Σκέψεις πάνω στην επικούρεια φιλοσοφία περί θεών
Κλέων Ανέπαφος
Η Φιλοσοφία του Επίκουρου
Η επικούρεια σκέψη δεν είναι ευρέως γνωστή, το ελληνικό σχολείο δεν στρέφει τα φώτα του στην φιλοσοφία του μεγάλου αυτού γνήσιου διαφωτιστή. Και τονίζω την γνησιότητα του διαφωτιστικού έργου του Επίκουρου γιατί σε αντίθεση με τους νεότερους διαφωτιστές όπως για παράδειγμα τους Λοκ και Ρουσσό που εξέφραζαν την νέα αστική τάξη, ο Επίκουρος "δεν υπήρξε ποτέ απολογητής καμιάς καταπιεστικής τάξης, ούτε ανερχόμενης, ούτε και ξεπερασμένης ιστορικά" (Ν.Ψυρούκης-Ο Επίκουρος και η εποχή μας). Ο Επίκουρος ήταν υπερασπιστής του Ανθρώπου, της ελευθερίας του, και η φιλοσοφία του που περιστρέφεται γύρω από την έννοια της "αταραξίας" (ψυχική γαλήνη) ως ύψιστη γιατρειά κατά του πόνου μοναδικό σκοπό είχε αυτό που εμείς θα λέγαμε σήμερα την "ευτυχία" του ανθρώπου. Ο ίδιος έλεγε πως είναι μάταια τα λόγια εκείνου του φιλοσόφου που δεν γιατρεύουν τον ανθρώπινο πόνο.
Ανεξάρτητα όμως από την περιορισμένη έως ανύπαρκτη διάδοση της επικούρειας σκέψης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας, πρέπει να τονιστεί πως ο Επικουρισμός πολεμήθηκε και διαστρεβλώθηκε στην πορεία της ιστορίας με αποτέλεσμα πρώτον από το μεγάλο πνευματικό του έργο να σώζονται μόλις τρεις επιστολές και μερικά αποσπάσματα και δεύτερον να συνδέεται πλέον συνειρμικά με τον ηδονισμό, την αχαλίνωτη αναζήτηση τέρψεων, την κραιπάλη και την παρακμή.
Ο Επικουρισμός, με βαθιά δημοκρατικές ρίζες, ενταγμένος στην υλιστική φιλοσοφία, βασισμένος στην παράδοση της ιωνικής φυσικής και της δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας, στράφηκε ενάντια στη δουλοκτητική κοινωνία - η οποία βέβαια εξυπηρετούνταν από την πλατωνική θεωρία των ιδεών - και γι' αυτό στηλιτεύτηκε. Αλλά και ο θεοκρατικός Μεσαίωνας πολέμησε τον "άθεο υλιστή" έως και τον 17 αιώνα, όπου και η αποκατάσταση της φήμης του αρχίζει να διαφαίνεται.
Η συγκεκριμένη αναφορά στην επικούρεια φιλοσοφία περί θεών σχετίζεται με ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της σκέψης του το οποίο μπορεί να δώσει εναύσματα για μια εναλλακτική προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης και της αθείας.
Ιδεαλιστική θεολογία: οι αστρικοί θεοί
Η θεοί του δήμου της κλασικής εποχής ήταν προστάτες της δημοκρατίας. Γι' αυτό και οι αριστοκρατικοί τους αντιμάχονταν και πρόθεσή τους ήταν να κλονιστεί η αφοσίωση σε αυτούς. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η δίκη του Σωκράτη που έγινε με την κατηγορία ότι εισάγει καινά δαιμόνια. Στην ουσία ήταν μια καταγγελία προερχόμενη από τους δημοκρατικούς μετά την κατάλυση της δικτατορίας των Τριάντα ακριβώς επειδή θεωρούσαν τον Σωκράτη φίλο των αριστοκρατικών. Τα καινά δαιμόνια που εισάγει ο Σωκράτης είναι καινούριοι θεοί που ακυρώνουν την λειτουργία των δημοκρατικών θεών άρα και την δημοκρατία. Οι θεοί του δήμου ήταν υπερβολικά ανθρώπινοι, κουβαλούσαν ανθρώπινα πάθη και συμπεριφορές.
