Ο Δημ. Μαρωνίτης επανέρχεται με νεότερη επιφυλλίδα του στο ΒΗΜΑ, 22/6/2008, στο θέμα της «λαθροχειρίας», της «κακοποίησης», της «παραχάραξης» ή της «παραποίησης» και μετάλλαξης κειμένου του Γ. Σεφέρη για τη λογοτεχνία σε ένα κείμενο με νοσταλγικούς στοχασμούς για τη χαμένη νεότητα, το χωριό της ανατροφής και τις ξεπερασμένες παραδόσεις των παππούδων. Στη συνέχεια όσων δημοσιεύτηκαν εδώ, προσθέτουμε και τον ακόλουθο εύστοχο σχολιασμό του γνωστού φιλολόγου.
Συνεχίζεται εταιρικός ο έλεγχος κακοποίησης ενός σημαντικού κειμένου στο δοκίμιο των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων για το μάθημα «Νεοελληνική Γλώσσα - Γενική Παιδεία». Εταιρικός έλεγχος, επειδή η ερεθιστική αφορμή ανήκει στη γενναία αντίδραση του Γιάννη Μαργιούλα, μάχιμου φιλολόγου από τα Χανιά, αποτυπωμένη στο Διαδίκτυο (alfavita.gr), αποδεικτικά παραθέματα της οποίας δημοσιεύτηκαν ήδη στο Μονοτονικό της περασμένης Κυριακής και διπλασιάζονται σήμερα.
Η προκείμενη κακοποίηση (λαθροχειρία την ονομάζει δικαίως ο Μαργιούλας) ελέγχεται κατ' ουσίαν πολλαπλή, τυπολογικά ωστόσο θα μπορούσε να περιοριστεί σε διπλή. Στον βαθμό που αφορά πρώτα στο αποσπασμένο (και αποσπασματικό για τις εξετάσεις) κείμενο του Σεφέρη, έπειτα στις εξεταστικές παρατηρήσεις (κυρίως στις Α και Γ). Στα αποδεικτικά στοιχεία της πρώτης κατηγορίας (αυθαίρετη αποσιώπηση των συμφραζομένων· σκόπιμη παράλειψη κρίσιμης πρότασης και μιας ολόκληρης παραγράφου· ιδεολογική εξαέρωση της, εξελισσόμενης και σύμμεικτης, λογοτεχνικής παράδοσης σε μονοσήμαντη και περιοριστική παράδοση) επέμεινε το προηγούμενο Μονοτονικό. Σήμερα ο έλεγχος μεταφέρεται στις δύο ακραίες παρατηρήσεις, που αποκαλύπτουν τα κίνητρα και τους στόχους της εξεταστικής αυτής λαθροχειρίας.
Προτάσσεται η παρατήρηση Γ, η φτηνή σκηνοθεσία και η κραυγαλέα ρητορεία της οποίας θα εξόργιζαν σίγουρα τον Σεφέρη. Αντιγράφω: «Ο Δήμος σας διοργανώνει μια εκδήλωση με θέμα την παράδοση. Ως εκπρόσωπος της μαθητικής σας κοινότητας αναλάβατε τη σύνταξη ενός κειμένου που θα εκφωνηθεί στην εκδήλωση. Σ' αυτό να αναφέρετε τις αιτίες για τις οποίες πολλοί νέοι σήμερα έχουν απομακρυνθεί από την παράδοση και να προτείνετε τρόπους επανασύνδεσής τους με αυτήν (500-600 λέξεις). Εξηγείται (και πώς) ο εντεταλμένος αυτός εκβιασμός των υποψηφίων, που τους υποχρεώνει, εκτός των άλλων, και σε ρητορική επίδειξη της κακιάς ώρας;
Παραθέτω πάλι, αποσπασματικά κατ' ανάγκην, τη διπλή εξήγηση που προτείνει ο Γιάννης Μαργιούλας, την οποία και ανεπιφύλακτα προσυπογράφω: «Μια πρώτη απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά πολιτική: καθώς οι γενικές εξετάσεις συνιστούν διαβατήρια τελετή (rite de passage) για την ενηλικίωση, οι υποψήφιοι επιστήμονες οφείλουν να δηλώσουν (υποκριτικά - ξεϋποκριτικά, δεν έχει σημασία) τη νομιμοφροσύνη τους στις κατεστημένες αξίες, υποβαλλόμενοι σε τεστ παραδοσιολαγνείας.
