Δοκίμιο του Νίκου Δήμου
(Με δικό μου σχόλιο στο τέλος!)
(Με δικό μου σχόλιο στο τέλος!)
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι δύο: «Ποιος είναι ο Χριστός;» και «Πού βρίσκεται σήμερα η εκκλησία Του;»
Ας δηλώσω από την αρχή ότι θεωρώ τον εαυτό μου αναρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα. Δεν είμαι μελετητής των εκκλησιαστικών θεμάτων. Επί πλέον, από την απάντησή μου στο πρώτο ερώτημα θα καταφανεί ότι δεν θεωρώ πως οι υπάρχουσες Χριστιανικές εκκλησίες είναι «εκκλησίες Του», ότι δηλαδή εκπροσωπούν την πραγματική του διδασκαλία.
Ας ξεκαθαρίσω επίσης από την αρχή πως δεν θα απαντήσω ως πιστός. Η πίστη είναι υποκειμενική, ανήκει στον αυστηρά προσωπικό χώρο και δύσκολα προσφέρεται για φιλοσοφικό διάλογο, ανάλυση ή διαπραγμάτευση. Πέρα από το γεγονός ότι, επειδή σέβομαι βαθύτατα το μυστήριο του Είναι, θεωρώ πως ό,τι λέγεται η γράφεται για το Άρρητο, το προδίδει. Άρα η απάντησή μου θα δοθεί χωρίς προσφυγή σε μεταφυσικές ή άλλες υπερβατικές δοξασίες.
Αν για τους παραπάνω λόγους αποκλειστεί η θεϊκή του υπόσταση, το ζητούμενο «ποιος είναι ο Χριστός;» θα μπορούσε να αναφέρεται στο ιστορικό πρόσωπο – ή στην διδασκαλία. Θα αναφερθώ στην δεύτερη που πιθανότατα συμπίπτει με το πρώτο. Στα αρχαιότερα κείμενα της χριστιανικής παράδοσης ο Ιησούς εμφανίζεται πολύ περισσότερο ως διδάσκαλος ήθους και πολύ λιγότερο ως δημιουργός θρησκείας (δηλαδή θεολογικού δόγματος). Θα έλεγα, περισσότερο σαν άνθρωπος παρά σαν Θεός. Ακόμα και στα (μεταγενέστερα) Ευαγγέλια, ο ίδιος ουδέποτε δηλώνει ευθέως πως είναι Θεός. Άλλωστε η βιβλική φιλολογική έρευνα δείχνει πως, στην Καινή Διαθήκη, οι περισσότερες (αν όχι όλες) οι αναφορές σε δογματικά και θρησκειολογικά θέματα, εκπληρώσεις προφητειών, και άλλα θεολογικά, είναι κατοπινές προσθήκες. Τα Ευαγγέλια έχουν γραφτεί αντίστροφα για να εκπληρώσουν τους όρους που έθετε η ήδη διαμορφωμένη πίστη. Πράγμα που φαίνεται και από τις προγενέστερές τους αυθεντικές επιστολές του Αποστόλου Παύλου και τις Πράξεις των Αποστόλων.
Μέσα στα πρώτα κείμενα βλέπω τον Χριστό ως άνθρωπο: χαρισματικό, μεγαλοφυή, μεγαλόκαρδο – αλλά άνθρωπο. Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη αξία της παρουσίας και της διδασκαλίας του. Ένας ημίθεος ή θεάνθρωπος θα παρουσίαζε ενδιαφέρον ως σύνθετο ον (κάτι σαν Κένταυρος) αλλά περιέχει ανυπέρβλητες εννοιολογικές δυσκολίες που ταλαιπώρησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους θεολόγους επί αιώνες: από τον Ιγνάτιο της Αντιοχείας, τον Άρειο, τον Νεστόριο και την Σύνοδο της Χαλκηδόνος μέχρι τον Rudolf Bultman. Επιπλέον η διαπραγμάτευση του θέματος ξεφεύγει από τους όρους του κειμένου αυτού, που γράφεται χωρίς μεταφυσικές παραδοχές.