Αυτά τα θεϊκά χαρακτηριστικά δεν ικανοποιούσαν τον Πλάτωνα ο οποίος, στον δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης, ήθελε θεό πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει: "Πάνω από την αισθητή είναι για τον Πλάτωνα και για μακρότατη σειρά από ιδεοκράτες η νοητή πραγματικότητα, που για κύριο γνώρισμα έχει το σταθερό και αμετάβλητο".
Έτσι ο Πλάτωνας ανακαλύπτει τα άστρα και την αστρολατρεία. Εκμεταλλεύεται την πρόοδο που είχε κάνει τον τέταρτο αιώνα η αστρονομία - που μιλά για την περιοδική κίνηση των άστρων και πως η κίνηση αυτή ελέγχει όλες τις άλλες κινήσεις - και προσδίδει μαγικές ιδιότητες στα άστρα, θεωρεί πως είναι προικισμένα με νοήμονα ψυχή. Μιλά λοιπόν για αστρικούς θεούς, για μετεμψύχωση, για αθανασία της ψυχής, για ψυχές που πέφτουν από τα άστρα και φυτεύονται σε σώματα και οι οποίες αν παραστρατήσουν ξεπέφτουν ως τιμωρία σε γυναικεία σώματα, μετά σε κτήνη. Αυτή την πίστη στους αστρικούς θεούς παρέλαβε και ο Αριστοτέλης από τον δάσκαλό του, την οποία και διαμόρφωσε πιο πέρα.
Ο Επίκουρος θεωρούσε την αστρική θρησκεία πιο επικίνδυνη από την λαϊκή. Γιατί στην λαϊκή θρησκεία, στους θεούς με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, υπάρχουν και αισθήματα ελέους και οίκτου. Υπάρχει δηλαδή για τον άνθρωπο δίπλα στον φόβο και η ελπίδα οτι με προσευχές και θυσίες μπορεί να εξευμενίσει τους θεούς, μπορεί να αλλάξει την κακή έκφανση της ειμαρμένης. Στην πλατωνική θρησκεία όμως αυτό δεν συμβαίνει. Το ερώτημα που θέτει ο A.J. Festugiere καταδεικνύει τον εγκλωβισμό στον φόβο: "Τι μπορούσε να γίνει αν οι μόνοι πραγματικοί θεοί ήταν συγχρόνως και οι θεοί που καθόριζαν με τρόπο αναλλοίωτο τη ροή των γεγονότων;" Δεν υπήρχε κανένα μέσο εξευμενισμού, καμιά ελπίδα, μόνο φόβος και απελπισία.
Η επικούρεια φιλοσοφία περί θεών
Μέσα σ' αυτό το κλίμα διαμορφώθηκε η θεολογία του Επίκουρου η οποία και αναπτύχθηκε πάνω στην βάση της πλήρους αντίθεσης με τις πλατωνοαριστοτελικές θεολογικές αντιλήψεις. Ο προστατευτικός μανδύας της αστρολατρείας ήταν η επιστήμη, η εξελιγμένη εκείνη την εποχή αστρονομία, την οποία χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας για να πλάσει τις μεταφυσικές του κατασκευές. Ο Επίκουρος προσπάθησε να αντιμετωπίσει την επιστήμη με την επιστήμη ισχυριζόμενος πως τα άστρα δεν είχαν καμιά θεϊκή ιδιότητα αφού δεν ήταν τίποτα παραπάνω από συμπυκνωμένες μάζες πυρός.
