Τ.Λ. 39 ετών, απόφοιτος Α.Ε.Ι., δημόσιος υπάλληλος, έγγαμος με μία κόρη, κάτοικος Θράκης.
Μεγαλώνοντας κατά κύριο λόγο στη Θεσσαλονίκη, η θρησκευτική μου ανατροφή ήταν, θαρρώ, όπως και των περισσότερων ελληνόπουλων. Όσο για την οικογένειά μου, επίσης ήταν όπως οι περισσότερες φαντάζομαι, τυπικά χριστιανορθόδοξη, χωρίς ακρότητες, επιβολές ή οτιδήποτε ανάλογο.
Μπαίνοντας στην εφηβεία, διαμόρφωνα σιγά-σιγά ένα χαρακτήρα ντροπαλού, ευσυνείδητου, καλού μαθητή, με ανεπτυγμένο το αίσθημα της υποχρέωσης και των καθηκόντων μου. Τότε κατέληξα με μία παρέα να βρεθούμε στον κύκλο ενός νεαρού τότε αρχιμανδρίτη και να βρισκόμαστε τακτικά στο ναό, να βοηθάμε από δω κι από κει κ.λπ. Είχα κάνει τότε κάποιες εξομολογήσεις (στον ίδιο, εννοείται, ιερέα), είχαμε ταξιδέψει μια φορά, για τριήμερο, αν θυμάμαι καλά, στο Άγιο Όρος και γενικά ήταν ένα διάστημα κατά το οποίο θεωρούσα εαυτόν πολύ θρησκευόμενο, τηρούσα με ευλάβεια διάφορους κανόνες εντός του ναού κ.λπ.
Η θολή ανάμνηση από κείνες τις έρμες τις εξομολογήσεις δεν λέει να ξεκολλήσει από έναν χαρακτήρα πρόστυχου κι εντελώς αντιπαιδαγωγικού ψυχαναγκασμού, αφού θυμάμαι τον εαυτό μου να ψάχνει με το ζόρι κάτι να πει, καταλήγοντας τελικά είτε σε εντελώς παιδιάστικες χαζομάρες του στυλ «στενοχώρησα/εκνεύρισα τη μαμά μου λέγοντας ή κάνοντας το άλφα ή το βήτα», είτε στον κλασσικό (τόσο για την ηλικία όσο και ως προς την αναγνωρισιμότητα της «αμαρτίας») αυνανισμό, το πιο φυσιολογικό δηλαδή πράγμα στον κόσμο που προσπαθούσαν (και συνεχίζουν ακάθεκτοι να το κάνουν οι ρασοφόροι) να μας πείσουν ντε και καλά ότι «είναι αμαρτία».
Τώρα που τα σκέφτομαι αυτά, υποθέτω ότι είχαν να κάνουν μάλλον με την τυπικότητά μου ως άνθρωπο, καθώς και την πτυχή του χαρακτήρα μου που μου υπαγορεύει «ό,τι κάνω να το κάνω καλά κι ό,τι μαθαίνω να το μαθαίνω επίσης καλά» (πάντα μ’ εκνεύριζε η ημιμάθεια).
Οι αναμνήσεις μου φυσικά είναι πολύ θολές για το τόσο, πλέον, μακρινό παρελθόν, οπότε δε θυμάμαι σε ποιο στάδιο σκορπιστήκαμε από κείνη την παρέα της εν μέρει κατήχησης, μάλλον έχει να κάνει με την αλλαγή των σχολείων (δημοτικό-γυμνάσιο-λύκειο), ανάλογα με τα οποία αλλάζαμε και τις παρέες μας. Από κει και πέρα η θολούρα μεγαλώνει, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο κενό μνήμης από την αρχική μου υπαρξιακή αναζήτηση και την απαρχή της αμφισβήτησης, η οποία τοποθετείται κάπου στην έναρξη του Πανεπιστημίου, μέχρι τον ενδιάμεσο αγνωστικισμό και την τελική κατάληξη στην αθεΐα. Κομβικό σημείο η πρώτη ξεκάθαρη δήλωση/ συνειδητοποίηση, τη μέρα που κατατασσόμουν στο στρατό, οπότε, όταν με ρώτησαν θρήσκευμα, αμφιταλαντεύτηκα για μια στιγμή, και κατόπιν, για πρώτη φορά ξεκάθαρα στη ζωή μου, δήλωσα άθεος.
Σ’ εκείνο τώρα το θολό μεσοδιάστημα και κατά την εποχή που η εφηβεία έδινε σιγά-σιγά τη σκυτάλη στην ενηλικίωση, είχαν αρχίσει τα υπαρξιακά ερωτήματα να γιγαντώνονται, και όσο αναπτυσσόταν η κρίση, οι απαντήσεις έμοιαζαν όλο και πιο διάτρητες και ανεπαρκείς. Τα ερεθίσματα πλέον έγερναν προς την αντίθετη κατεύθυνση, και σε κάθε ανύποπτη πηγή ανακάλυπτα νοήματα, ιδέες, σκέψεις και συμπεράσματα που με απομάκρυναν με σταθερά βήματα από την ορθοδοξία.