Η θεώρηση του Χριστού ως ανθρώπου όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την διδασκαλία του, αλλά την ενισχύει. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι η διδαχή του αποκτά νόημα, κύρος και αξία, μόνον αν είναι άνθρωπος. Αν είναι Θεός, πρόκειται για «πολιτική προπαγάνδα» – και η όλη πορεία και Σταύρωσή του, γίνεται κάτι σαν σκηνοθετημένη παράσταση. Με έκβαση γνωστή εκ των προτέρων και κίνδυνο μηδενικό.
Η διδαχή του Ιησού προϋποθέτει ένα κόσμο ατελή, πόνου και δυστυχίας. Ένα κόσμο όπου είτε δεν υπάρχει Θεός, είτε, αν υπάρχει, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μοίρα των ανθρώπων. Σε αυτόν τον παράλογο κόσμο έρχεται ο Χριστός και προσφέρει ως αντίδοτο την αγάπη. Το κίνημά του, όχι μόνον δεν αποτελεί συμπλήρωμα ή ολοκλήρωση του θεϊκού έργου – βρίσκεται σε αντίθεση με αυτό. Αν υπήρχε Θεός ο οποίος «τα πάντα εν Σοφία εποίησεν», ο Χριστός και το κήρυγμά του θα περίττευαν. Ένα και μόνο νεύμα του Παντοδύναμου, θα είχε εξαφανίσει τον πόνο από την γη.
Η θεωρία ότι ο Θεός χρησιμοποιεί την οδύνη «για να μας δοκιμάσει» είναι εξευτελιστική για την οποιαδήποτε έννοια Θεού και ανάξια φιλοσοφικής διαπραγμάτευσης. Όσο για το σαδιστικό εφεύρημα του «προπατορικού αμαρτήματος», απόγονο των πρωτόγονων ταμπού – είναι σαφώς ένα εξουσιαστικό τέχνασμα του κάθε ιερατείου για να κρατάει δέσμιους τους πιστούς του.
Για την λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου, ο Ιησούς δεν προτείνει δογματικές ή ιεροτελεστικές αλλά ηθικές λύσεις. Η δογματική του είναι δεδομένη για τους ακροατές του – αυτή του Εβραϊκού νόμου και των προφητών, τους οποίους «ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι». Δεν απαιτεί τόσο να πιστέψουμε σε κάτι όσο να κάνουμε κάτι. Δεν δίνει σημασία στην θρησκευτική τελετουργία αλλά στην ανθρώπινη πράξη («άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου»). Ακόμα και την πανίσχυρη στο Εβραϊκό χώρο έννοια της αμαρτίας την ξεπερνάει με την αγάπη. Η ουσία αυτού του κηρύγματος είναι να φέρει τους ανθρώπους κοντά και με την δύναμη της αγάπης να τους δώσει την δυνατότητα επιβίωσης σε έναν απάνθρωπο κόσμο: τον κόσμο της φθοράς, της απώλειας και του θανάτου.
Έτσι λοιπόν για μένα, η διδασκαλία του Χριστού είναι ένα κήρυγμα διαμαρτυρίας για την ψυχρότητα και την σιωπή του σύμπαντος, ένα κήρυγμα πανανθρώπινης αλληλεγγύης μπροστά στην αδιαφορία των ουρανών.
Το πως αυτή η διδασκαλία αναμίχθηκε με ένα σωρό ξένες δοξασίες και χρησίμευσε για να συνταχθεί ένα δόγμα, μία θεοδικία και για να παγιωθούν περίλαμπρα εξουσιαστικά οικοδομήματα (που έχουν εντελώς λησμονήσει την αφετηρία τους) αυτό το έχει καταδείξει ήδη η ιστορική έρευνα. Όταν αποκρυσταλλώθηκε οριστικά το δόγμα, η Αγάπη πέρασε στο περιθώριο. Η λέξη «αγάπη» απουσιάζει εντελώς από το Σύμβολο της Πίστεως (το γνωστό σε όλους «Πιστεύω»).
Κάποιος που σήμερα θα ξεκινούσε να διδάξει από την αρχή την Επί του Όρους Ομιλία, θα κινδύνευε – κυρίως από τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής και της κοσμικής εξουσίας. Κάτι γνώριζε εκείνος που την ονόμασε «σκάνδαλο».
