Μεγάλη ελπίδα ή μεγάλη ουτοπία;
(του Ηλία Κούβελα, Oμότιμου καθηγητή του
πανεπιστημίου Πατρών, ΒΗΜΑ Ιδεών, 4/7/2008)
πανεπιστημίου Πατρών, ΒΗΜΑ Ιδεών, 4/7/2008)
Ήταν ένα βράδυ του 1838 όταν o Τheodor Schwann και o Μatthias Schleiden απολαμβάνοντας τον καφέ τους έπειτα από ένα όμορφο δείπνο συζητούσαν για τις μελέτες τους σε κύτταρα. Η μεγάλη έκπληξη από τη συζήτηση ήταν πως ό,τι έβλεπε ο Schleiden με το μικροσκόπιό του στους φυτικούς ιστούς ήταν παρόμοιο με ό,τι έβλεπε ο Schwann με το δικό του στους ζωικούς ιστούς. Οι δύο επιστήμονες αποφάσισαν να αφήσουν την απόλαυση του καφέ τους και να πάνε εκείνο το βράδυ στο εργαστήριο του Schwann για να εξετάσουν μαζί τα ιστολογικά παρασκευάσματά του.
Την επόμενη χρονιά, το 1839, ο Schwann εκδίδει ένα βιβλίο όπου διατυπώνει την κυτταρική θεωρία, η οποία κατά κάποιον τρόπο είναι στη βιολογία το αντίστοιχο με την ατομική θεωρία στη φυσική. Η κυτταρική θεωρία μαζί με την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου (1859) και τους νόμους της κληρονομικότητας του Μέντελ (1865) αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της βιολογίας. Στην αρχική της διατύπωση από τον Schwann περιείχε δύο σωστές προτάσεις και μία λάθος.
Οι σωστές προτάσεις είναι οι εξής:
Ο εξαίρετος αυτός γερμανός γιατρός, προϊστορικός ανθρωπολόγος και κοινωνικός αγωνιστής συνάμα, σε βιβλίο που εξέδωσε το 1858 (έναν χρόνο πριν από την έκδοση της Καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου) διατύπωσε την περίφημη αρχή «omnis cellula e cellula», δηλαδή «όλα τα κύτταρα προέρχονται από προϋπάρχοντα κύτταρα». Είναι αυτά τα προϋπάρχοντα κύτταρα που σήμερα τα λέμε βλαστοκύτταρα. Στις αρχές του 20ού αιώνα πολλοί ερευνητές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ευρωπαίοι, διαπίστωσαν ότι τα κύτταρα του αίματος προέρχονται από μια συγκεκριμένη κατηγορία βλαστοκυττάρων.
Έπρεπε όμως να περάσουν πολλές δεκαετίες ως το 1963, όταν οι καναδοί ερευνητές Εrnest ΜcCullogh και James Τill κατάφεραν να μετρήσουν την αναγεννητική ικανότητα βλαστοκυττάρων μεταμοσχευθέντος νωτιαίου μυελού ποντικού. Έκτοτε έχει πραγματοποιηθεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός θεραπευτικών μεταμοσχεύσεων νωτιαίου μυελού. Μεταμοσχεύσεων που στην ουσία πρόκειται για μεταμοσχεύσεις «ενήλικων βλαστοκυττάρων».
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας και της βιοτεχνολογίας κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 έδωσε τη δυνατότητα στοχευμένων γενετικών τροποποιήσεων. Τούτο άνοιξε κυριολεκτικά τις πύλες για τη μελέτη των βλαστοκυττάρων του ανθρώπου. Έτσι το 1998 ο James Τhomson του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν πέτυχε να απομονώσει εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα του ανθρώπου από έμβρυα τα οποία δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για εξωσωματική γονιμοποίηση και επρόκειτο να καταστραφούν. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη κυτταρική σειρά από εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα του ανθρώπου. Στα 10 χρόνια που ακολούθησαν η ανάπτυξη της μελέτης των βλαστοκυττάρων του ανθρώπου έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Δημοσιεύονται περί τις 2.000 εργασίες τον χρόνο σε υψηλού κύρους επιστημονικά περιοδικά.
