23 March 2011

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (5)

Αντώνης Χ., αρχιτέκτων από την Αθήνα, 64 ετών (τι κρίμα), ζω μόνος.


Εγώ είχα την τύχη να είμαι από μικρός το «πνεύμα της αντιλογίας» αλλά με τρόπο διαλλακτικό. Ίσως επειδή είχα πάει σχολείο ένα χρόνο νωρίτερα, είχα κερδίσει χρόνο δηλαδή, και ήμουν πάντα ο πολύ πιο μικρός -και ο πιο ψηλός- στην τάξη· η φυσική αντιπαράθεση με τους συμμαθητές μου στο δημοτικό δεν με έπαιρνε. Ένας χρόνος διαφορά στην ηλικία των 7 ή 8 ή 9 παίζει μεγάλο ρόλο στον παιδικό τσαμπουκά. Κάθε διαφωνία έπρεπε να λύνεται με διαπραγμάτευση, επιχειρήματα, διπλωματία.

Επιπρόσθετα, ήμουν παντού νεοφερμένος: ο πατέρας μου, αξιωματικός του στρατού, άλλαζε πόλεις κάθε 2-3 χρόνια. Στα Γιάννενα, από αυτές, μείναμε έξι χρόνια, αλλά αλλάξαμε τρεις γειτονιές – αυτό για μένα σήμαινε ολοένα αλλαγή στις παρέες, κανένα ρίζωμα, καμία δικτύωση, έναν μίνι αγώνα επιβίωσης.

Έμαθα να δυσπιστώ στα καθιερωμένα και τα μόνιμα. Κάθε νέα ομάδα συνομηλίκων που γνώριζα, είχε τους μικροθρύλους της, τους εσωτερικούς δεσμούς της, τους μικροήρωες της. Αυτά έπρεπε να τα μαθαίνω από την αρχή, αφήνοντας στην άκρη τα προηγούμενα. Τίποτα το σταθερό, καμία καθιέρωση. Από την άλλη, για να επιβιώσω ανάμεσά τους, επιστράτευα προηγούμενες εμπειρίες, έψαχνα για σημεία διαφοροποίησης όπου προέβαλα δικά μου επιχειρήματα.

Με λίγη ανοχή στην μεγαλοστομία, θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω όλα αυτά ως παιδικά μαθήματα διαλεκτικής. Καλλιέργησαν μέσα μου την αξία της αμφισβήτησης, της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, της αναζήτησης επιχειρημάτων και στη συνέχεια της εικονοκλασίας.

Ήρθα στην Αθήνα 14 ετών, τετάρτη γυμνασίου – αντίστοιχη της πρώτης λυκείου. Πάλι νεοφερμένος, κόλλησα με άλλους νεοφερμένους στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, στα Εξάρχεια. Ένας από την Πάτρα, ένας από τη Σάμο, εγώ από τα Γιάννενα, ένας από την Ικαρία, ένας από άλλο Γυμνάσιο της Αθήνας, ένας από το Μάτσανι της Κορινθίας.

Μαζί και άλλοι φίλοι φίλων ή πρώην συμμαθητές από την επαρχία που σιγά σιγά μαζεύονταν στην Αθήνα για την προοπτική της εισόδου σε ανώτατη σχολή. Όλων μας οι γονείς ήταν υπάλληλοι. Καλή τύχη για τότε! Σταθερή δουλειά, πιεσμένοι οικονομικά αλλά όχι αγχωμένοι ούτε άνετοι αυτοδημιούργητοι ή διάδοχοι άλλων επιτυχημένων γονέων.

Την εποχή εκείνη ήταν σχετικά σπάνιο να είσαι μορφωμένος δεύτερης γενιάς. Το παρατήρησα και αργότερα στο πολυτεχνείο. Το μεγαλύτερο ποσοστό συμμαθητών και συμφοιτητών μου ήταν τέκνα μορφωμένων γονέων οι οποίοι ήταν τέκνα αμόρφωτων ή χαμηλής μόρφωσης. Όπως εγώ και οι φίλοι μου. Λίγοι είχαν παππού με ανώτατη μόρφωση, κάπως περισσότεροι είχαν πατέρα με χαμηλή.

Γιατί το επισημαίνω αυτό: Η σημαντική επιτυχία (που αποτελούσε τότε η θέση στο δημόσιο ή σε μια τράπεζα ή οργανισμό) των γονέων μας, είχε στηριχθεί σε ικανότητες που είχαν αποκτηθεί μέσω του αξιόλογου για τότε μορφωτικού τους επιπέδου. Οι ίδιοι ήταν περήφανοι για αυτό μιας και σήμαινε ένα γιγάντιο για τις συνθήκες της προπολεμικής Ελλάδας τους άλμα σε σχέση π.χ. με τον παπουτσή παππού μου από τα Σώκια ή τον αγρότη παππού άλλου φίλου μου.