>Η πραγματική διδαχή του Ιησού δεν πρόλαβε να διαδοθεί. Δεν απέκτησε ποτέ την παραμικρή δυνατότητα να εξαπλωθεί και να πείσει. Οι ίδιοι οι κατηχητές και οι πιστοί της, την πρόδωσαν πρώτοι. Γι αυτό και μπορούμε να μιλάμε για αποτυχία του Χριστιανισμού. Μπορεί να απέκτησε εκατοντάδες εκατομμύρια πιστούς, να ανέδειξε ιεράρχες και θεολόγους, να οικοδόμησε μυριάδες ναούς – αλλά δεν κατόρθωσε το ουσιαστικό: να αλλάξει τον κόσμο.
Είναι η μοίρα των μεγάλων διδασκάλων να προδίδονται από τους ίδιους τους πιστούς τους. Και ο Βούδας, που είχε σαν μόνο στόχο του την υπέρβαση του ανθρώπινου άλγους, που ουδέποτε θέλησε να θεολογήσει – θεοποιήθηκε μερικούς αιώνες μετά τον θάνατό του. Έγινε άγαλμα και εικόνα (παρά την ρητή του απαγόρευση για κάθε είδους απεικονίσεις) απέκτησε αγίους και οσίους, λειτουργούς και Δαλάι-Λάμες.
Φαίνεται ότι η επιθυμία των ανθρώπων για το επέκεινα και την εδώ τελετουργική απεικόνισή του είναι τόσο ισχυρή που τίποτα δεν μπορεί να της αντισταθεί. Όπως και η ανάγκη τους για μία «μαγική», ετεροκινούμενη λύση στα προβλήματά τους.
Σίγουρα είναι πιο εύκολο να ανάψεις ένα κερί, από το να κάνεις μία καλή πράξη. Να παρακαλέσεις έναν άγιο, από το να ασκήσεις την αγάπη.
Όλα αυτά δεν αφαιρούν αλλά προσθέτουν στο ανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού. Που οραματίστηκε ένα κόσμο πολύ πιο πλούσιο σε ανθρώπινες αξίες. Απλά η ανθρωπότητα δεν στάθηκε αντάξιά του.
Ας δηλώσω από την αρχή ότι θεωρώ τον εαυτό μου αναρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα. Δεν είμαι μελετητής των εκκλησιαστικών θεμάτων. Επί πλέον, από την απάντησή μου στο πρώτο ερώτημα θα καταφανεί ότι δεν θεωρώ πως οι υπάρχουσες Χριστιανικές εκκλησίες είναι «εκκλησίες Του», ότι δηλαδή εκπροσωπούν την πραγματική του διδασκαλία.
Ας ξεκαθαρίσω επίσης από την αρχή πως δεν θα απαντήσω ως πιστός. Η πίστη είναι υποκειμενική, ανήκει στον αυστηρά προσωπικό χώρο και δύσκολα προσφέρεται για φιλοσοφικό διάλογο, ανάλυση ή διαπραγμάτευση. Πέρα από το γεγονός ότι, επειδή σέβομαι βαθύτατα το μυστήριο του Είναι, θεωρώ πως ό,τι λέγεται η γράφεται για το Άρρητο, το προδίδει. Άρα η απάντησή μου θα δοθεί χωρίς προσφυγή σε μεταφυσικές ή άλλες υπερβατικές δοξασίες.
Αν για τους παραπάνω λόγους αποκλειστεί η θεϊκή του υπόσταση, το ζητούμενο «ποιος είναι ο Χριστός;» θα μπορούσε να αναφέρεται στο ιστορικό πρόσωπο – ή στην διδασκαλία. Θα αναφερθώ στην δεύτερη που πιθανότατα συμπίπτει με το πρώτο. Στα αρχαιότερα κείμενα της χριστιανικής παράδοσης ο Ιησούς εμφανίζεται πολύ περισσότερο ως διδάσκαλος ήθους και πολύ λιγότερο ως δημιουργός θρησκείας (δηλαδή θεολογικού δόγματος). Θα έλεγα, περισσότερο σαν άνθρωπος παρά σαν Θεός. Ακόμα και στα (μεταγενέστερα) Ευαγγέλια, ο ίδιος ουδέποτε δηλώνει ευθέως πως είναι Θεός. Άλλωστε η βιβλική φιλολογική έρευνα δείχνει πως, στην Καινή Διαθήκη, οι περισσότερες (αν όχι όλες) οι αναφορές σε δογματικά και θρησκειολογικά θέματα, εκπληρώσεις προφητειών, και άλλα θεολογικά, είναι κατοπινές προσθήκες. Τα Ευαγγέλια έχουν γραφτεί αντίστροφα για να εκπληρώσουν τους όρους που έθετε η ήδη διαμορφωμένη πίστη. Πράγμα που φαίνεται και από τις προγενέστερές τους αυθεντικές επιστολές του Αποστόλου Παύλου και τις Πράξεις των Αποστόλων.