Οι μελέτες αυτές έδειξαν ότι ενδεχομένως τα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα του ανθρώπου είναι δυνατόν να διαφοροποιηθούν προς κάθε είδος κυττάρου και να χρησιμοποιηθούν για την αντικατάσταση διαφόρων ιστών και οργάνων όπως το συκώτι, η καρδιά, το πάγκρεας, ακόμη και ο νευρικός ιστός. Η υπερβολική και ως έναν βαθμό άκριτη προβολή από τα ΜΜΕ αυτού του ενδεχομένου δημιούργησε μεγάλες ελπίδες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Πάρα πολλοί ασθενείς συρρέουν σε χώρες όπου η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων είναι ανεξέλεγκτη και γίνεται υπό άθλιες συνθήκες ελπίζοντας σε μια θεραπεία που αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Πόσο όμως ρεαλιστικές είναι αυτές οι ελπίδες για το μέλλον;
Είναι πιθανόν να έρθει η στιγμή που η θεραπεία μιας νόσου, όπως ο διαβήτης ή η νόσος του Πάρκινσον, θα είναι μια σύριγγα γεμάτη βλαστοκύτταρα; Οι συγγραφείς του αφιερώματος που συμμετέχουν με ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτές τις μελέτες απαντούν, μέσα από την περιγραφή των ερευνών που πραγματοποιούνται, σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα. Η μελέτη των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων δεν δημιούργησε μόνο ελπίδες, δημιούργησε παράλληλα και προβλήματα. Τα προβλήματα είναι κυρίως ηθικού τύπου. Μεγάλες κοινωνικές ομάδες, με βάση τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, θεωρούν απαράδεκτη τη χρήση εμβρύων του ανθρώπου, σε όσο πρώιμα στάδια κι αν είναι αυτά τα έμβρυα, για τη λήψη βλαστικών κυττάρων.
Ας σημειωθεί ότι μόνο σε δύο από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Αγγλία, Σουηδία) η έρευνα για τα εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα του ανθρώπου είναι ελεύθερη. Στην Ιταλία, στην Ιρλανδία και στη Γερμανία απαγορεύεται. Στις δύο πρώτες λόγω της ισχυρής επίδρασης της Εκκλησίας, ενώ στη Γερμανία το ναζιστικό παρελθόν οδηγεί σε μια εξαιρετικά συντηρητική νομοθεσία, όταν πρόκειται για μελέτες που ακόμη και κατά το ελάχιστο μπορεί να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς πέρα από τους θεραπευτικούς. Όποιος κάηκε από τη σούπα φυσάει και το γιαούρτι. Στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, επιτρέπεται η λήψη βλαστοκυττάρων από πολύ πρώιμα έμβρυα τα οποία παρήχθησαν με εξωσωματική γονιμοποίηση και δεν εμφυτεύτηκαν στη μήτρα και πρόκειται να καταστραφούν. Η συναίνεση των γονέων είναι απαραίτητη.
Τούτα τα προβλήματα σε συνδυασμό και με άλλα, που σχετίζονται με τα βιολογικά χαρακτηριστικά των εμβρυϊκών βλαστοκυττάρων, έχουν οδηγήσει τους ερευνητές στην αναζήτηση νέων τεχνικών παραγωγής βλαστοκυττάρων. Οι αναγνώστες του αφιερώματος έχουν την ευκαιρία να πληροφορηθούν για αυτές τις τεχνικές και ιδιαίτερα για την πολύ πρόσφατη επιτυχία της δημιουργίας βλαστοκυττάρων από διαφοροποιημένα κύτταρα όπως αυτά του δέρματος. Πρόκειται για μια επανάσταση στον τομέα της έρευνας για τα βλαστοκύτταρα, που ενδεχομένως να αποτελέσει και τη βάση για θεραπευτικές εφαρμογές.
Την επόμενη χρονιά, το 1839, ο Schwann εκδίδει ένα βιβλίο όπου διατυπώνει την κυτταρική θεωρία, η οποία κατά κάποιον τρόπο είναι στη βιολογία το αντίστοιχο με την ατομική θεωρία στη φυσική. Η κυτταρική θεωρία μαζί με την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου (1859) και τους νόμους της κληρονομικότητας του Μέντελ (1865) αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της βιολογίας. Στην αρχική της διατύπωση από τον Schwann περιείχε δύο σωστές προτάσεις και μία λάθος.
Οι σωστές προτάσεις είναι οι εξής:
- όλοι οι ζώντες οργανισμοί αποτελούνται από κύτταρα και
- το κύτταρο είναι η δομική και λειτουργική μονάδα όλων των ζώντων οργανισμών.
Ο εξαίρετος αυτός γερμανός γιατρός, προϊστορικός ανθρωπολόγος και κοινωνικός αγωνιστής συνάμα, σε βιβλίο που εξέδωσε το 1858 (έναν χρόνο πριν από την έκδοση της Καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου) διατύπωσε την περίφημη αρχή «omnis cellula e cellula», δηλαδή «όλα τα κύτταρα προέρχονται από προϋπάρχοντα κύτταρα». Είναι αυτά τα προϋπάρχοντα κύτταρα που σήμερα τα λέμε βλαστοκύτταρα. Στις αρχές του 20ού αιώνα πολλοί ερευνητές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ευρωπαίοι, διαπίστωσαν ότι τα κύτταρα του αίματος προέρχονται από μια συγκεκριμένη κατηγορία βλαστοκυττάρων.
Έπρεπε όμως να περάσουν πολλές δεκαετίες ως το 1963, όταν οι καναδοί ερευνητές Εrnest ΜcCullogh και James Τill κατάφεραν να μετρήσουν την αναγεννητική ικανότητα βλαστοκυττάρων μεταμοσχευθέντος νωτιαίου μυελού ποντικού. Έκτοτε έχει πραγματοποιηθεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός θεραπευτικών μεταμοσχεύσεων νωτιαίου μυελού. Μεταμοσχεύσεων που στην ουσία πρόκειται για μεταμοσχεύσεις «ενήλικων βλαστοκυττάρων».