Η μητέρα μου είχε τελειώσει το γυμνάσιο, καλή διάκριση για κορίτσι της δεκαετίας του ’30, ο πατέρας μου είχε βγάλει την Σχολή Ευελπίδων. Η μόρφωση τους -αυτή που είχαν- έφερνε μαζί της ψήγματα αρχών της ορθής σκέψης, την ανάδειξη της αρχής του ‘μαθαίνω για να βελτιωθώ’ (όχι για να βρω δουλειά -αυτή άλλωστε ήταν εξασφαλισμένη τότε για όποιον απόφοιτο- ο εκχυδαϊσμός αυτός ξεφύτρωσε πολύ αργότερα*) την προτροπή των παιδιών τους προς αυτήν την κατεύθυνση, άρα και την ευνοϊκή ανοχή στην έρευνα, την συζήτηση, τις αντιρρήσεις, τις αποσκιρτήσεις, μαζί με σχετική επιφυλακτικότητα στην μετάδοση δογματικών απόψεων όπως η θρησκεία ή η εθνικοφροσύνη.

Αυτό τουλάχιστο συνέβη στην δική μου οικογένεια και στις οικογένειες ενός κύκλου φίλων μου. Συνέβη μάλιστα σε τέτοια έκταση ώστε αρκετά αργότερα, όταν ήρθα σε επαφή με άλλους ομοίους και συνομηλίκους μου που είχαν άλλες βάσεις, πέρασα μακρά περίοδο έκπληξης. Το «δικό» μας φαινόμενο μου φαινόταν πάρα πολύ φυσικό.

Δεν πήρα λοιπόν τίποτα σαν δεδομένο, από πολύ μικρός, τόσο λόγω της κινητικότητας που ζούσα όσο και των καταβολών από την οικογένεια ή, καλύτερα, το κοινωνικό μου στρώμα, αλλά και εκπαιδεύτηκα στον αντίλογο και στο διάλογο, και στον ελιγμό αν θέλετε, όπως αυτά προέκυψαν από την διαφορά ηλικίας και την μικρή παρεϊκή διαπλοκή, που εξήγησα παραπάνω.

Όπως και νάναι, αυτά τελικά αποτέλεσαν ισχυρά όπλα που με βοήθησαν πρώτα-πρώτα να θέσω ερωτήματα, μετά να εξετάσω εξαντλητικά και να μην υποχωρήσω σε εύκολες απαντήσεις, όταν ήρθε η ώρα να αμφισβητήσω τα παραδεδομένα: τον θεό και τον ρόλο του, την αλήθεια της μυθολογίας που τον περιέβαλε, το στέρεο της κοσμολογίας του (μετά θάνατον ζωή, καλο/κακό, ύπαρξη του αυτή καθ’ εαυτή, αξιοπιστία πηγών του).

Το προοδευτικό στοιχείο του μορφωτικού επιπέδου των γονέων μας (επιμένω στο «μας» αντί του «μου» γιατί θεωρώ ότι ήταν αρκετά ευρύ το φαινόμενο) είχε πάνω μου μια ισχυρή αλλά όχι τόσο ευδιάκριτη σε μένα επιρροή μιας και δεν είχα αρκετά άλλα παραδείγματα για σύγκριση.

Υπήρχε όμως και το συντηρητικό του στοιχείο, πολύ πιο ορατό στα μάτια μου, και αυτό ήταν ο καθωσπρεπισμός. Η σχετικά ικανοποιητική θέση που κέρδιζαν, με αγώνα και πολλή δουλειά, στην κοινωνία τους, συνοδευόταν από έναν εξωτερικό τρόπο του φέρεσθαι. Ντύσιμο, γλώσσα (απλή καθαρεύουσα, μην ξεχνάμε) συμπεριφορές και ευγένειες**. Αυτά πολύ σύντομα μου φάνηκαν σχεδόν υποκριτικά και συμπαρέσυραν, στο μέτρο τους, τις κεντρικές αξίες με τις οποίες συνέπλεαν: έθνος, θρησκεία.

Από τα δύο αυτά στοιχεία, το πρώτο, το προοδευτικό, μας μεταφυτεύτηκε ως εμποτισμός, όχι πολύ συνειδητά δηλαδή, ούτε από μέρους τους ούτε από μέρους μας. Το δεύτερο, ο καθωσπρεπισμός και οι επιταγές του, αντιμετωπίστηκε πιο μαχητικά και παρήγαγε απαξίες για τις αρχές που τον συνόδευαν. Και τα δυο έπαιξαν ρόλο.