Μέσα στα πρώτα κείμενα βλέπω τον Χριστό ως άνθρωπο: χαρισματικό, μεγαλοφυή, μεγαλόκαρδο – αλλά άνθρωπο. Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη αξία της παρουσίας και της διδασκαλίας του. Ένας ημίθεος ή θεάνθρωπος θα παρουσίαζε ενδιαφέρον ως σύνθετο ον (κάτι σαν Κένταυρος) αλλά περιέχει ανυπέρβλητες εννοιολογικές δυσκολίες που ταλαιπώρησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους θεολόγους επί αιώνες: από τον Ιγνάτιο της Αντιοχείας, τον Άρειο, τον Νεστόριο και την Σύνοδο της Χαλκηδόνος μέχρι τον Rudolf Bultman. Επιπλέον η διαπραγμάτευση του θέματος ξεφεύγει από τους όρους του κειμένου αυτού, που γράφεται χωρίς μεταφυσικές παραδοχές.
Η θεώρηση του Χριστού ως ανθρώπου όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την διδασκαλία του, αλλά την ενισχύει. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι η διδαχή του αποκτά νόημα, κύρος και αξία, μόνον αν είναι άνθρωπος. Αν είναι Θεός, πρόκειται για «πολιτική προπαγάνδα» – και η όλη πορεία και Σταύρωσή του, γίνεται κάτι σαν σκηνοθετημένη παράσταση. Με έκβαση γνωστή εκ των προτέρων και κίνδυνο μηδενικό.
Η διδαχή του Ιησού προϋποθέτει ένα κόσμο ατελή, πόνου και δυστυχίας. Ένα κόσμο όπου είτε δεν υπάρχει Θεός, είτε, αν υπάρχει, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μοίρα των ανθρώπων. Σε αυτόν τον παράλογο κόσμο έρχεται ο Χριστός και προσφέρει ως αντίδοτο την αγάπη. Το κίνημά του, όχι μόνον δεν αποτελεί συμπλήρωμα ή ολοκλήρωση του θεϊκού έργου – βρίσκεται σε αντίθεση με αυτό. Αν υπήρχε Θεός ο οποίος «τα πάντα εν Σοφία εποίησεν», ο Χριστός και το κήρυγμά του θα περίττευαν. Ένα και μόνο νεύμα του Παντοδύναμου, θα είχε εξαφανίσει τον πόνο από την γη.
Η θεωρία ότι ο Θεός χρησιμοποιεί την οδύνη «για να μας δοκιμάσει» είναι εξευτελιστική για την οποιαδήποτε έννοια Θεού και ανάξια φιλοσοφικής διαπραγμάτευσης. Όσο για το σαδιστικό εφεύρημα του «προπατορικού αμαρτήματος», απόγονο των πρωτόγονων ταμπού – είναι σαφώς ένα εξουσιαστικό τέχνασμα του κάθε ιερατείου για να κρατάει δέσμιους τους πιστούς του.
Για την λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου, ο Ιησούς δεν προτείνει δογματικές ή ιεροτελεστικές αλλά ηθικές λύσεις. Η δογματική του είναι δεδομένη για τους ακροατές του – αυτή του Εβραϊκού νόμου και των προφητών, τους οποίους «ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι». Δεν απαιτεί τόσο να πιστέψουμε σε κάτι όσο να κάνουμε κάτι. Δεν δίνει σημασία στην θρησκευτική τελετουργία αλλά στην ανθρώπινη πράξη («άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου»). Ακόμα και την πανίσχυρη στο Εβραϊκό χώρο έννοια της αμαρτίας την ξεπερνάει με την αγάπη. Η ουσία αυτού του κηρύγματος είναι να φέρει τους ανθρώπους κοντά και με την δύναμη της αγάπης να τους δώσει την δυνατότητα επιβίωσης σε έναν απάνθρωπο κόσμο: τον κόσμο της φθοράς, της απώλειας και του θανάτου.