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας και της βιοτεχνολογίας κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 έδωσε τη δυνατότητα στοχευμένων γενετικών τροποποιήσεων. Τούτο άνοιξε κυριολεκτικά τις πύλες για τη μελέτη των βλαστοκυττάρων του ανθρώπου. Έτσι το 1998 ο James Τhomson του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν πέτυχε να απομονώσει εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα του ανθρώπου από έμβρυα τα οποία δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για εξωσωματική γονιμοποίηση και επρόκειτο να καταστραφούν. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη κυτταρική σειρά από εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα του ανθρώπου. Στα 10 χρόνια που ακολούθησαν η ανάπτυξη της μελέτης των βλαστοκυττάρων του ανθρώπου έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Δημοσιεύονται περί τις 2.000 εργασίες τον χρόνο σε υψηλού κύρους επιστημονικά περιοδικά.
Οι μελέτες αυτές έδειξαν ότι ενδεχομένως τα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα του ανθρώπου είναι δυνατόν να διαφοροποιηθούν προς κάθε είδος κυττάρου και να χρησιμοποιηθούν για την αντικατάσταση διαφόρων ιστών και οργάνων όπως το συκώτι, η καρδιά, το πάγκρεας, ακόμη και ο νευρικός ιστός. Η υπερβολική και ως έναν βαθμό άκριτη προβολή από τα ΜΜΕ αυτού του ενδεχομένου δημιούργησε μεγάλες ελπίδες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Πάρα πολλοί ασθενείς συρρέουν σε χώρες όπου η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων είναι ανεξέλεγκτη και γίνεται υπό άθλιες συνθήκες ελπίζοντας σε μια θεραπεία που αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Πόσο όμως ρεαλιστικές είναι αυτές οι ελπίδες για το μέλλον;
Είναι πιθανόν να έρθει η στιγμή που η θεραπεία μιας νόσου, όπως ο διαβήτης ή η νόσος του Πάρκινσον, θα είναι μια σύριγγα γεμάτη βλαστοκύτταρα; Οι συγγραφείς του αφιερώματος που συμμετέχουν με ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτές τις μελέτες απαντούν, μέσα από την περιγραφή των ερευνών που πραγματοποιούνται, σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα. Η μελέτη των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων δεν δημιούργησε μόνο ελπίδες, δημιούργησε παράλληλα και προβλήματα. Τα προβλήματα είναι κυρίως ηθικού τύπου. Μεγάλες κοινωνικές ομάδες, με βάση τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, θεωρούν απαράδεκτη τη χρήση εμβρύων του ανθρώπου, σε όσο πρώιμα στάδια κι αν είναι αυτά τα έμβρυα, για τη λήψη βλαστικών κυττάρων.
Ας σημειωθεί ότι μόνο σε δύο από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Αγγλία, Σουηδία) η έρευνα για τα εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα του ανθρώπου είναι ελεύθερη. Στην Ιταλία, στην Ιρλανδία και στη Γερμανία απαγορεύεται. Στις δύο πρώτες λόγω της ισχυρής επίδρασης της Εκκλησίας, ενώ στη Γερμανία το ναζιστικό παρελθόν οδηγεί σε μια εξαιρετικά συντηρητική νομοθεσία, όταν πρόκειται για μελέτες που ακόμη και κατά το ελάχιστο μπορεί να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς πέρα από τους θεραπευτικούς. Όποιος κάηκε από τη σούπα φυσάει και το γιαούρτι. Στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, επιτρέπεται η λήψη βλαστοκυττάρων από πολύ πρώιμα έμβρυα τα οποία παρήχθησαν με εξωσωματική γονιμοποίηση και δεν εμφυτεύτηκαν στη μήτρα και πρόκειται να καταστραφούν. Η συναίνεση των γονέων είναι απαραίτητη.
Τούτα τα προβλήματα σε συνδυασμό και με άλλα, που σχετίζονται με τα βιολογικά χαρακτηριστικά των εμβρυϊκών βλαστοκυττάρων, έχουν οδηγήσει τους ερευνητές στην αναζήτηση νέων τεχνικών παραγωγής βλαστοκυττάρων. Οι αναγνώστες του αφιερώματος έχουν την ευκαιρία να πληροφορηθούν για αυτές τις τεχνικές και ιδιαίτερα για την πολύ πρόσφατη επιτυχία της δημιουργίας βλαστοκυττάρων από διαφοροποιημένα κύτταρα όπως αυτά του δέρματος. Πρόκειται για μια επανάσταση στον τομέα της έρευνας για τα βλαστοκύτταρα, που ενδεχομένως να αποτελέσει και τη βάση για θεραπευτικές εφαρμογές.