Θυμάμαι τον Καζαντζάκη να λέει στο Ζορμπά, στο τέλος ενός από τα πρώτα κεφάλαια, «Ο Θεός μαζί μας», και το Ζορμπά να του αποκρίνεται «Κι ο Διάολος». Τρομερή επίσης κι εικόνα του Καπετάν Μιχάλη, όλο εκείνο το οποίο αποπνέει, κι ας μην μπορείς αμέσως να το σχηματοποιήσεις. Φυσικά αποκορύφωμα, ιδίως για εκείνες τις ηλικίες, το φοβερό του πασίγνωστο απόφθεγμα: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Από τότε ακόμα, αλλά μέχρι και τώρα, μία και μόνη λέξη, αλυσιδωτή, ατελείωτη και μονίμως αναπάντητη απ’ οποιονδήποτε, ήταν (και είναι) αυτή που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τη στάση μου απέναντι σε οποιαδήποτε θρησκεία: «ΓΙΑΤΙ;». «Γιατί;» με το ύφος, τη στάση και την αφέλεια του μικρού παιδιού που αναζητά συνεχώς απαντήσεις και που ποτέ αυτές δεν είναι επαρκείς και ικανοποιητικές, με συνέπεια να ακολουθούνται από ένα ακόμα «γιατί;» που διαιωνίζεται στο άπειρο.
Από τότε ακόμα, αλλά μέχρι και τώρα, μία και μόνη λέξη, αλυσιδωτή, ατελείωτη και μονίμως αναπάντητη απ’ οποιονδήποτε, ήταν (και είναι) αυτή που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τη στάση μου απέναντι σε οποιαδήποτε θρησκεία: «ΓΙΑΤΙ;». «Γιατί;» με το ύφος, τη στάση και την αφέλεια του μικρού παιδιού που αναζητά συνεχώς απαντήσεις και που ποτέ αυτές δεν είναι επαρκείς και ικανοποιητικές, με συνέπεια να ακολουθούνται από ένα ακόμα «γιατί;» που διαιωνίζεται στο άπειρο.
Νοήματα δεχόμασταν τότε και μέσω της ροκ και χέβι μέταλ μουσικής (η οποία, άσχετα με το τι πιστεύει πολύς κόσμος, είναι όντως κατακλυσμένη από νοήματα, μηνύματα, προβληματισμούς, επαναστατικότητα, πετώντας πάντα τυφλά βέλη προς κάθε κατεύθυνση, καρφώνοντας, σατιρίζοντας, διακωμωδώντας, διασύροντας ή και χυδαία ακόμα βρίζοντας κι ουρλιάζοντας), στην οποία είχα τότε αρχίσει να εισέρχομαι, και τώρα, μια εικοσαετία μετά, αποτελεί κατά κανόνα το μοναδικό μου σχεδόν άκουσμα. Αυτά συνοδεία αναγνώσεων άλλων απόψεων κι αντεγκλήσεων στο περιοδικό Metal Hammer.
Κάπου εκεί και η γνωριμία με τον Πόε και το Λάβκραφτ, του οποίου δεύτερου κατά τη διάρκεια του πανεπιστημίου είχα διαβάσει όλα τα έργα, και μολονότι πρόκειται απλά για συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, οι παραλληλισμοί και τα νοήματα που αφήναν διάχυτα δημιουργούσαν προβληματισμούς. Χαρακτηριστική η αγαπημένη μου φράση από το δεύτερο, την οποία έχω συγκρατήσει: «Του είχαν δείξει την ασημαντότητα και τη φτηνή κενότητα των μικρών θεών της γης, με τα κακομοίρικα ανθρώπινα ενδιαφέροντά τους και τις διασυνδέσεις τους - τα μίση, τους θυμούς, τις αγάπες και τις ματαιοδοξίες τους - τη λαχτάρα τους να τους υμνούν και να θυσιάζουν σ' αυτούς, και την απαίτησή τους να τους πιστεύουν, κάτι άκρως αντίθετο με τη λογική και τη Φύση.» [«Through the Gates of the Silver Key» By H. P. Lovecraft (with E. Hoffmann Price)].
Όσο ο προβληματισμός μου γινόταν εντονότερος, η ανησυχία μεγαλύτερη κι οι απαντήσεις όλο και πιο λίγες και ανεπαρκείς, η αναζήτηση πλέον έγινε στοχευμένη και οδήγησε στο βασικό βιβλίο-ταφόπλακα της ορθοδόξου πίστης για μένα: την «Αντιγνώση» της Λιλής Ζωγράφου. Η επιχειρηματολογία, η εκλογίκευση, η ανάλυση, η συγκριτική έρευνα και όλα τα υπόλοιπα αυτά στοιχεία που περιείχε απομυθοποίησαν και το τελευταίο ίχνος χριστιανικής θρησκείας που αργοπέθαινε μέσα μου.