Έτσι λοιπόν για μένα, η διδασκαλία του Χριστού είναι ένα κήρυγμα διαμαρτυρίας για την ψυχρότητα και την σιωπή του σύμπαντος, ένα κήρυγμα πανανθρώπινης αλληλεγγύης μπροστά στην αδιαφορία των ουρανών.
Το πως αυτή η διδασκαλία αναμίχθηκε με ένα σωρό ξένες δοξασίες και χρησίμευσε για να συνταχθεί ένα δόγμα, μία θεοδικία και για να παγιωθούν περίλαμπρα εξουσιαστικά οικοδομήματα (που έχουν εντελώς λησμονήσει την αφετηρία τους) αυτό το έχει καταδείξει ήδη η ιστορική έρευνα. Όταν αποκρυσταλλώθηκε οριστικά το δόγμα, η Αγάπη πέρασε στο περιθώριο. Η λέξη «αγάπη» απουσιάζει εντελώς από το Σύμβολο της Πίστεως (το γνωστό σε όλους «Πιστεύω»).
Κάποιος που σήμερα θα ξεκινούσε να διδάξει από την αρχή την Επί του Όρους Ομιλία, θα κινδύνευε – κυρίως από τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής και της κοσμικής εξουσίας. Κάτι γνώριζε εκείνος που την ονόμασε «σκάνδαλο».
>Η πραγματική διδαχή του Ιησού δεν πρόλαβε να διαδοθεί. Δεν απέκτησε ποτέ την παραμικρή δυνατότητα να εξαπλωθεί και να πείσει. Οι ίδιοι οι κατηχητές και οι πιστοί της, την πρόδωσαν πρώτοι. Γι αυτό και μπορούμε να μιλάμε για αποτυχία του Χριστιανισμού. Μπορεί να απέκτησε εκατοντάδες εκατομμύρια πιστούς, να ανέδειξε ιεράρχες και θεολόγους, να οικοδόμησε μυριάδες ναούς – αλλά δεν κατόρθωσε το ουσιαστικό: να αλλάξει τον κόσμο.
Είναι η μοίρα των μεγάλων διδασκάλων να προδίδονται από τους ίδιους τους πιστούς τους. Και ο Βούδας, που είχε σαν μόνο στόχο του την υπέρβαση του ανθρώπινου άλγους, που ουδέποτε θέλησε να θεολογήσει – θεοποιήθηκε μερικούς αιώνες μετά τον θάνατό του. Έγινε άγαλμα και εικόνα (παρά την ρητή του απαγόρευση για κάθε είδους απεικονίσεις) απέκτησε αγίους και οσίους, λειτουργούς και Δαλάι-Λάμες.
Φαίνεται ότι η επιθυμία των ανθρώπων για το επέκεινα και την εδώ τελετουργική απεικόνισή του είναι τόσο ισχυρή που τίποτα δεν μπορεί να της αντισταθεί. Όπως και η ανάγκη τους για μία «μαγική», ετεροκινούμενη λύση στα προβλήματά τους.
Σίγουρα είναι πιο εύκολο να ανάψεις ένα κερί, από το να κάνεις μία καλή πράξη. Να παρακαλέσεις έναν άγιο, από το να ασκήσεις την αγάπη.
Όλα αυτά δεν αφαιρούν αλλά προσθέτουν στο ανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού. Που οραματίστηκε ένα κόσμο πολύ πιο πλούσιο σε ανθρώπινες αξίες. Απλά η ανθρωπότητα δεν στάθηκε αντάξιά του.