Γενικότερα υποστηρίζει πως δεν πρέπει να αποδίδουμε την τάξη του Σύμπαντος σε θεϊκή διακυβέρνηση. Αυτό βέβαια κατέρριπτε την πλατωνική αντίληψη που στον "Τίμαιο" φτάνει στα όρια της άκρατης μοιρολατρίας για μια ανθρώπινη ζωή που οι θεοί έχουν προ-ορίσει για τους ανθρώπους και από την οποία είναι αναπόφευκτο να ξεφύγει κανείς.
Ο Επίκουρος κατάλαβε πως η αστρική θρησκεία εγκλωβίζει τον άνθρωπο στον φόβο και την παραίτηση μπροστά στον ανώτατο νόμο του Σύμπαντος. Μια τέτοια θεολογία δεν άρμοζε στη διαφωτιστική δράση του Επίκουρου που σκοπό είχε την απελευθέρωση του ανθρώπου από φοβίες και δεισιδαιμονίες.
Βέβαια ο Επίκουρος προσδίδει στους ανθρωπόμορφους θεούς του την αρετή της "αταραξίας" στην πιο τέλεια -γι΄ αυτό και θεϊκή- μετουσίωσή της. Η "αταραξία", που αποτελεί κεντρική έννοια στην επικούρεια φιλοσοφία, περιγράφει την έλλειψη ανησυχίας που επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο με έναν απλούστερο τρόπο ζωής, με τον περιορισμό δηλαδή των επιθυμιών του ανθρώπου. Με ανθρωποκεντρικά μέτρα, βασιζόμενος δηλαδή στην επίγεια, ανθρώπινη αρετή, φτιάχνει το "μακάριο και αθάνατο Ον" που στην ουσία δεν ενσαρκώνει τίποτα παραπάνω από την ποθητή "αταραξία" σε όλη την τελειότητά της. Την συμμετοχή λοιπόν στις ετήσιες γιορτές οι Επικούρειοι την αντιλαμβάνονται ως συμμετοχή στην ευτυχία του Τέλειου.
Πέρα όμως από την αποδοχή της ύπαρξης θεών ο Επίκουρος προχωρά σε μια επαναστατική αντίληψη για τους θεούς που προκάλεσε την οργή και του αρχαίου κόσμου αλλά και των χριστιανών Πατέρων, οι οποίοι το κατήγγειλαν σαν αποτρόπαιο έγκλημα: την άρνηση της θείας πρόνοιας. Ο A.J. Festugiere παρατηρεί στην μελέτη του "ο Επίκουρος και οι θεοί του", ότι από τότε που οι άνθρωποι στην Ελλάδα πίστεψαν στην ύπαρξη των θεών σκέφτηκαν επίσης πως οι θεοί πρέπει να ρυθμίζουν τις ανθρώπινες υποθέσεις και ότι αυτές οι δυο όψεις της πίστης είναι συνδεδεμένες.
Ακριβώς αυτή την αντίληψη έρχεται να καταρρίψει ο Επίκουρος ισχυριζόμενος πως οι θεοί δεν ασχολούνται με τις ανθρώπινες υποθέσεις, δεν ευνοούν τους πιστούς και ευσεβείς, ούτε τιμωρούν τους άπιστους και ασεβείς. Είναι λοιπόν κουτό να φοβάσαι την θεϊκή οργή ή να προσεύχεσαι και να λατρεύεις τους θεούς για να αποφύγεις δυσκολίες και βάσανα, γιατί οι θεοί ούτε χαρίζουν ούτε δέχονται δώρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στην τέλεια "αταραξία" που μετουσιώνουν, οι έγνοιες δηλαδή για τα ανθρώπινα ζητήματα και ο συνεχής έλεγχος της ζωής και της συμπεριφοράς τους θα αναιρούσαν την φύση τους.
