Οι Ρωμαίοι είχαν σημαντικές επιδόσεις στον κτηριακό τομέα, όπου χρησιμοποιούσαν το λεγόμενο ρωμαϊκό μπετόν. Το μάλλον αξιολογότερο δείγμα από τα μνημειακά κτήρια είναι το Πάνθεον της Ρώμης, αφιερωμένο στους θεούς του Ολύμπου, του οποίου η ανοικοδόμηση άρχισε επί Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) και τελείωσε επί Αδριανού (117-138 μ.Χ.) Το κτίσμα αυτό ανοικοδομήθηκε στα ερείπια του προγενέστερου Πανθέου του Αγρίππα, το οποίο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά.
Ο μνημειώδης τρούλος του Πανθέου, ο πρώτος αυτού του είδους στην ιστορία της τεχνικής, έχει διάμετρο λίγο μεγαλύτερη των 43 μέτρων και δεν έχει ξεπεραστεί από νεότερα όμοια κτήρια, ακόμα και στην Αναγέννηση ή στο Μπαρόκ. έχει μεγάλο βάρος, είναι τοποθετημένος πάνω σε ένα κυκλικό κτίσμα και δεν έχει ανοίγματα, εκτός από ένα στην κορυφή, το οπαίον, ένα «φωταγωγό» για την είσοδο του ημερήσιου φωτισμού και την απαγωγή καπνών από τις τελετουργίες.
Σημειώνουμε ότι ο τρούλος του έτερου ομοειδούς έργου της ύστερης Αρχαιότητας, του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κων/πολη, που κτίστηκε 4 αιώνες μετά το Πάνθεον, έχει μικρότερη διάμετρο, περί τα 33 μέτρα. Το κτίσμα αυτού του ναού έχει συνθετότερη δομή, χωρίς τους ανθεκτικούς τοίχους του πρότυπου αλλά με αντηρίδες για τη στήριξη της σκεπής. Ενώ δε το Πάνθεον έχει στην κορυφή μόνο το οπαίον, ο τρούλος της Αγίας Σοφίας διαθέτει περιμετρικά πολλά ανοίγματα, τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατάλληλα, ώστε στον παρατηρητή από κάτω να δημιουργείται την ημέρα η ψευδαίσθηση ότι το εποικοδόμημα αιωρείται.
Οι σύγχρονοι μελετητές του Πανθέου προβληματίζονταν για αρκετό καιρό με ποια οργανωτικά μέτρα μεθόδευσαν οι Ρωμαίοι τεχνικοί, πριν από σχεδόν 2000 χρόνια, την κατασκευή του τρούλου που είναι μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση. Αρχικά κατασκευάστηκε ο στιβαρός κυκλικός τοίχος πάνω στα θεμέλια του παλιού Πανθέου. Η σκαλωσιά που προσαρμοζόταν σε ύψος με την εξέλιξη του έργου, είχε στην κορυφή μια πλατφόρμα για την απόθεση των υλικών (τούβλα και το μπετόν) και για την κίνηση των εργατών.
Μέχρι το πρώτο γείσο του κτηρίου (βλέπε εναλλασσόμενες εικόνες που ακολουθούν) οι εργασίες εξελίχθηκαν παραδοσιακά. Από εκεί και πάνω αρχίζει η τοποθέτηση φατνωμάτων σε περιμετρική διάταξη, τα οποία κρέμονται στον εξωτερικό τοίχο πάνω από το κυκλικό υπόβαθρο του τρούλου. Φατνώματα ονομάζονται τα κατασκευαστικά στοιχεία που χρησιμεύουν στην υποστήριξη ή διακόσμηση μιας οροφής ή ενός θόλου. Αυτά τα φατνώματα δεν έχουν όμως εδώ μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει με τις οροφές άλλων αρχαίων, μεσαιωνικών ή αναγεννησιακών κτηρίων, αλλά συμβάλλουν κυρίως στη δημιουργία του «ενιαίου» θόλου.
Μεγαλύτερη δυσκολία πρέπει να προκάλεσε, βέβαια, η κατασκευή του ανώτερου τμήματος του θόλου, όπου η σφαιρική επιφάνεια με το οπαίον είναι σχεδόν οριζόντια. Το μεγαλύτερο μέρος του Πανθέου καλυπτόταν εσωτερικά από φύλλο χαλκού, το οποίο αφαιρέθηκε το 17ο αιώνα με εντολή του πάπα Ουρβανού Η', για να αξιοποιηθεί στο ναό του Άγιου Πέτρου στο Βατικανό. Άλλο ένα παράδειγμα λεηλασίας αρχαίου μνημείου για τη διακόσμηση χριστιανικού ναού.
