Από εκεί με είδαν και άλλοι σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Αντώνης Αντύπας, η Ρούλα Πατεράκη. Στάθηκα τυχερός γιατί με επέλεξε αυτός ο άνθρωπος, ουσιαστικά από την αρχή βρήκα δουλειά, μόλις 20 ετών. Γνωρίζω όμως και άλλους ανθρώπους, ηθοποιούς από την Αλβανία οι οποίοι είτε δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά στο θέατρο είτε δεν τα κατάφεραν οικονομικά. Οι δυσκολίες στη γλώσσα δεν τους βοήθησαν να αφομοιωθούν.
Στο θέατρο λόγω καταγωγής από το ανατολικό μπλοκ τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Δεν υπήρχε ο ρατσισμός που υπήρχε στον δρόμο, ήταν ένας άλλος κόσμος. Φυσικά, υπήρξαν στιγμές που βίωσα τον ρατσισμό. Κάποιοι φίλοι μου ηθοποιοί μου μετέφεραν πως συνάδελφοι ηθοποιοί τους έλεγαν: “Ποιος είναι αυτός από την Αλβανία που παίρνει πρώτους ρόλους;”. Φυσικά, αυτά δεν ειπώθηκαν ποτέ ενώπιόν μου, μόνο πίσω από την πλάτη μου. Στην αρχή υπήρχε μια παγωμάρα αλλά αυτό το θεωρώ λογικό. Το ξένο ξενίζει και είναι απολύτως φυσικό και κατανοητό. Ακόμη και στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας όταν έρχονται ηθοποιοί Αλβανοί από το Κόσσοβο υπάρχει μια δυσκολία.
Τώρα πλέον τα πράγματα είναι πολύ καλά για μένα και νιώθω τυχερός που είμαι στην Ελλάδα.
Υπάρχουν συμμαθητές μου που πήγαν στο Λονδίνο και στην Ισπανία και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Στην Ελλάδα μας έχουν αγκαλιάσει ακόμη και όταν δεν το αξίζαμε. Κάποιοι σκηνοθέτες μάλλον λόγω αριστερής καταβολής είπαν “θα πάρω το παιδί από την Αλβανία” και δεν πήραν κάποιον Ελληνα που ενδεχομένως να ήταν και καλύτερος από μένα. Είναι εκπληκτικό μάλιστα το γεγονός ότι εκπροσώπησα την Ελλάδα και βραβεύτηκα. Δεν με αγκάλιασαν απλά στην Ελλάδα, με χάιδεψαν».