Πέρα όμως από την εξάλειψη του φόβου απέναντι στους θεούς στην επίγεια ζωή ο Επίκουρος προχωρά και στην μεταθανάτια ζωή, την οποία και αρνείται. Χαρακτηριστικά λέει πως ο θάνατος δεν μας αφορά, γιατί όσο ζούμε ο θάνατος είναι μακριά ενώ όταν πεθάνουμε οι αισθήσεις μας νεκρώνουν οπότε και δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτα.
Αυτά ειπώθηκαν σε μια Ελλάδα με μακρά προϊστορία στην μεταθανάτια τιμωρία. Η ομηρική Νέκυια ήταν πασίγνωστη και ίσως κοινή συνείδηση. Το δέος λοιπόν απέναντι στην θεϊκή αιώνια μεταθανάτια εκδίκηση σβήνεται και ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τον φόβο και την αγωνία, κατά δεύτερο λόγο στρέφεται χωρίς προκαταλήψεις στην επίγεια ζωή που είναι και το μεγάλο του αγαθό για να την διαμορφώσει σύμφωνα με την δύναμη του λογικού που επιστρατεύεται με σκοπό την επίγεια ευτυχία.
Κοινωνικός και ατομικός αθεϊσμός
Στην φιλοσοφία του Επίκουρου περί θεών βρίσκονται τα σπέρματα για μια εναλλακτική προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης στην κοινωνική της διάσταση. Με την άρνηση της θείας πρόνοιας ο Επίκουρος στην ουσία διαγράφει την θεϊκή παρέμβαση στην πορεία του ατόμου αλλά -διευρύνοντας αυτή την λογική- και στην πορεία των κοινωνιών.
Με την άρνηση της μεταθανάτιας ζωής αναιρείται η βάση των περισσοτέρων θρησκειών, οι οποίες στην ουσία αντιλαμβάνονται την επίγεια ζωή ως δοκιμασία στην οποία μας υποβάλλει ο θεός για να μας κρίνει στην μεταθανάτια, την αιώνια ζωή. Υπάρχει η έννοια της ανταμοιβής, υπάρχει η θεϊκή κρίση. Η άρνηση του κορυφαίου αυτού μεταφυσικού κατασκευάσματος αποδυναμώνει ολοκληρωτικά την λειτουργία του ως μοχλό πίεσης για συμμόρφωση στην θεϊκή βούληση μπροστά στον φόβο της θείας κρίσης.
Όλα αυτά στο πλαίσιο μια θεολογίας που δέχεται την ύπαρξη θεών, αλλά είναι απογυμνωμένη από οποιοδήποτε στοιχείο συμμόρφωσης λόγω φόβου στην θεϊκή εντολή. Στην επικούρεια θεολογία όπου υψώνεται η επίγεια, ανθρώπινη αρετή της "αταραξίας" στην απόλυτη, θεϊκή της διάσταση, ο άνθρωπος συμμορφώνεται με αυτή χωρίς μοχλό πίεσης τον φόβο, ορμώμενος μόνο από την δική του πεποίθηση πως έτσι θα ευτυχήσει, σχεδόν στην βάση που διαλέγει το πολιτικό σύστημα στο οποίο θέλει να ζει.
Προχωρώντας φτάνουμε στους αδόκιμους όρους του κοινωνικού και ατομικού αθεϊσμού. Ο ατομικός αθεϊσμός περιγράφει την πίστη στην ανυπαρξία θεϊκής παρουσίας, την τέλεια απουσία θρησκευτικότητας. Πρόκειται για την κλασική περίπτωση αθείας.
