Ο «πόλεμος» για την Ιστορία γράφει ιστορία
«Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία, ώστε οι ιστορικοί να αποδέχονται το όποιο δόγμα, η ιστορική αλήθεια διαφοροποιείται από την ηθική, αφού ο ρόλος ενός ιστορικού δεν είναι να εξωραΐζει ή να επιρρίπτει ευθύνες, αλλά απλώς να εξηγεί -η ιστορία δεν υποτάσσεται στις τρέχουσες υποθέσεις- η ιστορία δεν είναι μνήμη, η ιστορία δεν είναι αντικείμενο δικαστικής απόφασης», διακήρυξαν σε όλους τους τόνους και εισακούστηκαν.
Το ανωτέρω παράδειγμα «πολέμου της ιστορίας» επικαλέστηκε ο Ιταλός καθηγητής Λουίτζι Καγιάνι του Πανεπιστημίου «Σαπιέντζα» της Ρώμης, μιλώντας στο διεθνές συνέδρiο «δημοσιες χρήσεις της Ιστορίας» που γίνεται στη Θεσσαλονίκη από τη Διεθνή Ενωση Διδακτικής της Ιστορίας (ISHD) και το Παιδαγωγικό Τμήμα του ΑΠΘ, για να επισημάνει ότι: «Τα τελευταία χρόνια, κυρίως τη δεκαετία του ’90, βλέπουμε μια αυξανόμενη ένταση μεταξύ ιστορικών και πολιτικών, καθώς οι δεύτεροι χρησιμοποιούν το παρελθόν για να εξυπηρετήσουν την πολιτική ατζέντα τους, ενώ οι ιστορικοί υψώνουν την κοινωνική ευθύνη τους και τάσσονται ενάντια στον έλεγχο της ιστορίας και στην προκατάληψη».
Εξάλλου, όπως ανέφερε, τις αντιδράσεις της ISHD προκάλεσε το πλαίσιο απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Απρίλιο του 2007, σύμφωνα με το οποίο διώκεται κάθε δημόσια αρνητική ή ειρωνική αναφορά σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. «Ο στόχος σήμερα είναι να πάψουν οι πολιτικοί να χρησιμοποιούν την Ιστορία για σκοπούς εθνικού συμφέροντος και διαμόρφωσης ταυτότητας. Το ζήτημα είναι μεγάλο σε όλη την Ευρώπη», είπε ο κ. Καγιάνι.
Στη Δανία, η Εκκλησία προσπαθεί να «ξαναγράψει» την «ιστορία» της, προκειμένου να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της σύγχρονης κοινωνίας:
«Κάθε φορά που η σχέση της Εκκλησίας με την κοινωνία αποδεικνύεται αναχρονιστική, η Εκκλησία προσπαθεί να ξαναγράψει μέρος της ιστορίας της, ώστε να επιβιώσει», είπε χαρακτηριστικά ο Δανός καθηγητής Χάρι Χάου.
«Στην πατρίδα μου», πρόσθεσε, «προωθείται η νέα "ανάγνωση" του συμβόλου της λουθηριανής πίστης (Confessio Augustana) του 1530, στο οποίο καταδικάζονται οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι επαναβαπτισμένοι αιρετικοί, γεγονός που προκάλεσε τις επικρίσεις πολλών πιστών. Η νέα ανάγνωση της ιστορίας επιτυγχάνεται με την εισαγωγή μιας υποσημείωσης, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για "μεσαιωνικά κλισέ"».
Ελβετία και δουλεμπόριο
Ο ρόλος της Ελβετίας στο δουλεμπόριο των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης και οι ευθύνες που ενδεχομένως πρέπει ν’ αναλάβει, δίνουν τον ρυθμό της δημόσιας συζήτησης γύρω από την ιστορική αλήθεια στη χώρα.
Μπορεί η Ελβετία να μην ήταν αποικιοκρατική δύναμη, ωστόσο, σύμφωνα με τον Ελβετό ιστορικό του Πανεπιστημίου της Βέρνης, κ. Ντανιέλ Μοζέ-Λεσό, στήριξε την αποικιοκρατία και το δουλεμπόριο έμμεσα, επενδύοντας σε μεγάλα πλοία άλλων αποικιοκρατικών χωρών, σε μετοχές αποικιοκρατικών οργανισμών, όπως η γαλλική Εταιρεία των Ινδιών, συμμετέχοντας στη βιομηχανία των ινδικών υφασμάτων, αλλά και με την παρουσία Ελβετών μισθοφόρων στις στρατιωτικές επεμβάσεις ενάντια στους σκλάβους.
Ο δημόσιος διάλογος που ξεκίνησε επ’ αυτού περιλαμβάνει όλες τις τοποθετήσεις, από την απόλυτη άρνηση της συμμετοχής της Ελβετίας ως κράτους στο δουλεμπόριο, μέχρι την απόδοση αποζημιώσεων στους δικαιούχους.
Οι παρεμβάσεις σε μια υπόθεση μη στατική
«Οι παρεμβάσεις από πολιτικούς και κόμματα στην πρόσφατη αντιπαράθεση για τα βιβλία Iστορίας είναι γεγονός, ωστόσο παρόμοια φαινόμενα συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο», παρατήρησε χθες η επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου Iστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού κ. Μαρία Ρεπούση. Η Ιστορία δεν είναι στατική, πρόσθεσε, εξηγώντας ότι «νέες μελέτες συμπληρώνουν τις γνώσεις μας και οι επιστήμονες οφείλουν να ανιχνεύουν τις αναπαραστάσεις και τις ιδέες των παιδιών που αναπαράγονται στον δημόσιο χώρο». Οι έντονες αντιδράσεις για το επίμαχο βιβλίο Ιστορίας δεν επηρέασαν τη συγγραφική ομάδα, καθώς, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Ρεπούση, «οι πιέσεις δεν μας αφορούν, εμείς κάνουμε τη δουλειά μας ως επιστήμονες». Ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος απέδωσε την έκταση της αντιπαράθεσης για τα σχολικά συγγράμματα στα «ανοιχτά ζητήματα που αφορούν τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητάς μας» τα οποία, όπως είπε, «ζητούν την ιστορική τους αναδιαπραγμάτευση, που πρέπει να γίνει με πολιτική ενάργεια».