Για να κριθούν γλωσσικά ικανοί, μόνο αν κατορθώσουν να μιμηθούν το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου ενός συνταξιούχου γυμνασιάρχη [...]. Μια δεύτερη απάντηση - ίσως πειστικότερη - φοβάμαι πως είναι κυνική: διατύπωσαν έτσι το θέμα, όποιοι το διατύπωσαν, γιατί αυτά γράφουν εδώ και χρόνια τα εκθεσιολόγια και οι σημειώσεις των φροντιστηρίων. Η στοίχιση της επιτροπής γενικών εξετάσεων στον φροντιστηριακό σχεδιασμό χρόνο με χρόνο γίνεται όλο και πιο απροκάλυπτη [...], προδίνοντας ακόμα και τους διακηρυγμένους στόχους της διδασκαλίας του μαθήματος. Η επιτροπή, προσαρμόζοντας το πνεύμα του Σεφέρη στο περιεχόμενο της τυποποιημένης φροντιστηριακής κομπίνας, κλείνει συνωμοτικά το μάτι στον υποψήφιο (θα πρόσθετα εγώ: και στον εξεταστή) και τον καθησυχάζει, παραπέμποντάς τον στην τάδε σελίδα των φροντιστηριακών σημειώσεων, όπου αριθμούνται μηχανιστικά οι αιτίες και οι τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος. Υποσημειώνεται ότι η υπάκουη εκτέλεση της εκβιαστικής αυτής εντολής αμείβεται με 50 μονάδες - τις μισές επί του συνόλου.
Λιγότερα εκκωφαντικά, αλλά εξίσου παραπλανητικά, είναι τα ζητούμενα της παρατήρησης Α, που και αυτή ανταμείβεται με 25 μονάδες - τέταρτο τώρα επί του συνόλου. Αντιγράφω πάλι επακριβώς: «Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη (90-110 λέξεις) του κειμένου που σας δόθηκε». Εδώ η διατύπωση της παρατήρησης θυμίζει δημοτικό σχολείο, αλλά αυτό είναι το λιγότερο - το χειρότερο λανθάνει. Και αυτό αποκαλύπτει, εύστοχα πάλι, ο Γιάννης Μαργιούλας. Γράφει, μετά την παραλειπόμενη εδώ εισαγωγική του πρόταση:
«Πώς είναι δυνατόν να πυκνώσει κάποιος δύο παραγράφους; και τι νόημα θα είχε ένα τέτοιο ζητούμενο;[...] Ποια ικανότητα των υποψηφίων ανιχνεύεται με την άσκηση κοσκινίσματος του κοσκινισμένου; η ταχυδακτυλουργία να μετατρέπεις τις τριακόσιες λέξεις σε εκατό; [...] Οι ασκήσεις πύκνωσης του λόγου στο Λύκειο γίνονται για να δούμε αν οι μαθητές μπορούν να κατανοήσουν και να αποδώσουν συνοπτικά το περιεχόμενο μεγαλύτερων κειμένων, σαν αυτά που θα συναντούν στη ζωή τους ως πολίτες και επιστήμονες [...] και όχι για να εγκύπτουν πάνω από λέξεις δύο παραγράφων σαν σχολαστικοί φιλόλογοι.»
Κλείνοντας, προσθέτω ανυποχώρητη και την προσωπική μου αποστροφή για τις σχολικού τύπου (και όχι μόνον) περιλήψεις.
Δ.Μαρωνίτης