(του Θ. Π. ΛΙΑΝΟΥ, καθηγ. Οικον. Πανεπιστήμιου)
Σε πρόσφατο άρθρο του στο «Βήμα» (12.10.2008), ο κ. Αν. Μαρίνος, σχολιάζοντας προηγούμενο δικό μου άρθρο («Το Βήμα», 21.9.2008) σχετικό με τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, αναφέρει ότι (α) η βάπτιση στην εκκλησία δεν είναι αναγκαία και (β) η θρησκευτική κηδεία δεν είναι υποχρεωτική. Αν τώρα λάβουμε υπόψη ότι ούτε ο θρησκευτικός γάμος είναι υποχρεωτικός, τότε ένας έλληνας πολίτης μπορεί να γεννηθεί, να παντρευτεί και να πεθάνει χωρίς να διαβεί ποτέ στο σκαλοπάτι της εκκλησίας και χωρίς να δεχθεί ανεπιθύμητη ευλογία παπά. Αρα, υπαινίσσεται ο κ. Μαρίνος και φαίνεται να λυπάται για αυτό, Κράτος και Εκκλησία είναι ήδη ανεξάρτητοι αλλήλων οργανισμοί και η πρότασή μου είναι άνευ αντικειμένου.
Το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: Αν ο έλληνας πολίτης δεν χρειάζεται την Εκκλησία σε καμία από τις κοσμικές του δραστηριότητες, γιατί να πληρώνει φόρους για τη χρηματοδότηση της Εκκλησίας, τους μισθούς των κληρικών κτλ.; Φυσικά αναφέρομαι σε κάθε Εκκλησία, όχι μόνο στην Ορθόδοξη. Ο αναγνώστης και ίσως ο κ. Μαρίνος απαντήσουν με άλλο ερώτημα: γιατί όσοι δεν έχουν παιδιά πληρώνουν φόρους για τη δημόσια εκπαίδευση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει ταυτόχρονα και την απάντηση στο πρώτο.
Η δημόσια εκπαίδευση χρηματοδοτείται απ' όλους διότι όλοι ωφελούνται απ' αυτή. Εχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η εκπαίδευση βελτιώνει την ποιότητα των πολιτών διότι αυξάνει τις γνώσεις τους, τις επαγγελματικές τους δεξιότητες, μπορούν να αναλύσουν καλύτερα τις υπάρχουσες καταστάσεις και να πάρουν καλύτερες αποφάσεις για το μέλλον όλων, αντιλαμβάνονται τη σημασία των νόμων και της τήρησής των κτλ. Με λίγα λόγια, η εκπαίδευση ωφελεί όχι μόνο τους εκπαιδευόμενους αλλά όλους τους πολίτες.
Δεν ισχύει το ίδιο για την Εκκλησία. Μπορεί ο εκκλησιαζόμενος να αντλεί μεγάλα οφέλη για τον εαυτό του (παρηγοριά, ελπίδα, συγχώρεση...) αλλά αυτά περιορίζονται στον ίδιο και δεν εξαπλώνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι να κάνει καλούς χριστιανούς, όχι καλούς πολίτες. Επιπλέον, ο καλός χριστιανός και ο καλός πολίτης είναι ανεξάρτητα γεγονότα. Περί αυτού δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω. Τα γεγονότα που ζούμε σήμερα, καθώς και οι περιπτώσεις Παντελεημώνων, Γιοσάκηδων, εκπτώτου πατριάρχου Ιεροσολύμων κτλ. αποτελούν απόδειξη της πρότασης αυτής. Κατά συνέπεια, όποιος αισθάνεται ότι η Εκκλησία τού προσφέρει κάτι, τότε πρέπει ο ίδιος να φέρει το κόστος της Εκκλησίας. Εγώ που είμαι θρήσκος, αλλά πιστεύω στον Βούδα, στον Μωάμεθ, στον Σμιθ ή στον οποιοδήποτε θεό ή προφήτη, ή είμαι άθεος δεν έχω λόγο να υφίσταμαι το κόστος της Εκκλησίας κάποιου άλλου.
Προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η πληρωμή φόρων για τη χρηματοδότηση της Εκκλησίας πρέπει να είναι προαιρετική. Τέλος, υπάρχουν τουλάχιστον δύο ακόμη μέτρα που πρέπει να ληφθούν ταυτόχρονα από την Πολιτεία σε σχέση με την Εκκλησία. Πρώτον, οι εμπορικές δραστηριότητες της Εκκλησίας και η περιουσία της πρέπει να υπαχθούν σε φορολογία. Δεύτερον, πρέπει να καταργηθούν πολλές επίσημες θρησκευτικές αργίες. Υπάρχουν κι άλλα, αλλά δεν είναι της ώρας.
Το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: Αν ο έλληνας πολίτης δεν χρειάζεται την Εκκλησία σε καμία από τις κοσμικές του δραστηριότητες, γιατί να πληρώνει φόρους για τη χρηματοδότηση της Εκκλησίας, τους μισθούς των κληρικών κτλ.; Φυσικά αναφέρομαι σε κάθε Εκκλησία, όχι μόνο στην Ορθόδοξη. Ο αναγνώστης και ίσως ο κ. Μαρίνος απαντήσουν με άλλο ερώτημα: γιατί όσοι δεν έχουν παιδιά πληρώνουν φόρους για τη δημόσια εκπαίδευση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει ταυτόχρονα και την απάντηση στο πρώτο.
Η δημόσια εκπαίδευση χρηματοδοτείται απ' όλους διότι όλοι ωφελούνται απ' αυτή. Εχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η εκπαίδευση βελτιώνει την ποιότητα των πολιτών διότι αυξάνει τις γνώσεις τους, τις επαγγελματικές τους δεξιότητες, μπορούν να αναλύσουν καλύτερα τις υπάρχουσες καταστάσεις και να πάρουν καλύτερες αποφάσεις για το μέλλον όλων, αντιλαμβάνονται τη σημασία των νόμων και της τήρησής των κτλ. Με λίγα λόγια, η εκπαίδευση ωφελεί όχι μόνο τους εκπαιδευόμενους αλλά όλους τους πολίτες.
Δεν ισχύει το ίδιο για την Εκκλησία. Μπορεί ο εκκλησιαζόμενος να αντλεί μεγάλα οφέλη για τον εαυτό του (παρηγοριά, ελπίδα, συγχώρεση...) αλλά αυτά περιορίζονται στον ίδιο και δεν εξαπλώνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι να κάνει καλούς χριστιανούς, όχι καλούς πολίτες. Επιπλέον, ο καλός χριστιανός και ο καλός πολίτης είναι ανεξάρτητα γεγονότα. Περί αυτού δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω. Τα γεγονότα που ζούμε σήμερα, καθώς και οι περιπτώσεις Παντελεημώνων, Γιοσάκηδων, εκπτώτου πατριάρχου Ιεροσολύμων κτλ. αποτελούν απόδειξη της πρότασης αυτής. Κατά συνέπεια, όποιος αισθάνεται ότι η Εκκλησία τού προσφέρει κάτι, τότε πρέπει ο ίδιος να φέρει το κόστος της Εκκλησίας. Εγώ που είμαι θρήσκος, αλλά πιστεύω στον Βούδα, στον Μωάμεθ, στον Σμιθ ή στον οποιοδήποτε θεό ή προφήτη, ή είμαι άθεος δεν έχω λόγο να υφίσταμαι το κόστος της Εκκλησίας κάποιου άλλου.
Προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η πληρωμή φόρων για τη χρηματοδότηση της Εκκλησίας πρέπει να είναι προαιρετική. Τέλος, υπάρχουν τουλάχιστον δύο ακόμη μέτρα που πρέπει να ληφθούν ταυτόχρονα από την Πολιτεία σε σχέση με την Εκκλησία. Πρώτον, οι εμπορικές δραστηριότητες της Εκκλησίας και η περιουσία της πρέπει να υπαχθούν σε φορολογία. Δεύτερον, πρέπει να καταργηθούν πολλές επίσημες θρησκευτικές αργίες. Υπάρχουν κι άλλα, αλλά δεν είναι της ώρας.
(Το ΒΗΜΑ, 09/11/2008)