...
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (Κ.Γ.) έγραψε ένα σχόλιο στη στήλη «Ο τόνος του πνεύματος» στην εφημερίδα ΝΕΑ (11/6/2008) με τίτλο «Προς Τσακλοκούδουνο» (Τα Νέα, 11/6/2008). Όπως κατάλαβα εγώ αυτό το κείμενό του, ο Κ.Γ. απευθύνεται σε κάποιον που αναρωτήθηκε δημόσια ποιες ακριβώς είναι οι παραδόσεις, για τις οποίες κλήθηκαν οι φετινοί υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων να εκφέρουν άποψη.
Δεν διάβασα πουθενά κάποιο σχόλιο του Κ.Γ. -ίσως να μου διέφυγε όμως- για την αθλιότητα των μελών της εξεταστικής επιτροπής, να αλλοιώσουν ένα κείμενο του Γ. Σεφέρη, ώστε να πάρει την κατά την άποψή τους πρέπουσα οπισθοδρομική μορφή και στη συνέχεια να το υποβάλλουν ψευδώνυμα στους υποψήφιους των πανελλαδικών εξετάσεων για σχολιασμό - σχολιασμό των δικών τους απόψεων, όχι αυτών του Σεφέρη, οι οποίες είναι έτσι κι αλλιώς συντηρητικές! Το μόνο που βρήκα πάνω σ' αυτό το ζήτημα από τον Κ.Γ. ήταν η κανονιστική και διδασκαλική πραγματεία «Προς Τσακλοκούδουνο», τί είναι και τί δεν είναι παράδοση.
Ο Κ.Γ. βγαίνει καταρχάς επιθετικός, αποκαλώντας υποτιμητικά τον (φανταστικό ή υπαρκτό) συνομιλητή του Τσακλοκούδουνο (= Σαχλοκούδουνο), μάλλον για να τρομάξει ο αντίπαλος. Είναι ο συνήθης επιθετικός επαρχιωτισμός, με τον οποίο νομίζει ότι επιβάλλεται εύκολα στη σύναξη του καφενείου, όποιος διαθέτει υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση και πιο βροντερή φωνή. Σίγουρα, δεν έχει άδικο αυτός που αποκαλεί τον Κ.Γ. «τραμπούκο με τιράντες»!
Επί της ουσίας τώρα, ο Κ.Γ. μπερδεύει επίτηδες, όχι ότι δεν ξέρει, γενικά τις παραδόσεις, με ειδικότερες λαϊκές παραδόσεις και με τις λόγιες και προσπαθεί να περάσει την αντιφατική γραμμή που έχει αποδεχτεί για τον εαυτό του. Αυτό που δεν φαίνεται να υποψιάζεται ο επιφυλλιδογράφος των ΝΕΩΝ είναι ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της σύγχρονης Ελλάδας έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα, ιδίως μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα να ισχύουν για διάφορες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες τελείως διαφορετικά πρότυπα κοινωνικοποίησης και αποδοχής για τα σιωπηρώς επιβληθέντα και όχι «συμφωνημένα υπονοούμενα».
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (Κ.Γ.) έγραψε ένα σχόλιο στη στήλη «Ο τόνος του πνεύματος» στην εφημερίδα ΝΕΑ (11/6/2008) με τίτλο «Προς Τσακλοκούδουνο» (Τα Νέα, 11/6/2008). Όπως κατάλαβα εγώ αυτό το κείμενό του, ο Κ.Γ. απευθύνεται σε κάποιον που αναρωτήθηκε δημόσια ποιες ακριβώς είναι οι παραδόσεις, για τις οποίες κλήθηκαν οι φετινοί υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων να εκφέρουν άποψη.
Δεν διάβασα πουθενά κάποιο σχόλιο του Κ.Γ. -ίσως να μου διέφυγε όμως- για την αθλιότητα των μελών της εξεταστικής επιτροπής, να αλλοιώσουν ένα κείμενο του Γ. Σεφέρη, ώστε να πάρει την κατά την άποψή τους πρέπουσα οπισθοδρομική μορφή και στη συνέχεια να το υποβάλλουν ψευδώνυμα στους υποψήφιους των πανελλαδικών εξετάσεων για σχολιασμό - σχολιασμό των δικών τους απόψεων, όχι αυτών του Σεφέρη, οι οποίες είναι έτσι κι αλλιώς συντηρητικές! Το μόνο που βρήκα πάνω σ' αυτό το ζήτημα από τον Κ.Γ. ήταν η κανονιστική και διδασκαλική πραγματεία «Προς Τσακλοκούδουνο», τί είναι και τί δεν είναι παράδοση.
Ο Κ.Γ. βγαίνει καταρχάς επιθετικός, αποκαλώντας υποτιμητικά τον (φανταστικό ή υπαρκτό) συνομιλητή του Τσακλοκούδουνο (= Σαχλοκούδουνο), μάλλον για να τρομάξει ο αντίπαλος. Είναι ο συνήθης επιθετικός επαρχιωτισμός, με τον οποίο νομίζει ότι επιβάλλεται εύκολα στη σύναξη του καφενείου, όποιος διαθέτει υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση και πιο βροντερή φωνή. Σίγουρα, δεν έχει άδικο αυτός που αποκαλεί τον Κ.Γ. «τραμπούκο με τιράντες»!
