(ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΑΝΕΣΤΗ, Lifo, 26/2/2009)
Ο συγγραφέας Nίκος Δήμου γεννήθηκε στην Αθήνα, στη Μιχαήλ Βόδα και ζει στο Παλαιό Ψυχικό. Θα ήθελε να είναι μουσικός και δηλώνει αισθησιακός ασκητής. Βραβεύτηκε ως ο Άντρας της Χρονιάς στην κατηγορία «Δημοσιογράφος Εντύπου» από το περιοδικό «Status». Στο άμεσο μέλλον θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Δαρδανός-Τυπωθείτω το βιβλίο με το σύνολο των ποιημάτων του.
H πρώτη εικόνα που έχω από την παιδική μου ηλικία είναι η κήρυξη του πολέμου. Οι συναγερμοί με τις περίφημες σειρήνες. Ένας ήχος ανατριχιαστικός, ένα ουρλιαχτό. Με τύλιγαν σε κουβέρτες και κατεβαίναμε τρέχοντας στο υπόγειο. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα, έχω την αίσθηση της τραχιάς κουβέρτας στο πρόσωπό μου.
Οι γονείς μου δεν μου κληροδότησαν περιουσία, μόνο χρέη. Τους ευγνωμονώ όμως για τη μόρφωση που μου πρόσφεραν. Είχα γαλλόφωνη νταντά από βρέφος, μίλησα πρώτα γαλλικά και μετά ελληνικά. Πήγα στο Aμερικανικό Kολλέγιο του Ψυχικού όταν ήταν κυρίως ξενόγλωσσο, και μετά στη Γερμανία, όπου έζησα έξι χρόνια. Έτσι έχω την ευκολία να εκφράζομαι, να σκέφτομαι και να ονειρεύομαι σε 4 γλώσσες.
Αν πήρα τη ζωή μου λάθος; Μου έχει μείνει ένα ανεκπλήρωτο πάθος με τη μουσική. Η μητέρα μου και η θεία μου έπαιζαν εξαιρετικό πιάνο. Είχαμε ένα πολύ ωραίο Bechstein, που στην κατοχή έγινε δυο τενεκέδες λάδι. Ήθελα να σπουδάσω μουσική, ο πατέρας μου όμως το αρνήθηκε γιατί ως ορεσίβιος Ηπειρώτης θεωρούσε ότι η μουσική δεν είναι για τους άντρες.
Το πρόβλημά μου: έχω πολλά πρόσωπα, σαν κάτι ινδικούς θεούς. Μια εποχή στα Εξάρχεια ήμουν ο θεωρητικός των αναρχικών χάρη στο βιβλίο μου Εγχειρίδιο ελευθερίας. Και εξακολουθώ να είμαι αναρχικός - δηλαδή, κάποιος που δεν συμπαθεί την οποιαδήποτε εξουσία και προσπαθεί να μειώσει την επίδρασή της στη ζωή των ανθρώπων. Δεν έχω δει κανέναν που να πήρε στα χέρια του εξουσία και να μην επηρεαστεί, χάνοντας ένα μέρος από την ανθρωπιά του. Εκτός από κάποιους Ιάπωνες που διοικούν μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ είναι μοναχοί Ζεν.
Το σύμπτωμα της εποχής στην Αθήνα δεν είναι η άρνηση της εξουσίας, αλλά η αντίθεση στην εξουσία που εμφανίζεται ως αντιεξουσία. Ο φοιτητής που μπαίνει σε μια αίθουσα, τα σπάει και δέρνει τον καθηγητή δεν είναι αντιεξουσιαστής αλλά ένας άνθρωπος που θέλει να ασκήσει τη δική του εξουσία. Από τη στιγμή που ασκεί βία, ασκεί εξουσία. Εκεί διαφωνώ με όσους τα σπάνε.
Αισθάνομαι συνεχώς ότι σοκάρω κάποιους ανθρώπους, όμως δεν το επιδιώκω. Δεν με ενδιαφέρει να σοκάρω. Αντιθέτως, όπως όλοι οι άνθρωποι, θέλω να με αγαπούν, θέλω να με σκέφτονται με καλοσύνη, συμπάθεια, τρυφερότητα. Όταν λέω κάτι που ξέρω ότι θα κάνει ανθρώπους να με αντιπαθήσουν, με ενοχλεί και μένα. Θα μπορούσα να λογοκρίνω τον εαυτό μου για να μη θίξω κάποιον. Από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να μη σοκάρω όταν πιστεύω ότι κάτι είναι σωστό. Ο λόγος που έχω εξαναγκαστεί έντεκα φορές σε παραίτηση είναι ακριβώς διότι δεν μπορούσα να μην είμαι εγώ. Προτιμώ να σιγήσω, να αποσυρθώ παρά -έστω και διά της παραλείψεως- να μην είμαι εγώ.
Όταν έγραφα στο «Βήμα», η στήλη μου ήταν μακράν η πρώτη σε αναγνωσιμότητα στο σύνολο του Τύπου. Όταν έφυγα από το «ΒΗΜΑ», σκέφτηκα, εν τη μεγίστη μου αφελεία, «από αύριο θα σπάσουν τα τηλέφωνα». Επί δύο χρόνια δεν με πήρε κανένας τηλέφωνο να μου προτείνει να γράψω. Ένα βράδυ, σε μια δεξίωση, ένας μεγαλοεκδότης μου λέει «Δήμου, είσαι η καλύτερη πένα της Ελλάδος και σε λογαριάζω γύρω στα 20.000 φύλλα. Τόσα έχασε το "ΒΗΜΑ" όταν έφυγες, τόσα θα κέρδιζε η εφημερίδα μου αν σε έπαιρνα». Και τον ρωτάω, γιατί δεν με παίρνετε; «Γιατί δεν είσαι άνθρωπος, γράφεις ό,τι θέλεις εσύ» μου απάντησε. Κατάλαβα ότι στην Ελλάδα δεν λειτουργεί ούτε καν ο νόμος της αγοράς. Έχεις ένα καλό προϊόν που αφενός το εξαναγκάζεις σε παραίτηση και ο άλλος, σκεπτόμενος ότι θα έχει προβλήματα με τους πολιτικούς του πάτρωνες, δεν θέλει να το αγγίξει.
