Κολλητά με την προηγούμενη ανάρτηση, ένα κείμενο για τη λεγόμενη «Εθνική» Βιβλιοθήκη. Έχω την εντύπωση, εθνική μπορεί να είναι, βιβλιοθήκη όμως δεν είναι με τίποτα!
(του Γιώργου Δεληγιαννάκη, Καθημερινή, 26/7/2008)
Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους ο αθηναϊκός Τύπος συνήθως ασχολείται με την Εθνική Βιβλιοθήκη: η συνεχής υποβάθμιση (και καταστροφή) του πλούτου της και οι επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες διαφόρων φορέων για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό της. Αν δεν κάνω λάθος, το προνόμιο αυτό το μοιράζεται με τον Εθνικό Κήπο, για τον οποίο αναλόγου τύπου αναφορές φιλοξενούνται συχνά στις εφημερίδες.
Αλλά ακόμα και αυτός δείχνει τελευταία κάποια δείγματα ευπρεπισμού.
Αν κάποιος, λοιπόν, θελήσει να εξερευνήσει τους κρυμμένους θησαυρούς της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όσους δηλαδή διασώθηκαν από επιδρομές τρωκτικών, πλημμύρες και άλλα δεινά, θα διαπιστώσει ότι τίποτα δεν φαίνεται να έχει ουσιαστικά αλλάξει στον τρόπο λειτουργίας της τα τελευταία είκοσι χρόνια, πλην, βεβαίως, του κλιματισμού και της δυνατότητας ηλεκτρονικής αναζήτησης, για τα οποία οι εργαζόμενοι είναι ιδιαιτέρως περήφανοι.
Το θερινό ωράριο μέχρι τις 14.00, τα βιβλία της Κεντρικής Αίθουσας σε άθλια κατάσταση συντήρησης, θέαμα που προκαλεί πραγματικά θλίψη. Τα τεύχη πολλών περιοδικών δεν έχουν ανανεωθεί εδώ και είκοσι χρόνια. Η μοναδική ηλεκτρονική πλατφόρμα πρόσβασης σε βάσεις δεδομένων και περιοδικά είναι προς το παρόν εικονική, η νοοτροπία των υπαλλήλων σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση και τον σεβασμό προς τους αναγνώστες παρουσιάζει τη γνωστή «χαλαρή» διάθεση.
Το πιο ενδιαφέρον, βέβαια, είναι ότι όλα τα βιβλία που εκδόθηκαν από το 2000 και έπειτα δεν είναι προσβάσιμα! Οκτώ ολόκληρα χρόνια αδιάκοπης παραγωγής χιλιάδων βιβλίων, ελληνικών και ξένων, δεν είναι διαθέσιμα στο κοινό, καθιστώντας τη χρήση της Βιβλιοθήκης από επιστήμονες και ερευνητές όλων των γνωστικών αντικειμένων, αν όχι ανέφικτη, εξαιρετικά προβληματική. Αναρωτιέται κανείς σε ποια κατηγορία αναγνωστών απευθύνεται αυτή η Εθνική Βιβλιοθήκη στη μορφή που εδώ και δεκαετίες λειτουργεί. Αλλωστε, ο κόσμος που την επισκέπτεται είναι ιδιαίτερα περιορισμένος. Βλέπει κανείς συχνά τουρίστες να επισκέπτονται και να χαζεύουν το επιβλητικό εσωτερικό της και ίσως αυτή να είναι η κύρια λειτουργία που επιτελεί σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη: ενός μουσειακού αξιοθέατου και όχι ενός σύγχρονου χώρου δημιουργίας, επιστημονικής έρευνας και καινοτομίας.
Είναι πράγματι αποκαρδιωτική οποιαδήποτε σύγκριση με αντίστοιχα ιδρύματα ευρωπαϊκών μητροπόλεων, πόσω μάλιστα όταν ακόμα και πόλεις με πληθυσμό όχι μεγαλύτερο των εκατό χιλιάδων κατοίκων σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αγγλία έχουν να επιδείξουν βιβλιοθήκες πραγματικά κοσμήματα, σημεία αναφοράς της πολιτιστικής ζωής κάθε περιοχής. Πρόκειται για χώρους σύγχρονους που σφύζουν από ζωή, καθώς άνθρωποι κάθε ηλικίας τούς επισκέπτονται συστηματικά, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα. Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι –αλλά αναμφίβολα και για πολλά ακόμη– μπορεί να περηφανεύεται, εκτός από την Εθνική ποδοσφαίρου, και για τη χειρότερη Εθνική Βιβλιοθήκη της Ευρώπης. Από Σεπτέμβρη, εξαγγελίες ανασυγκρότησης και ανανέωσης...