Ο κοινωνικός αθεϊσμός όχι μόνο σέβεται αλλά και υιοθετεί το θρησκευτικό αίσθημα, την θρησκευτικότητα γενικότερα του ατόμου έτσι όπως θα σεβόταν και θα υιοθετούσε μια πολιτική άποψη. Δεν δέχεται όμως η θρησκευτική αυτή αντίληψη να νομιμοποιείται ως σωστή ή πρέπουσα παραπέμποντας στη θεϊκή -και γι' αυτό αλάνθαστη- εντολή. Ο κοινωνικός αθεϊσμός δέχεται παραπέρα την θεϊκή παρουσία (σε οποιαδήποτε μορφή), αφαιρεί όμως από αυτήν οποιαδήποτε πρόθεση ή διάθεση παρέμβασης στην ανθρώπινη ζωή και κοινωνία. Ο κοινωνικά άθεος πιστεύει πως ο "θεός" δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα ανθρώπινα ζητήματα. Αυτά μπορεί μόνο ο άνθρωπος με την δύναμη του λογικού να τα διευθετήσει.
Ανεξάρτητα όμως από την περιορισμένη έως ανύπαρκτη διάδοση της επικούρειας σκέψης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας, πρέπει να τονιστεί πως ο Επικουρισμός πολεμήθηκε και διαστρεβλώθηκε στην πορεία της ιστορίας με αποτέλεσμα πρώτον από το μεγάλο πνευματικό του έργο να σώζονται μόλις τρεις επιστολές και μερικά αποσπάσματα και δεύτερον να συνδέεται πλέον συνειρμικά με τον ηδονισμό, την αχαλίνωτη αναζήτηση τέρψεων, την κραιπάλη και την παρακμή.
Ο Επικουρισμός, με βαθιά δημοκρατικές ρίζες, ενταγμένος στην υλιστική φιλοσοφία, βασισμένος στην παράδοση της ιωνικής φυσικής και της δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας, στράφηκε ενάντια στη δουλοκτητική κοινωνία - η οποία βέβαια εξυπηρετούνταν από την πλατωνική θεωρία των ιδεών - και γι' αυτό στηλιτεύτηκε. Αλλά και ο θεοκρατικός Μεσαίωνας πολέμησε τον "άθεο υλιστή" έως και τον 17 αιώνα, όπου και η αποκατάσταση της φήμης του αρχίζει να διαφαίνεται.
Η συγκεκριμένη αναφορά στην επικούρεια φιλοσοφία περί θεών σχετίζεται με ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της σκέψης του το οποίο μπορεί να δώσει εναύσματα για μια εναλλακτική προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης και της αθείας.
Ιδεαλιστική θεολογία: οι αστρικοί θεοί
Η θεοί του δήμου της κλασικής εποχής ήταν προστάτες της δημοκρατίας. Γι' αυτό και οι αριστοκρατικοί τους αντιμάχονταν και πρόθεσή τους ήταν να κλονιστεί η αφοσίωση σε αυτούς. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η δίκη του Σωκράτη που έγινε με την κατηγορία ότι εισάγει καινά δαιμόνια. Στην ουσία ήταν μια καταγγελία προερχόμενη από τους δημοκρατικούς μετά την κατάλυση της δικτατορίας των Τριάντα ακριβώς επειδή θεωρούσαν τον Σωκράτη φίλο των αριστοκρατικών. Τα καινά δαιμόνια που εισάγει ο Σωκράτης είναι καινούριοι θεοί που ακυρώνουν την λειτουργία των δημοκρατικών θεών άρα και την δημοκρατία. Οι θεοί του δήμου ήταν υπερβολικά ανθρώπινοι, κουβαλούσαν ανθρώπινα πάθη και συμπεριφορές.
Αυτά τα θεϊκά χαρακτηριστικά δεν ικανοποιούσαν τον Πλάτωνα ο οποίος, στον δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης, ήθελε θεό πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει: "Πάνω από την αισθητή είναι για τον Πλάτωνα και για μακρότατη σειρά από ιδεοκράτες η νοητή πραγματικότητα, που για κύριο γνώρισμα έχει το σταθερό και αμετάβλητο".