Στο δοκίμιο που προηγήθηκε, ο Νίκος Δήμου παρουσιάζει τον Ιησού (και όχι Χριστό) ως κοινό άνθρωπο με μια ανωτερότητα στη γνώση και τις προθέσεις, ένα «διδάσκαλο ήθους». Βέβαια, προσωπικά θεωρώ προβληματικό να ξεπερνιέται σιωπηρά το ερώτημα, αν υπήρξε ποτέ το ιστορικό πρόσωπο, με τις ανθρώπινες ιδιότητες που περιγράφουν τα εκκλησιαστικά κείμενα. Έστω όμως, πάντα υπάρχει η δυνατότητα να επινοηθεί ως άσκηση ένα υποθετικό ιστορικό κατασκεύασμα και, με βάση όσα δήθεν είπε και έπραξε αυτό, να επιχειρηθεί μια κριτική της εποχής του και της πορείας του ανθρώπινου πολιτισμού.
Το ίδιο γίνεται συχνά στη Φυσική όπου, για παράδειγμα, υποθέτουμε ότι τα θεμελιώδη ηλεκτρικά φορτία στη φύση είναι τρία (και όχι δύο) και αρχίζουμε να οικοδομούμε με βάση αυτή την υπόθεση μία «νέα Φυσική». Αποτέλεσμα είναι να καταλήξουμε σε αντιφάσεις με τα φαινόμενα και τις μετρήσεις. Μαθαίνουμε λοιπόν έτσι, πώς δομείται ένας επιστημονικός τομέας και με ποιες διαδικασίες ελέγχουμε την ορθότητα της επιστήμης... Αλλά τίποτα περισσότερο από μια πνευματική εξάσκηση και τίποτα ως προς την πραγματικότητα της ζωής και της φύσης.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Ιησούς και η ζωή του είναι ένας μύθος (ή παραμύθι), ο οποίος μπορεί να μας διδάξει κάτι, ένας μύθος του Αισώπου ιουδαϊκής κοπής. Θα παρακάμψω την απαραίτητη ανάπτυξη του φαινομένου ότι οι «πιστοί» και «υπηρέτες» του συγκεκριμένου ανθρώπου (οπαδοί, υποτακτικοί, λακέδες του), έχουν δημιουργήσει ιστορικά με τη βοήθεια αυτού του μύθου έναν εγκληματικό, εκφοβιστικό και εκμεταλλευτικό μηχανισμό που γελοιοποιεί εκ προοιμίου κάθε απόπειρα για μελέτη του παραδείγματος «Ιησούς». Ένα το κρατούμενο, λοιπόν, σε βάρος του διδασκάλου ότι δεν προέβλεψε, αν και σοφός άνθρωπος, πως οι άνθρωποι στον περίγυρο και στη διαδοχή του θα κάνουν κατάχρηση της παρουσίας και των λόγων του...
Το δεύτερο και πιο σημαντικό, με το οποίο διαφωνώ, είναι η αναφορά στο μήνυμα της «αγάπης», το οποίο προβάλλει συχνά και ο Νίκος Δήμου. Δεν είναι πρωτότυπο αυτό το μήνυμα· κι άλλοι πολιτισμοί το προέβαλαν (κανένας ηγεμόνας δεν θέλει να αλληλοτρώγονται οι πολίτες της επικράτειάς του). Αλλά ούτε αυτό είναι κακό, να προβάλλεις δηλαδή ένα ήδη γνωστό και σωστό μήνυμα για να εμπεδωθεί η σημασία του και να επιτευχθεί επιτέλους η εφαρμογή του.