Επί της ουσίας τώρα, ο Κ.Γ. μπερδεύει επίτηδες, όχι ότι δεν ξέρει, γενικά τις παραδόσεις, με ειδικότερες λαϊκές παραδόσεις και με τις λόγιες και προσπαθεί να περάσει την αντιφατική γραμμή που έχει αποδεχτεί για τον εαυτό του. Αυτό που δεν φαίνεται να υποψιάζεται ο επιφυλλιδογράφος των ΝΕΩΝ είναι ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της σύγχρονης Ελλάδας έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα, ιδίως μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα να ισχύουν για διάφορες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες τελείως διαφορετικά πρότυπα κοινωνικοποίησης και αποδοχής για τα σιωπηρώς επιβληθέντα και όχι «συμφωνημένα υπονοούμενα».
Να σημειώσω αρχικά ότι ο Κ.Γ. παραβλέπει τις σημαντικότατες και ζωντανές παμπάλαιες παραδόσεις της ζωοκλοπής, της απαγόρευσης ψήφου στις γυναίκες, της ρουφιανιάς στη χωροφυλακή και, μερικές φορές, του ταΐσματος των ζώων του γείτονα με φόλες. Πρόσφατα έζησα τυχαία περιστατικό που ψώφησαν 4-5 αρνιά ενός κτηνοτρόφου, τα οποία είχαν δηλητηριαστεί με ισχυρό ποντικοφάρμακο από κάποιον γείτονα!
Δεν είναι λοιπόν ο Κ.Γ. ο αρμοδιότερος να κάνει αυθαίρετα επιλογή από τη μεγάλη διαθέσιμη προσφορά συνηθειών και πρακτικών της ελληνικής επαρχίας και να αποφαίνεται, ποιες έχουν καθιερωθεί ως παραδόσεις και ποιες έχουν ατονίσει ή εξαφανιστεί. Αλλά μια λεπτομερέστερη εξέτασή τους δείχνει την πραγματικότητα:
Δεν είναι, λέει ο Κ.Γ., παράδοση «οι ψησταριές του Πάσχα, το τζατζίκι, η φουστανέλα και τα κόλλυβα», αλλά «η ελληνική δημοτική μουσική που ενέπνευσε τον Μπέλα Μπάρτοκ, τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον Σαιν-Σανς...» Ποτέ δεν βλάπτει μια επίδειξη γνώσεων - αν κατέχεις το θέμα, θα έπρεπε όμως αυτή η επίδειξη να μην ανατρέπει το ζητούμενο. πέρα απ' αυτό, θα έπρεπε να τα πει αυτά ο Κ.Γ. στους συμπατριώτες μας που εκστρατεύουν κάθε Πάσχα από Αθήνα και Θεσ/νίκη προς το θεσσαλικό κάμπο για να περάσουν «σύμφωνα με τις παραδόσεις μας», που λένε στα μικρόφωνα της τηλεόρασης, όταν ερωτηθούν στους σταθμούς διοδίων. Αυτό που μετράει είναι, τί αποδέχονται, συντηρούν και καλλιεργούν οι πολλοί, έστω και εν αγνοία τους και όχι αυτά που καταγράφει ο διανοούμενος στο γραφείο από τις αναμνήσεις του και τις διηγήσεις γονέων και παππούδων!
Είμαι βέβαιος ότι οι Θεσσαλοί ουδόλως σκέφτονται αυτά που ενέπνευσαν τους παντελώς άγνωστους στην ευρύτατη πλειοψηφία των Ελλήνων Μπάρτοκ, Ρίμσι-Κόρσακοφ, Σαιν-Σανς κτλ. παρά μόνο «ψησταριές, κόκκινα αυγά, τζατζίκι» και το γλέντι με συγγενείς και κουμπάρους. Ο Σεφέρης μπορεί να επιστρέφει στα πατρικά χώματα (μάλλον στα Βουρλά της Σμύρνης) για να πάρει δυνάμεις, «όταν ξαναδεί το χώμα που τον γέννησε», οι σύγχρονοι άνθρωποι βλέπουν όμως στα χωριά τους κακότεχνες απομιμήσεις της Αθήνας και της Θεσ/νίκης - ίσως γι' αυτό αποσιωπούν πολλοί την καταγωγή τους!