Έτσι ο Πλάτωνας ανακαλύπτει τα άστρα και την αστρολατρεία. Εκμεταλλεύεται την πρόοδο που είχε κάνει τον τέταρτο αιώνα η αστρονομία - που μιλά για την περιοδική κίνηση των άστρων και πως η κίνηση αυτή ελέγχει όλες τις άλλες κινήσεις - και προσδίδει μαγικές ιδιότητες στα άστρα, θεωρεί πως είναι προικισμένα με νοήμονα ψυχή. Μιλά λοιπόν για αστρικούς θεούς, για μετεμψύχωση, για αθανασία της ψυχής, για ψυχές που πέφτουν από τα άστρα και φυτεύονται σε σώματα και οι οποίες αν παραστρατήσουν ξεπέφτουν ως τιμωρία σε γυναικεία σώματα, μετά σε κτήνη. Αυτή την πίστη στους αστρικούς θεούς παρέλαβε και ο Αριστοτέλης από τον δάσκαλό του, την οποία και διαμόρφωσε πιο πέρα.
Ο Επίκουρος θεωρούσε την αστρική θρησκεία πιο επικίνδυνη από την λαϊκή. Γιατί στην λαϊκή θρησκεία, στους θεούς με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, υπάρχουν και αισθήματα ελέους και οίκτου. Υπάρχει δηλαδή για τον άνθρωπο δίπλα στον φόβο και η ελπίδα οτι με προσευχές και θυσίες μπορεί να εξευμενίσει τους θεούς, μπορεί να αλλάξει την κακή έκφανση της ειμαρμένης. Στην πλατωνική θρησκεία όμως αυτό δεν συμβαίνει. Το ερώτημα που θέτει ο A.J. Festugiere καταδεικνύει τον εγκλωβισμό στον φόβο: "Τι μπορούσε να γίνει αν οι μόνοι πραγματικοί θεοί ήταν συγχρόνως και οι θεοί που καθόριζαν με τρόπο αναλλοίωτο τη ροή των γεγονότων;" Δεν υπήρχε κανένα μέσο εξευμενισμού, καμιά ελπίδα, μόνο φόβος και απελπισία.
Η επικούρεια φιλοσοφία περί θεών
Μέσα σ' αυτό το κλίμα διαμορφώθηκε η θεολογία του Επίκουρου η οποία και αναπτύχθηκε πάνω στην βάση της πλήρους αντίθεσης με τις πλατωνοαριστοτελικές θεολογικές αντιλήψεις. Ο προστατευτικός μανδύας της αστρολατρείας ήταν η επιστήμη, η εξελιγμένη εκείνη την εποχή αστρονομία, την οποία χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας για να πλάσει τις μεταφυσικές του κατασκευές. Ο Επίκουρος προσπάθησε να αντιμετωπίσει την επιστήμη με την επιστήμη ισχυριζόμενος πως τα άστρα δεν είχαν καμιά θεϊκή ιδιότητα αφού δεν ήταν τίποτα παραπάνω από συμπυκνωμένες μάζες πυρός.
Γενικότερα υποστηρίζει πως δεν πρέπει να αποδίδουμε την τάξη του Σύμπαντος σε θεϊκή διακυβέρνηση. Αυτό βέβαια κατέρριπτε την πλατωνική αντίληψη που στον "Τίμαιο" φτάνει στα όρια της άκρατης μοιρολατρίας για μια ανθρώπινη ζωή που οι θεοί έχουν προ-ορίσει για τους ανθρώπους και από την οποία είναι αναπόφευκτο να ξεφύγει κανείς.
Ο Επίκουρος κατάλαβε πως η αστρική θρησκεία εγκλωβίζει τον άνθρωπο στον φόβο και την παραίτηση μπροστά στον ανώτατο νόμο του Σύμπαντος. Μια τέτοια θεολογία δεν άρμοζε στη διαφωτιστική δράση του Επίκουρου που σκοπό είχε την απελευθέρωση του ανθρώπου από φοβίες και δεισιδαιμονίες.
- Η θεολογία του Επίκουρου έχει τέσσερις βασικούς άξονες: Δέχεται την ύπαρξη θεών.