Η διαφήμιση έφαγε δεκαοκτώ χρόνια από τη ζωή μου, αλλά μου έδωσε οικονομική ανεξαρτησία - δηλαδή τη δυνατότητα να μπορώ να παραιτούμαι. Ένα από τα γνωστά ρητά μου είναι ότι τα χρήματα δεν μπορούν να σε βοηθήσουν να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις.
Είναι ειρωνικό που αναδείχθηκα τώρα δημοσιογράφος εντύπου της χρονιάς. Και θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους δημοσιογράφους γι' αυτή την υφαρπαγή. Δεν κάνω δουλειά δημοσιογράφου. Είναι επίσης ειρωνικό επειδή παίρνω αυτήν τη διάκριση στα 74 χρόνια μου αλλά και γράφοντας σε ένα έντυπο που, ασχέτως του πόσο επιτυχημένο είναι, δεν θεωρείται κλασικό δημοσιογραφικό. Εννοώ, δεν πήρα τη διάκριση όταν ήμουν στο «Βήμα» ή στην «Καθημερινή» και την παίρνω στο free pres LifO. Το βλέπω ως ειρωνεία αλλά και ως δικαίωση: εντάξει, με εξωπετάξατε όλοι, αλλά εγώ σας εκδικήθηκα, και στο Ίντερνετ όσο είχα το μπλογκ μου (με χιλιάδες αναγνώστες και εκατοντάδες σχόλια κάθε μέρα) και με τη LifO. Τους την έφερα, παίρνω πίσω το αίμα μου, το αδίκως χυθέν.
Γερνώντας έχω γίνει εξαιρετικά ευσυγκίνητος. Μάζεψα πρόσφατα όλα μου τα ποιήματα για να βγουν σε μια συλλογική έκδοση και διαβάζοντάς τα συγκινιόμουν βαθύτατα, γιατί κάθε ένα ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή της ζωής μου. Ήταν ένα είδος ημερολογίου, που είχε μόνο τις αιχμές. Ποίημα γράφεις όταν δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις σε κάτι που συμβαίνει και πλέον πρέπει να το βγάλεις προς τα έξω. Ήμουν τόσο συγκινημένος που δεν άντεχα να διαβάζω πολλά μαζί. Σταμάταγα. Ήταν ισχυρές οι δόσεις.
Με συγκίνησε η ιστορία της Κούνεβα. Με συγκινούν τα παιδιά, οι γέροντες, οι ανήμποροι, οι άνθρωποι που παλεύουν. Αντιθέτως, δεν μπορώ να χωνέψω τους εφησυχασμένους, τους κατασταλαγμένους. Έχω πολύ λίγους ανθρώπους με τους οποίους κάνω παρέα. Με τα χρόνια οι άνθρωποι συμβιβάζονται, παραιτούνται και προσπαθούν με διάφορους τρόπους, με θρησκευτική πίστη ή μαντζούνια, να ξορκίσουν το μοιραίο. Αυτοί τώρα κατακάθονται, εγώ μονίμως αναταράσσομαι.
Είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος. Δεν κυκλοφορώ, δεν πηγαίνω σε εκδηλώσεις. Θα μπορούσα να είμαι ασκητής, αν δεν ήμουν τόσο αισθησιακός ασκητής. Είμαι ο άνθρωπος των αισθήσεων, πιστεύω ότι ο μόνος παράδεισος είναι ο παράδεισος των αισθήσεων. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Κυρίαρχη αντίθεση: γερνάω, παραμένοντας πολύ νέος. Θα προτιμούσα να πάθω Αλτσχάιμερ, να μην καταλαβαίνω. Αισθάνομαι ότι το πνεύμα μου είναι σε καλύτερη φόρμα απ' ό,τι σε οποιαδήποτε φάση της ζωής μου. Είμαι πιο απελευθερωμένος, γρήγορος στη σκέψη μου, αποφασιστικός. Και ξαφνικά πονάνε τα γόνατά μου, πονάει η μέση μου, υποφέρω από όλες τις ασθένειες της φθοράς. Αυτό είναι φοβερά επώδυνο. Νιώθω την ανάγκη να ταξιδέψω, να ερωτευθώ, να πολιτευθώ, να δράσω. Και αισθάνομαι ότι το σώμα μου με υπονομεύει. Όσο μπορώ, αντιστέκομαι.
Την Αθήνα την αγαπώ γύρω στις είκοσι μέρες το χρόνο. Τον Αύγουστο περπατάω το βράδυ στις παλιές μου γειτονιές και ξαφνικά αναδύεται η πόλη των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Την άλλη Αθήνα δεν θέλω ούτε να την ξέρω. Έχω χρόνια να κατέβω στο κέντρο.
Νιώθω πιο πολύ πατρίδα μου την Ερμούπολη, της οποίας είμαι και επίτιμος δημότης. Δεν την έχω ζήσει πολύ, αλλά θυμάμαι όλες τις διηγήσεις της μητέρας μου. Περιουσία δεν υπάρχει πια εκεί, μόνο ένας υπέροχος τάφος στο περίφημο Κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου. Εκεί θα καταλήξω.