Στην επίδειξη σχεδίων του Gerd Heene που ακολουθεί, φαίνονται οι διαδοχικές φάσεις των εργασιών που εκτελέστηκαν για να ολοκληρωθεί αυτό το μνημειώδες οικοδόμημα της Αρχαιότητας.
Ο μνημειώδης τρούλος του Πανθέου, ο πρώτος αυτού του είδους στην ιστορία της τεχνικής, έχει διάμετρο λίγο μεγαλύτερη των 43 μέτρων και δεν έχει ξεπεραστεί από νεότερα όμοια κτήρια, ακόμα και στην Αναγέννηση ή στο Μπαρόκ. έχει μεγάλο βάρος, είναι τοποθετημένος πάνω σε ένα κυκλικό κτίσμα και δεν έχει ανοίγματα, εκτός από ένα στην κορυφή, το οπαίον, ένα «φωταγωγό» για την είσοδο του ημερήσιου φωτισμού και την απαγωγή καπνών από τις τελετουργίες.
Σημειώνουμε ότι ο τρούλος του έτερου ομοειδούς έργου της ύστερης Αρχαιότητας, του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κων/πολη, που κτίστηκε 4 αιώνες μετά το Πάνθεον, έχει μικρότερη διάμετρο, περί τα 33 μέτρα. Το κτίσμα αυτού του ναού έχει συνθετότερη δομή, χωρίς τους ανθεκτικούς τοίχους του πρότυπου αλλά με αντηρίδες για τη στήριξη της σκεπής. Ενώ δε το Πάνθεον έχει στην κορυφή μόνο το οπαίον, ο τρούλος της Αγίας Σοφίας διαθέτει περιμετρικά πολλά ανοίγματα, τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατάλληλα, ώστε στον παρατηρητή από κάτω να δημιουργείται την ημέρα η ψευδαίσθηση ότι το εποικοδόμημα αιωρείται.
Οι σύγχρονοι μελετητές του Πανθέου προβληματίζονταν για αρκετό καιρό με ποια οργανωτικά μέτρα μεθόδευσαν οι Ρωμαίοι τεχνικοί, πριν από σχεδόν 2000 χρόνια, την κατασκευή του τρούλου που είναι μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση. Αρχικά κατασκευάστηκε ο στιβαρός κυκλικός τοίχος πάνω στα θεμέλια του παλιού Πανθέου. Η σκαλωσιά που προσαρμοζόταν σε ύψος με την εξέλιξη του έργου, είχε στην κορυφή μια πλατφόρμα για την απόθεση των υλικών (τούβλα και το μπετόν) και για την κίνηση των εργατών.
Μέχρι το πρώτο γείσο του κτηρίου (βλέπε εναλλασσόμενες εικόνες που ακολουθούν) οι εργασίες εξελίχθηκαν παραδοσιακά. Από εκεί και πάνω αρχίζει η τοποθέτηση φατνωμάτων σε περιμετρική διάταξη, τα οποία κρέμονται στον εξωτερικό τοίχο πάνω από το κυκλικό υπόβαθρο του τρούλου. Φατνώματα ονομάζονται τα κατασκευαστικά στοιχεία που χρησιμεύουν στην υποστήριξη ή διακόσμηση μιας οροφής ή ενός θόλου. Αυτά τα φατνώματα δεν έχουν όμως εδώ μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει με τις οροφές άλλων αρχαίων, μεσαιωνικών ή αναγεννησιακών κτηρίων, αλλά συμβάλλουν κυρίως στη δημιουργία του «ενιαίου» θόλου.
Μεγαλύτερη δυσκολία πρέπει να προκάλεσε, βέβαια, η κατασκευή του ανώτερου τμήματος του θόλου, όπου η σφαιρική επιφάνεια με το οπαίον είναι σχεδόν οριζόντια. Το μεγαλύτερο μέρος του Πανθέου καλυπτόταν εσωτερικά από φύλλο χαλκού, το οποίο αφαιρέθηκε το 17ο αιώνα με εντολή του πάπα Ουρβανού Η', για να αξιοποιηθεί στο ναό του Άγιου Πέτρου στο Βατικανό. Άλλο ένα παράδειγμα λεηλασίας αρχαίου μνημείου για τη διακόσμηση χριστιανικού ναού.
Στην επίδειξη σχεδίων του Gerd Heene που ακολουθεί, φαίνονται οι διαδοχικές φάσεις των εργασιών που εκτελέστηκαν για να ολοκληρωθεί αυτό το μνημειώδες οικοδόμημα της Αρχαιότητας.
(Από την «Ιστορία της Τεχνολογίας»)
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)