- Μεταλαμπαδεύει με ανθρωποκεντρικά μέτρα την αρετή της "αταραξίας" στους θεούς.
- Αρνείται την θεία πρόνοια.
- Αρνείται την μεταθανάτια ζωή.
Βέβαια ο Επίκουρος προσδίδει στους ανθρωπόμορφους θεούς του την αρετή της "αταραξίας" στην πιο τέλεια -γι΄ αυτό και θεϊκή- μετουσίωσή της. Η "αταραξία", που αποτελεί κεντρική έννοια στην επικούρεια φιλοσοφία, περιγράφει την έλλειψη ανησυχίας που επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο με έναν απλούστερο τρόπο ζωής, με τον περιορισμό δηλαδή των επιθυμιών του ανθρώπου. Με ανθρωποκεντρικά μέτρα, βασιζόμενος δηλαδή στην επίγεια, ανθρώπινη αρετή, φτιάχνει το "μακάριο και αθάνατο Ον" που στην ουσία δεν ενσαρκώνει τίποτα παραπάνω από την ποθητή "αταραξία" σε όλη την τελειότητά της. Την συμμετοχή λοιπόν στις ετήσιες γιορτές οι Επικούρειοι την αντιλαμβάνονται ως συμμετοχή στην ευτυχία του Τέλειου.
Πέρα όμως από την αποδοχή της ύπαρξης θεών ο Επίκουρος προχωρά σε μια επαναστατική αντίληψη για τους θεούς που προκάλεσε την οργή και του αρχαίου κόσμου αλλά και των χριστιανών Πατέρων, οι οποίοι το κατήγγειλαν σαν αποτρόπαιο έγκλημα: την άρνηση της θείας πρόνοιας. Ο A.J. Festugiere παρατηρεί στην μελέτη του "ο Επίκουρος και οι θεοί του", ότι από τότε που οι άνθρωποι στην Ελλάδα πίστεψαν στην ύπαρξη των θεών σκέφτηκαν επίσης πως οι θεοί πρέπει να ρυθμίζουν τις ανθρώπινες υποθέσεις και ότι αυτές οι δυο όψεις της πίστης είναι συνδεδεμένες.
Ακριβώς αυτή την αντίληψη έρχεται να καταρρίψει ο Επίκουρος ισχυριζόμενος πως οι θεοί δεν ασχολούνται με τις ανθρώπινες υποθέσεις, δεν ευνοούν τους πιστούς και ευσεβείς, ούτε τιμωρούν τους άπιστους και ασεβείς. Είναι λοιπόν κουτό να φοβάσαι την θεϊκή οργή ή να προσεύχεσαι και να λατρεύεις τους θεούς για να αποφύγεις δυσκολίες και βάσανα, γιατί οι θεοί ούτε χαρίζουν ούτε δέχονται δώρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στην τέλεια "αταραξία" που μετουσιώνουν, οι έγνοιες δηλαδή για τα ανθρώπινα ζητήματα και ο συνεχής έλεγχος της ζωής και της συμπεριφοράς τους θα αναιρούσαν την φύση τους.
Πέρα όμως από την εξάλειψη του φόβου απέναντι στους θεούς στην επίγεια ζωή ο Επίκουρος προχωρά και στην μεταθανάτια ζωή, την οποία και αρνείται. Χαρακτηριστικά λέει πως ο θάνατος δεν μας αφορά, γιατί όσο ζούμε ο θάνατος είναι μακριά ενώ όταν πεθάνουμε οι αισθήσεις μας νεκρώνουν οπότε και δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτα.