Ήρθε λοιπόν πολύ φυσική, αβίαστη, ώριμο φρούτο, η αμφισβήτηση του πλέγματος της θρησκείας ήδη από την ηλικία των 14-15 ετών, και χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου, περισσότερο γνώστη. Τίποτα, φίλοι εμείς, πεντε-εξι βασικοί και άλλοι πιο περιστασιακοί, σε ατέρμονες βόλτες πάνω-κάτω στην Πατησίων (πολύ πολύ πιο ήσυχη από τώρα, περπατιώταν άνετα) τα βάζαμε όλα κάτω και επιχειρηματολογούσαμε και λίγο λίγο προχωρούσαμε προς την πλήρη εμπέδωση της λογικής σκέψης απέναντι στην δογματική, με κεντρικό σημείο ελέγχου το της θρησκείας. Η οποία βεβαίως έχασε τη μάχη κατά κράτος, μπορώ να το βεβαιώσω για όλους μας, εκείνους τους πέντε-έξι και μερικούς ακόμα.

Είχε και μερικά ψιλοευτράπελα η διαδικασία αυτή, όπως τα σχέδια που καταρτίζαμε με έναν πολύ φίλο (τον έχω χάσει από σχεδόν τότε, ξέρω ότι ζει στην Θεσσαλονίκη) να πείσει την πολύ άρρωστη μάνα του να μας στείλει κάποιο σήμα από το υπερπέραν, αν αυτό υπάρχει βεβαίως βεβαίως, αφού όπως έδειχναν τα πράγματα ξεκινούσε σύντομα για εκεί. Εντάξει, συγνώμη, 15 ετών ήμασταν.

Άλλη μια φορά, διανυκτερεύσαμε με άλλο φίλο στο μοναστήρι της Αγ. Λαύρας, νύχτα κρύα χειμωνιάτικη. Ένας καλόγερος ήρθε να μας κουβεντιάσει για θέματα θρησκείας. Του θέσαμε λοιπόν την ερώτηση αν ένας κανίβαλος που μυείται στο χριστιανισμό μπορεί μετά από μία αγαθή πορεία ζωής να καταλήξει στον παράδεισο – συνέχεια κουβέντας ότι η μετάνοια τα σβήνει όλα και καθαρίζει τον πιστό από πάσα προηγούμενη αμαρτία. Το παράδειγμα ήταν φαίνεται πολύ ακραίο για τον φοβερό πνευματικό που σε λίγο εκνευρίστηκε και επειδή επιμέναμε απείλησε να μας διώξει από το μοναστήρι. Εντάξει κι εδώ, υποχωρήσαμε, το γυρίσαμε στο αστείο και κλείσαμε τη συζήτηση.

Είπα στην αρχή για το «πνεύμα της αντιλογίας». Αυτό το παιχνίδι με τη λογική και με τους συνομιλητές μου, με βοήθησε να δοκιμάζω διαφορετικό δρόμο από τους πολλούς. Έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ενίσχυση της επιμονής μου να ψάξω καλά τα επιχειρήματα των διάφορων που «πίστευαν» ώστε να στήσω τα δικά μου. Ένα άλλο πολύ σημαντικό κέρδος που μου έφερε αυτή η στάση είναι το ότι δεν κάπνισα ποτέ, το απέφυγα τότε στην επικίνδυνη ηλικία των 16, και έμεινα «άκαπνος» για πάντα. Την γλίτωσα, καλό ε;

Απέχοντας από πολύ νωρίς από τους εκκλησιασμούς και τα σχετικά, απαξίωσα και συναισθηματικά, πλάι στη λογική απαξίωση, τις ονομαστικές εορτές (έπαψα να γιορτάζω τον άγιο μου από 17-18 ετών – σήμερα εκνευρίζομαι ιδιαίτερα με κάποιους που τον θυμούνται με την ευκαιρία του ονόματος μου), τις τελετές των γάμων και των βαφτισιών και τα τοιαύτα, τις καθημερινές εκφράσεις του τύπου «ω θεέ μου» ή «είχες άγιο» ή «αμαρτία είναι»..