Μπορώ να κάνω δε εδώ και μια εκτίμηση ως προς τα μουσικά θέματα, επειδή τα ανέφερε ο Κ.Γ.: και η ευρωπαϊκή οργανική μουσική στηρίζεται από παλιά σε κάποιες εθνικές μουσικές και χορευτικές παραδόσεις (Allemande, Courante, Sarabande, Gigue, Menuett, Gavotte, Bourrée και άλλα πολλά), οι οποίες σταδιακά ατόνισαν και εξαφανίστηκαν στην αρχική μορφή τους, διασώθηκαν όμως ως προς τα ρυθμικά στοιχεία τους στα συμφωνικά έργα των μεγάλων δημιουργών της Αναγέννησης, του Μπαρόκ και της κλασσικής εποχής. Δεν χορεύει σήμερα κάποιος στη Γαλλία Gigue, τη γνωρίζει μέσα από τα έργα του Μπαχ και άλλων συνθετών.
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί, βέβαια, και στον ελληνόφωνο χώρο: είναι γνωστό ότι η ελληνική δημοτική μουσική που ενέπνευσε κάποιους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών εθνικών μουσικών σχολών, εκτελείται τώρα ομοφωνικά, άρα έχει ξεφύγει από την περιοχή της παραδοσιακής (δημοτικής) μουσικής και αξιοποιείται εκμοντερνισμένα (βλέπε και επόμενα περί σύγχυσης!) Γι' αυτό, δεν πάει κανείς πια στο χωριό ή στο νησί για να ακούσει αυτό που ενέπνευσε τον Μπάρτοκ, τον Σκαλκώτα και τον Ρίμσι-Κόρσακοφ, αλλά τη σημερινή εκδοχή τους με όργανα αρμονίας (ακορντεόν, πιάνο), με τα ευρωπαϊκά βιολιά και κλαρίνα και με χάλκινα πνευστά σε ομοφωνική διανομή.
Στη συνέχεια αναρωτιέμαι, πέρα από τα βαθυστόχαστα μουσικά που συζητάμε εδώ, γιατί να μην μπορεί να εμπνεύσει το λαχταριστό κοκορέτσι ή ένα κοντοσούβλι, συνοδευόμενα από άκρατον οίνον, κάποιον διηγηματογράφο ή μουσικοσυνθέτη, ώστε να ενταχθούν κι αυτά τα γαστριμαργικά κατασκευάσματα στις παραδόσεις του εκ Φθιώτιδος Κ.Γ.;
Δεν είναι παράδοση «ο μουσακάς και οι τηγανόπιτες», γράφει ο Κ.Γ., αλλά «η Λαϊκή Αρχιτεκτονική, που ενέπνευσε Πικιώνη, Κωνσταντινίδη...» Γι' αυτό ντε, όταν οι Πελοποννήσιοι καλούν ένα φίλος τους από τη Γαλλία ή τη Γερμανία στα χωριά τους, δεν τους ταΐζουν με «παραδοσιακά ελληνικά φαγητά» αλλά τους πολυβολούν με διαλέξεις για τον Πικιώνη και τον Κωνσταντινίδη. Απ' την άλλη μεριά, δεν είναι απόρρητο μυστικό, κάπου πρέπει να το έχει ακούσειο Κ.Γ. ότι, η όποια θρυλούμενη ελληνική «λαϊκή αρχιτεκτονική» μόνο σε μνημόσυνα πολεοδομίας και οικιστικής αξιοποιείται και ουδόλως έχει δημιουργήσει μέτρο και τυποποίηση της οικοδομικής εν Ελλάδι (βλέπουμε δα το δομημένο χώρο γύρω μας!) Άρα αποτελεί μόνο τμήμα μιας φανταστικής παράδοσης, αφού δεν επηρεάζει τις συνήθειες και τη ζωή μας.
Και για να μην επεκτείνομαι υπερβολικά θα αναφέρω ακόμα μόνο ότι, και η απλή λεκτική σύγκριση που κάνει ο Κ.Γ. μεταξύ της «Νεκρώσιμης Ακολουθίας του Δαμασκηνού» και του ισάξιου, λέει, «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ είναι άστοχη, γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο συγκρίσεως μεταξύ των μονοφωνικών φωνητικών έργων του Δαμασκηνού και των κατά μία ολόκληρη χιλιετία νεότερων συμφωνικών έργων του μουσικού κλασικισμού. Το μόνο σημείο συσχετισμού των δύο συγκεκριμένων έργων είναι ότι αναφέρονται αμφότερα σε μακαρίτες! Ο Κ.Γ. συγχέει τις, άσχετες μεταξύ τους, ανατολικές και δυτικές παραδόσεις που αντιπαλεύουν μέσα του και, αναποφάσιστος ων, τις βγάζει ισόπαλες.
Βέβαια, κάποιος άλλος, επίσης γνωστός θορυβοποιός σε θέματα «παράδοσης», είχε αποφανθεί προ καιρού ότι τα έργα των μετα-αναγεννησιακών εκκλησιαστικών συνθετών της Ευρώπης είναι «απλά ψελλίσματα σε σύγκριση με την υμνολογία της ορθόδοξης εκκλησίας». Μπροστά σ' αυτή την αμετροέπεια, ομολογώ ότι θεωρώ τη συγκεκριμένη αισθητική και μουσικολογική αστοχία του Κ.Γ. ασήμαντο παράπτωμα.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)