Αυτά ειπώθηκαν σε μια Ελλάδα με μακρά προϊστορία στην μεταθανάτια τιμωρία. Η ομηρική Νέκυια ήταν πασίγνωστη και ίσως κοινή συνείδηση. Το δέος λοιπόν απέναντι στην θεϊκή αιώνια μεταθανάτια εκδίκηση σβήνεται και ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τον φόβο και την αγωνία, κατά δεύτερο λόγο στρέφεται χωρίς προκαταλήψεις στην επίγεια ζωή που είναι και το μεγάλο του αγαθό για να την διαμορφώσει σύμφωνα με την δύναμη του λογικού που επιστρατεύεται με σκοπό την επίγεια ευτυχία.
Κοινωνικός και ατομικός αθεϊσμός
Στην φιλοσοφία του Επίκουρου περί θεών βρίσκονται τα σπέρματα για μια εναλλακτική προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης στην κοινωνική της διάσταση. Με την άρνηση της θείας πρόνοιας ο Επίκουρος στην ουσία διαγράφει την θεϊκή παρέμβαση στην πορεία του ατόμου αλλά -διευρύνοντας αυτή την λογική- και στην πορεία των κοινωνιών.
Με την άρνηση της μεταθανάτιας ζωής αναιρείται η βάση των περισσοτέρων θρησκειών, οι οποίες στην ουσία αντιλαμβάνονται την επίγεια ζωή ως δοκιμασία στην οποία μας υποβάλλει ο θεός για να μας κρίνει στην μεταθανάτια, την αιώνια ζωή. Υπάρχει η έννοια της ανταμοιβής, υπάρχει η θεϊκή κρίση. Η άρνηση του κορυφαίου αυτού μεταφυσικού κατασκευάσματος αποδυναμώνει ολοκληρωτικά την λειτουργία του ως μοχλό πίεσης για συμμόρφωση στην θεϊκή βούληση μπροστά στον φόβο της θείας κρίσης.
Όλα αυτά στο πλαίσιο μια θεολογίας που δέχεται την ύπαρξη θεών, αλλά είναι απογυμνωμένη από οποιοδήποτε στοιχείο συμμόρφωσης λόγω φόβου στην θεϊκή εντολή. Στην επικούρεια θεολογία όπου υψώνεται η επίγεια, ανθρώπινη αρετή της "αταραξίας" στην απόλυτη, θεϊκή της διάσταση, ο άνθρωπος συμμορφώνεται με αυτή χωρίς μοχλό πίεσης τον φόβο, ορμώμενος μόνο από την δική του πεποίθηση πως έτσι θα ευτυχήσει, σχεδόν στην βάση που διαλέγει το πολιτικό σύστημα στο οποίο θέλει να ζει.
Προχωρώντας φτάνουμε στους αδόκιμους όρους του κοινωνικού και ατομικού αθεϊσμού. Ο ατομικός αθεϊσμός περιγράφει την πίστη στην ανυπαρξία θεϊκής παρουσίας, την τέλεια απουσία θρησκευτικότητας. Πρόκειται για την κλασική περίπτωση αθείας.
Ο κοινωνικός αθεϊσμός όχι μόνο σέβεται αλλά και υιοθετεί το θρησκευτικό αίσθημα, την θρησκευτικότητα γενικότερα του ατόμου έτσι όπως θα σεβόταν και θα υιοθετούσε μια πολιτική άποψη. Δεν δέχεται όμως η θρησκευτική αυτή αντίληψη να νομιμοποιείται ως σωστή ή πρέπουσα παραπέμποντας στη θεϊκή -και γι' αυτό αλάνθαστη- εντολή. Ο κοινωνικός αθεϊσμός δέχεται παραπέρα την θεϊκή παρουσία (σε οποιαδήποτε μορφή), αφαιρεί όμως από αυτήν οποιαδήποτε πρόθεση ή διάθεση παρέμβασης στην ανθρώπινη ζωή και κοινωνία. Ο κοινωνικά άθεος πιστεύει πως ο "θεός" δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα ανθρώπινα ζητήματα. Αυτά μπορεί μόνο ο άνθρωπος με την δύναμη του λογικού να τα διευθετήσει.
(από τον ιστότοπο EkectrIDEA)