Μερικά χρόνια αργότερα, με ξεκάθαρες και σταθερές θέσεις πια, έτυχε να βρεθώ για χρόνια περιτριγυρισμένος από παπαδαριό, από τα χειρότερα της φάρας. Εργάστηκα στο μοναστήρι του Σινά, σε εκείνο το καταπληκτικό τοπίο, και έμεινα εκεί αθροιστικά σχεδόν έναν χρόνο. Σε συνέχεια με αυτό εργάστηκα άλλους 10 μήνες στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων, σε αναστηλώσεις και κατασκευές στον ναό της Αναστάσεως. Δύσκολο, ε; Θυμάμαι την παρατήρηση του Κεφαλλονίτη μοναχού Σοφρώνιου: «Αντωνάκη, μόνο για φωτογραφίες μπαίνεις στην εκκλησία».

Έχουν σημασία τα μικροπράγματα. Πολλή σημασία, που φαίνεται και από το πώς αντιδρούν και πόσο γρήγορα τα προσέχουν οι θιγόμενοι. Περισσότερο ακόμα όταν πρόκειται για τους ψευδοταπεινούς εγωπαθείς κομπλεξικούς ζώντες «άγιους» της εκκλησίας. Είχε πέσει σούσουρο στον κύκλο τους στα Ιεροσόλυμα γιατί ο μηχανικός (εγώ) χαιρετούσε με χειραψία και χωρίς υπόκλιση τον πατριάρχη, λέγοντας του «γεια σας, τι κάνετε» αντί για «ευλόγησον» ή «την ευχή σας» ή άλλα τέτοια άρρωστα.

Θεωρώ ότι η γερή και γρήγορη τεκμηρίωση της αθεϊστικής αντίληψης μέσα μου συνέβαλε στο να αποφύγω τυχόν σοβαρά μπλεξίματα με τον θεϊστικό περίγυρο. Γρήγορα και έγκαιρα, συνήθως, «έκοβα τον βήχα» σε προκλητικές κινήσεις. Έχοντας δώσει μεγάλη σημασία σε αυτήν την εξέλιξη του νου μου, απέκτησα γρήγορα καλοδουλεμένα επιχειρήματα που στέκονταν καλά σε συζητήσεις και έκοβαν τη φόρα σε διάφορους.

Η θετική παιδεία, η λογική των μαθηματικών, σταθεροποίησε την υπεράσπιση των θέσεων μου. Αυτές άλλωστε τις δημιούργησαν σε μεγάλο βαθμό, βοηθώντας να εντοπίζω τις παραβιάσεις του ορθού λόγου και να εμπιστεύομαι τα πορίσματα της ψυχρής λογικής. Και ακόμα πιο εύκολα, να εντοπίζω αυτά που δεν έστεκαν στην σχετική μυθολογία. Όλα δηλαδή! Ακόμα, να συνειδητοποιήσω νωρίς ότι δεν είχαμε να κάνουμε με αδυναμίες, ατέλειες, ανεπάρκειες της χριστιανικής θρησκείας ειδικά, αλλά ολόκληρου του συστήματος ερμηνείας του κόσμου μέσω των «αποκαλύψεων», όλων των θρησκειών. Όσο μάλιστα μάθαινα την ιστορία της επικράτησης και της συγχώνευσης τους με το (εκάστοτε) κράτος και τις σύμπορες αγριότητες -καραμπινάτες παραβιάσεις των ίδιων των διδαχών τους- η απαξία εξελίχθηκε σε αντιπάθεια, σε απαίτηση κάποιου είδους «αποζημίωσης» για τους αιώνες που η κοινωνία στερήθηκε την γνώση, πρόοδο, εξέλιξη εξ αιτίας τους.

Δεν έχω κάτι να συμβουλέψω, έτσι γενικά, κανέναν. Κατανοώ ότι χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και καλές συγκυρίες για να ξεπεράσει κανείς την πλύση εγκεφάλου που του επιτελείται από την ώρα που γεννιέται και βοηθώ προθυμότατα. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που μου ζητείται η γνώμη προσπαθώ να είμαι βαθύς και αποτελεσματικός στην αναζήτηση επιχειρημάτων, στην μετάδοση άποψης και εμπειρίας, στην παροχή βοήθειας για γνώση και έρευνα, στην υποστήριξη της μεριάς της πλάστιγγας όπου βρίσκεται η λογική, η αντικειμενική γνώση, η αμφισβήτηση, η έρευνα.

Αλλά είναι και θέμα του καθενός…

(*) Τον αποδίδω σε ελλιπώς μορφωμένους «απόφοιτους πανεπιστημίων της εξορίας» όπως τους άρεσε να αυτοαποκαλούνται
(**) Ποτέ π.χ. δεν κατάλαβα πώς και γιατί, φίλοι από χρόνια που ήταν μαζί κάθε τόσο, έπαιζαν χαρτιά μαζί τα βράδια και ζούσαν παράλληλα, θα έπρεπε να μιλούν μεταξύ τους στον πληθυντικό!