του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ, Ιστορικού, Ελευθεροτυπία, 26/3/2011
Μια απλή αναζήτηση στο Google αποδίδει 259.000 αποτελέσματα για το κρυφό σχολειό. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για αναφορές που υπερασπίζονται το μύθο.
Και όμως στις πηγές της οθωμανικής περιόδου δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, ούτε καν ένδειξη για λειτουργία κρυφού σχολειού ή απαγόρευση της εκπαίδευσης σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου και σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας.
Το επιχείρημα ότι τέτοιες πηγές δεν σώθηκαν επειδή τα σχολειά ήταν κρυφά και οι γραπτές αναφορές αποφεύγονταν, μήπως και ανακαλυφθούν από τους Τούρκους, δεν ευσταθεί διότι για άλλες μυστικές, συνωμοτικές ενέργειες σώθηκε πλήθος άμεσων μαρτυριών.
Οσες πηγές προσκομίζουν ως αποδείξεις οι υπερασπιστές του κρυφού σχολειού δεν περιέχουν καμιά νύξη για απαγόρευση εκπαίδευσης. Συνιστούν απλώς εντυπώσεις μιας χριστιανικής πνευματικής παρακμής στην αυτοκρατορία συγκριτικά με την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών χωρών ή με ένα εξιδανικευμένο βυζαντινό παρελθόν.
Οι αναφορές αυτές είναι, εν πολλοίς, γραμμένες από μορφωμένους χριστιανούς ή ξένους περιηγητές, και έχουν συνήθως προπαγανδιστικό χαρακτήρα με στόχο να πιέσουν τη Δύση να οργανώσει σταυροφορίες εναντίον των Οθωμανών. Συνακόλουθα, ενώ αποδίδουν την παρακμή στην απώλεια της χριστιανικής βασιλείας, αποκλείουν από το κάδρο τους τις πλούσιες εκδηλώσεις του οθωμανικού πολιτισμού, καθώς η θρησκευτική αντίθεση καθιστά εκ προοιμίου βάρβαρους τους μουσουλμάνους και την κουλτούρα τους. Αλλωστε, η πνευματική υποχώρηση, που παρατηρείται στα πρώτα χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση, οφείλεται στη φυγή των Βυζαντινών λογίων και γενικότερα των ελίτ στη Δύση.
Το επιχείρημα ότι η σπανιότητα των σχολείων στην πρώιμη οθωμανική περίοδο δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην οθωμανική καταπίεση επίσης δεν ευσταθεί. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν αγρότες που δεν χρειαζόταν να ξέρουν γράμματα. Ο πολιτισμός τους ήταν προφορικός που εκφραζόταν με παραμύθια και δημοτικά τραγούδια. Η μόρφωση δεν είχε κοινωνική αξία. Μόνο λιγοστοί γραμματικοί ή νοτάριοι χρειάζονταν για τη σύνταξη των επίσης λιγοστών συμβολαίων.
Οι παπάδες επίσης χρειαζόταν να γνωρίζουν ανάγνωση για τις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Συχνά παπάδες και γραμματικοί ταυτίζονταν. Αλλά και η μόρφωση των παπάδων κάποιες φορές δεν ήταν απλώς στοιχειώδης αλλά ανεπαρκής.
Η επίδραση του Διαφωτισμού
Πάντως όποιος αποφάσιζε να μάθει γράμματα, στον παπά ή στον καλόγερο απευθυνόταν, αυτός ήξερε. Για τούτο και η εκπαίδευση, όπως και γενικότερα η κουλτούρα, ήταν θρησκευτική: κυρίως από τα ιερά βιβλία μάθαιναν γράμματα. Το ίδιο θρησκευτική ήταν η εκπαίδευση και στους Οθωμανούς, το ίδιο και στους Βυζαντινούς. Και στο Βυζάντιο η συντριπτική πλειονότητα ήταν αγράμματη. Λίγοι μάθαιναν τα βασικά γράμματα, κυρίως από κληρικούς στις εκκλησίες.
Κάπως καλύτερη μόρφωση έπαιρναν όσοι θα ακολουθούσαν εκκλησιαστική καριέρα ή οι γόνοι των ελίτ που προορίζονταν για διοικητικά αξιώματα. Λίγα ιδιωτικά και εκκλησιαστικά σχολειά υπήρχαν γι' αυτούς στις μεγάλες πόλεις.
Η κοινωνία δεν χρειαζόταν τα γράμματα. Μόνον ύστερα από τον 17ο αιώνα με τη ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου και τον πολλαπλασιασμό των γραπτών συναλλαγών αυξήθηκε η ανάγκη κοσμικών μορφωμένων στελεχών (γραμματέων, λογιστών, δασκάλων).
Από τότε η μόρφωση και η λογιοσύνη αποκτούν βαθμιαία αυτόνομη αξία. Τότε πολλαπλασιάζονται τα σχολειά. Και αργότερα, στον 18ο αιώνα, υπό την επιρροή και των διαφωτιστικών ιδεών, αρχίζουν να διαμορφώνονται οι εθνικές ιδέες και να διαχέονται στους μορφωμένους. Μέχρι τότε τίποτε εθνικό δεν διδασκόταν.
Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί δεν είχαν χαρακτήρα εθνικής διαπαιδαγώγησης πριν τον 19ο αιώνα ούτε στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά ούτε και στη Δύση. Η παραδοσιακή ορθόδοξη κουλτούρα προσλάμβανε την οθωμανική κατάκτηση ως θεόθεν τιμωρία για τις αμαρτίες των χριστιανών και ως θεόθεν δοκιμασία που έπρεπε να την υπομένουν.
