23 September 2007

ΕΝ - ΣΤΑΣΕΙΣ

Ένα από τα καλύτερα κείμενα που διάβασα για τα αποτελέσματα των εκλογών, είναι αυτό που ακολουθεί, της κ. Κατερίνας Σχινά στην Ελευθεροτυπία της 22ας Σεπτεμβρίου 2007.

Η τιμωρία της αξιοπρέπειας


Υπάρχουν φορές που οι διαφωνίες και οι αντιρρήσεις παραμερίζουν μπροστά στην εκτίμηση που γεννά ο αντίθετος πόλος, μπροστά στο σθένος και την αξιοπρέπεια με την οποία υπερασπίζεται τις θέσεις του. Δεν ακυρώνονται -παραμερίζουν. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν σημεία στα οποία συνταυτίζεται κανείς με τον αντίπαλο.

Η πρώην υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου, προσπαθώντας μάταια να ισορροπήσει στο ολισθηρό έδαφος του εκπαιδευτικού μας συστήματος, υποστήριξε επίμονα την ανάγκη άμεσων μεταρρυθμίσεων. Δεν το έκανε με την πειθώ ή την επιδεξιότητα που απαιτούνταν. Στον κοντόφθαλμο αρνητισμό όσων απέρριψαν αβλεπί κάθε πρόταση αναμόρφωσης του Πανεπιστημίου -παραβλέποντας, στο όνομα της μακροπρόθεσμης προάσπισης των κοινωνικών στόχων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την τραγελαφική της παράλυση- αντέταξε απολυτότητα, μερικές φορές τυφλό πείσμα. Ενόχλησε πολλούς και δέχτηκε πολλά πυρά. Ωστόσο τα πλέον εξοντωτικά ήταν τα φίλια.

Εδώ θέλω να σταθώ. Εκ πρώτης όψεως, η Μαριέττα Γιαννάκου πλήρωσε με τη μη εκλογή της στη Βουλή μια ατελέσφορη, στην ουσία, προσπάθεια εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Στο σημείο όμως αυτό βρίσκεται το παράδοξο. Τις επιλογές της πρώην υπουργού Παιδείας δεν καταψήφισαν οι φυσικοί της αντίπαλοι, εκείνοι τους οποίους βρήκε απέναντί της στα Πανεπιστήμια και τους δρόμους, αλλά οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, που κατά τεκμήριο εγκρίνουν και αποδέχονται το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της παράταξής τους.

Θα μου πείτε, στις μέρες μας δεν ψηφίζουμε πια προγράμματα, ψηφίζουμε πρόσωπα· δεν αποδοκιμάζουμε πολιτικές, αλλά συμπεριφορές και στάσεις. Εύκολη λεία των σατιριστών του Τύπου, όχι για τις απόψεις της αλλά για τις ενδυματολογικές της επιλογές, συχνά θυμωμένη γιατί δεν κατάφερνε να κοινωνήσει την ουσία των προθέσεών της και έτσι επικοινωνιακά αναποτελεσματική, η Μαριέττα Γιαννάκου δεν τα πήγε ποτέ καλά με «τη μεγάλη εκείνη σύνθεση ανοησίας, αδυναμίας, προκατάληψης, εσφαλμένων αισθημάτων, ξεροκεφαλιάς και παραγράφων εφημερίδων» σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Πιλ, που αποκαλείται κοινή γνώμη.

Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να πολιτευτεί μου θύμιζε εξ αρχής την παρατήρηση που είχε διατυπώσει ήδη από το 1922 ο Λίπμαν: «Υπάρχουν πολιτευτές», έγραφε, «που εκλέγονται κάθε φορά, και ποτέ δεν διανοούνται να αναλώσουν την ενεργητικότητά τους στις δημόσιες υποθέσεις. Προτιμούν να κάνουν μάλλον μια μικρή εκδούλευση σε πολλούς ανθρώπους για πολλά, μικρά ζητήματα, παρά να μπλέξουν για να προσφέρουν μια μεγάλη υπηρεσία που θα πάει στο βρόντο». Δεν ήταν αυτή η περίπτωση της Μαριέττας Γιαννάκου, είτε συμφωνεί κανείς με τις επιλογές της είτε όχι.

Ας φτάσω, λοιπόν, στην ουσία. Υποψιάζομαι ότι αιτία της εκλογικής αποτυχίας της πρώην υπουργού δεν ήταν η μεταρρυθμιστική της προαίρεση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τους εθνικόφρονες πολέμιους του διαβόητου βιβλίου Ιστορίας της Στ' Δημοτικού. Επανέλαβε, σε κάθε τόνο, ότι θέλησε να αντιμετωπίσει τις ενστάσεις, από όποια πλευρά και αν προέρχονταν, μέσα από τις θεσμικές διαδικασίες και επέμεινε σ' αυτές. Παραμέρισε κομματικά κριτήρια και πολιτικές πιέσεις και, παρά τις καλές σχέσεις της με την Εκκλησία, δεν έλαβε υπόψη της τις οργισμένες ρασοφόρες αντιδράσεις ούτε τις λαϊκιστικές κραυγές ένθεν κακείθεν.

Δεν θέλησε να υποτάξει τη γνώση στην προκρούστεια λογική της πολιτικής σκοπιμότητας. «Την ιστορία δεν την γράφει ο λαός όπως αυτός νομίζει, αλλά οι επιστήμονες», είχε απαντήσει πρόσφατα σε κάποια συνέντευξή της, αφήνοντας το κοινό άναυδο με το μέγεθος της βλασφημίας της (εδώ που μας κατάντησε η τηλεδημοκρατία μας, φτάσαμε να θεωρούμε βλασφημία το αυτονόητο). Ηξερε το κόστος -από πότε έπαψε η Νέα Δημοκρατία να είναι κόμμα εθνικοφρόνων;- αλλά το επωμίστηκε με αξιοπρέπεια.

Αξιοπρέπεια πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του ΠΑΣΟΚ, που παρ' ότι επί κυβερνήσεώς του παραγγέλθηκε το επίμαχο βιβλίο, όχι μονάχα δεν το υπερασπίστηκε, αλλά το χρησιμοποίησε (όπως εξάλλου και αυτό της Γ' Λυκείου) για να κολακεύσει το «λαό» και την αντίληψή του περί δημόσιας ιστορίας, μήπως και αποσπάσει καμιά ψήφο παραπάνω από τους «πατριώτες» που θεωρούν ακλόνητη απόδειξη της ύπαρξης του κρυφού σχολειού το «Φεγγαράκι μου λαμπρό».