Κυρίως αναρωτιέμαι αν, παλιά και τώρα, είναι έντιμο να προβάλλεται άκριτα το μήνυμα της αγάπης και γενικότερα η «αγαπολογία» που γίνεται σύνθημα στα χείλη πονηρών και αδίστακτων εκμεταλλευτών! «Αγάπα τον πλησίον σου», όταν «ο πλησίον» είναι το ευσεβέστατο αφεντικό που σού κλέβει μισθούς και ασφαλιστικά ένσημα ή ο πεφωτισμένος κληρικός που έχει βιάσει το ανήλικο παιδί, εγγόνι, ανίψι, γειτονόπουλό σου; «Αγάπα τους εχθρούς σου», όταν «εχθρός» είναι ο ευλαβής μισθοφόρος πολέμου που έχει σκοτώσει την οικογένειά σου ή ο επιφανής πολιτικός που έχει κατακλέψει το δημόσιο ταμείο; Αλήθεια, τελικά ποιος εξυπηρετείται διαχρονικά από αυτή την αγαπολογία;
Και τι συναισθήματα, πέραν αυτών της συνενοχής σε εκμετάλλευση, μπορεί να αποκομίζει κάποιος έντιμος και εχέφρων, όταν η «αγάπη» προβάλλεται στην Ηλεία ως δείγμα ανώτερου ήθους στον ηθικά και οικονομικά εξουθενωμένο και ανθρώπινα εξευτελισμένο λαθρομετανάστη από το Μπάνγκλα Ντες ή το Σουδάν που δουλεύει δωδεκάωρα και δεκαπεντάωρα στα φραουλοχώραφα των αραχτών «αγροτών» και όταν έρθει η στιγμή της πληρωμής, τον καταγγέλλει το «αφεντικό» στην Αστυνομία ως παράνομο για να απελαθεί;
Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι ευτύχημα που «η ανθρωπότητα δεν στάθηκε αντάξιά του» (του Ιησού) και πολλοί απελπισμένοι πλήρωσαν διαχρονικά τους ευλαβείς καταπιεστές και εκμεταλλευτές τους με το νόμισμα που τους άξιζε - όσοι τα κατάφεραν και όσο άντεξαν... από τους Είλωτες και τον Σπάρτακο, μέχρι τους σημερινούς επαναστατημένους στις αραβικές χώρες! Και τελικά και ο ίδιος ο Ιησούς (λέγεται ότι) είπε, σύμφωνα με τα ευαγγέλια, όταν ο Πέτρος έκοψε το αυτί κάποιου αντιπάλου: «Οι λαβόντες μάχαιρα εν μαχαίρη αποθανούνται» (Ματθ. 26,52), αυτό που λέμε απλοϊκά «Μάχαιραν έδωκας, μάχαιρα θα λάβεις!» Δεν του είπε «Αγάπα τον πλησίον σου» και «Μετανόησε για να συγχωρεθείς»!
Πέρα απ' αυτά δε, επειδή κάποιοι περιμένουν να διδαχθούν «ήθος» από τον (ιστορικά πιθανότατα ανύπαρκτο) Ιησού, θεωρώ προσωπικά ότι, μια κοινωνία της οποίας επιφανείς ερευνητές έχουν καταφέρει μέσα σε 200-300 χρόνια επιστημονικής ανάπτυξης να επικοινωνούν σε λίγα δευτερόλεπτα με όλο τον κόσμο απευθείας και μέσω τεχνητών δορυφόρων, να επεκτείνουν το προσδόκιμο ζωής από τα 30-35 στα 80 χρόνια, να ανακαλύπτουν κοσμολογικές διεργασίες πίσω στην αρχή του χρόνου και γαλαξίες στα βάθη του σύμπαντος, να διεισδύουν στο μικρόκοσμο της ύλης και να μελετούν τα συστατικά στοιχεία των πρωτονίων και άλλων υποατομικών σωματιδίων, μια κοινωνία της οποία εκλεκτά μέλη κατορθώνουν να δημιουργούν με πολλές δεκάδες διαφορετικούς ήχους τεχνητών οργάνων και ανθρώπινων φωνών ένα ενιαίο συμφωνικό ήχο που γίνεται αντιληπτός μελωδικά και αρμονικά με ευχαρίστηση και ψυχική ανάταση, μια κοινωνία που αγωνίζεται και πετυχαίνει σε σημαντικό βαθμό να συμβιβάζει και συγχωνεύει εκατομμύρια διαφορετικές απόψεις και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και να εκφράζεται -με όλες τις δυσκολίες και οπισθοδρομήσεις- ως μια ενιαία φωνή, αυτή η κοινωνία σίγουρα δεν χρειάζεται συναρμολογημένες ιστορίες αμφίβολης ιστορικότητας, ηλικίας 2.000 ετών από τη νομαδική και αγροτοκτηνοτροφική Μέση Ανατολή για να διδαχθεί «ήθος» και να διατυπώσει υπεύθυνα μια σύγχρονη «ηθική»!
Ας διατυπώσει λοιπόν η σύγχρονη κοινωνία αυτή την ηθική χωρίς κάποιο επινοημένο παρένθετο πρόσωπο και χωρίς επιβεβλημένο «παράδειγμα», αφού αυτή η μέθοδος του παραδειγματισμού είναι ανάξια όλων των επιτευγμάτων που προανέφερα και άλλων πολλών που παρέλειψα!