Ο Κοσμάς Αιτωλός κήρυττε την ίδρυση σχολείων στον όψιμο 18ο αιώνα για να μειώσει την αύξηση των εθελούσιων εξισλαμισμών, όχι για να διατηρήσει την εθνική συνείδηση, όπως, άλλωστε, φαίνεται στο γνωστό του απόφθεγμα: «Δεν είστενε Ελληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ' είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί».
Οι επιβιώσεις πάντως της κοινωνικής απαξίας της εκπαίδευσης φτάνουν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες όταν ακόμα στα χωριά οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας, που θα συνέχιζαν το αγροτικό επάγγελμα, άρχιζαν να δουλεύουν από παιδιά και δεν πήγαιναν σχολείο.
Οι Οθωμανοί, άλλωστε, δεν είχαν κανένα λόγο να απαγορεύσουν την εκπαίδευση των χριστιανών. Αντίθετα την χρειάζονταν, διότι είχαν ανάγκη ενός αποτελεσματικού εκκλησιαστικού μηχανισμού για τη διοίκηση των χριστιανών. Το Πατριαρχείο, που ο Μωάμεθ επανασυνέστησε αμέσως μετά την άλωση, και η εκκλησιαστική ιεραρχία συνιστούσαν ουσιαστικά τμήμα της οθωμανικής διοίκησης. Υπάρχουν τεκμήρια που δείχνουν μέριμνα της οθωμανικής διοίκησης για τη χριστιανική εκπαίδευση.
Σουλτανικό διάταγμα του 1675 διατάζει τους οθωμανούς αξιωματούχους της Κασταμονής του Πόντου να πάψουν να εισπράττουν παρανόμως χρήματα από τους γονείς των χριστιανών μαθητών της πόλης. Εγγραφο του 1796 του Κωστάκη Χαντζερή, με το επίσημο οθωμανικό αξίωμα του δραγομάνου του στόλου, επιπλήττει τους προεστούς της Σίφνου επειδή δεν επισκευάζουν τις ζημιές του σχολείου. Γνωρίζουμε ότι ο Αλή Πασάς ενίσχυσε την εκπαίδευση στα Ιωάννινα. Ο γραμματικός του, Αθανάσιος Ψαλίδας, ήταν παράλληλα διευθυντής της σχολής Καπλάνη στα Γιάννενα.
Ανώτερες σχολές
Η λειτουργία κρυφών σχολειών δείχνει παράλογη όταν επιτρεπόταν απρόσκοπτα η λειτουργία ανωτέρων σχολών. Η Πατριαρχική Σχολή (μετέπειτα Μεγάλη του Γένους) λειτουργεί στην Κωνσταντινούπολη από το 1454. Ακόμα πιο παράλογη δείχνει η ύπαρξη κρυφών σχολειών, και μάλιστα των πιο «γνωστών», σε τόπους όπου λειτουργούσαν ανώτερες σχολές (Ιωάννινα, Δημητσάνα, Αθήνα), και μάλιστα μέσα στις πόλεις, ενώ τα κρυφά σχολειά βρίσκονταν πολλά χιλιόμετρα μακριά, στην Πεντέλη ή στη χαράδρα του Λούσιου όπου ήταν αδύνατο να περπατήσουν και να φτάσουν τα παιδιά), ή σε τόπους όπου δεν υπήρχε μόνιμη οθωμανική παρουσία (Τήνος) ή σε περιοχές που κατακτήθηκαν στην ύστερη οθωμανική περίοδο οπότε ήδη λειτουργούσαν πολλές ανώτερες σχολές (Κρήτη 1669, Τήνος 1715).
Η συχνή διενέργεια μαθημάτων το βράδυ (βλ. και το δημοτικό τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό») δεν οφείλεται σε οθωμανικούς περιορισμούς, αλλά στην προτεραιότητα των αγροτικών ασχολιών, στις οποίες τα παιδιά εργάζονταν από πολύ μικρά. Ούτε η ύπαρξη των τοπωνυμίων «Κρυφό σχολειό» συνιστά απόδειξη διότι όλα τα τοπωνύμια μαρτυρούνται στον 20ό αιώνα, τα περισσότερα μάλιστα μετά το 1960, ύστερα δηλαδή από τη δημιουργία του μύθου και πρέπει να αποδοθούν σε έμπρακτη υιοθέτηση της λόγιας κατασκευής από τα λαϊκά στρώματα και τις τοπικές κοινωνίες.
Ο λόγιας αφετηρίας μύθος διαμορφώνεται σταδιακά, από την επανάσταση και μετά, στο πλαίσιο της νεαρής εθνικής ιδεολογίας, όπου η παιδεία νοείται ως φορέας εμπέδωσης εθνικής συνείδησης. Ετσι, μέσω του μύθου, δικαιολογείται η πνευματική καθυστέρηση των Ελλήνων έναντι των Δυτικών, νομιμοποιείται η επανάσταση, συμπληρώνονται τα κενά της «εθνικής αντίστασης» στην οθωμανική κυριαρχία, παρουσιάζεται η Εκκλησία ως φορέας διατήρησης της εθνικής ταυτότητας. Αργότερα, η Αριστερά παρουσιάζει το κρυφό σχολειό ως το λαϊκό σχολειό της περιόδου, και οι τοπικές κοινωνίες, παρουσιάζοντας κάθε μοναστηριακή κρύπτη της περιοχής ως κρυφό σχολειό, διεκδικούν ισότιμη ενσωμάτωση στον ένδοξο κορμό της εθνικής ιστορίας.