Μετά ακολούθησε ο τεράστιος δάσκαλος και σύγχρονος φιλόσοφος Δημήτρης Λιαντίνης με τη «Γκέμμα» και τα «Ελληνικά» του, και τελικά όλη η συλλογή των βιβλίων του Μιχάλη Καλόπουλου, αν και αυτό έγινε πλέον για εγκυκλοπαιδικούς λόγους. Είχα διαβάσει κάπου εκεί κι ένα βιβλίο με συγκριτικά στοιχεία κάποιων βασικών θρησκειών (Χριστιανισμού, Μωαμεθανισμού, Βουδισμού, Ινδοϊσμού και Ταοϊσμού, αν και δεν θυμάμαι πολύ καλά και δεν είμαι σίγουρος) και κάποια στιγμή αργότερα την «περί θεού αυταπάτη» του Ντώκινς.
Πέρα από την πλήρη και καθολική διαγραφή της ορθοδοξίας, υιοθετώντας μετά απ’ όλα αυτά τα αναγνώσματα το γνωστό σε μας «ο συντομότερος δρόμος προς την αθεΐα είναι η ανάγνωση της αγίας γραφής», κάπου στην πορεία μετατράπηκε κι ο αμφίβολος και μετέωρος αγνωστικισμός σε απόλυτη και ξεκάθαρη αθεΐα, ιδίως ακούγοντας επιγραμματικά και για τις διάφορες σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες, όπως κυρίως εκείνες της εξέλιξης και του big bang.
Υπήρξα τυχερός στο γεγονός ότι κι η σύζυγος πορεύτηκε μαζί μου και μοιράζεται τα ίδια πιστεύω, όμως υποκύψαμε στον κοινωνικό περίγυρο τόσο όσο προς την τέλεση θρησκευτικού γάμου, όσο και ως προς τη βάφτιση της κόρης μας.
Στην κοινωνική μου ζωή, οι γονείς μας σαφώς και δεν μπορούν να καταλάβουν την επιλογή μας και μετά από λίγες και μικρές συζητήσεις και μερικά καρφιά που τους ρίχνουμε που και που, έχουμε πάψει να (το) συζητάμε. Άλλες φιλικές σχέσεις και παρέες δε νομίζω να επηρεάστηκαν, όλοι μας οι φίλοι γνωρίζουν τα πιστεύω μας και προσπαθούμε κι απ’ τις δυο πλευρές να τηρούμε ανακωχή και δεν ανοίγουμε (ένθεν κακείθεν) χωρίς λόγο και αφορμή σχετικές συζητήσεις.
Εξάλλου γίνεται παντού ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι οι περισσότεροι απέχουν από το χριστιανισμό, υιοθετώντας πολλές και διάφορες παραλλαγές ως προς το τι δέχεται και εφαρμόζει ο καθένας. Ανακαλύπτω τώρα, μετά από τόσα χρόνια, συγγενείς και φίλους της προηγούμενης γενιάς που είναι εξίσου άθεοι και για τους οποίους μια ολόκληρη ζωή δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα, όπως δεν έχουν και οι περισσότεροι που τους γνωρίζουν, αφού οι ίδιοι δεν παίρνουν θέση σχεδόν ποτέ και ακολουθούν απαρέγκλιτα τα έθιμα και τελετουργικά της ορθοδοξίας.
Επίσης, με μεγάλη μου χαρά, διαπιστώνω ότι νεότερα ξαδέρφια μου έχουν ήδη ξεφύγει, ως επί το πλείστον, από τη μέγγενη της ορθοδοξίας, απλά είναι μάλλον αδιάφορα για να αναζητήσουν κάτι παραπάνω ή να συγκεκριμενοποιήσουν τις αναζητήσεις τους.
Από κει και πέρα, εξ’ επαγγέλματος είμαι αναγκασμένος αρκετές φορές το χρόνο να συμμετέχω σε εκκλησιασμούς, δοξολογίες, τρισάγια κ.λπ., με συνέπεια να αισθάνομαι εκεί σα ψάρι έξω απ’ το νερό, να βαριέμαι ατελείωτα και να προσπαθώ με κάθε τρόπο να τα περιορίσω τόσο ως προς τον αριθμό των εκδηλώσεων όσο κι ως προς τη διάρκειά τους. Αυτό αποτελεί έναν ακόμα λόγο που ο διαχωρισμός του κράτους από την εκκλησία πρέπει επιτέλους να εφαρμοστεί, καθώς είναι εντελώς παράλογο εν έτει 2011 να υποχρεώνεται οποιοσδήποτε άνευ της θέλησής του σε θρησκευτικές τελετές.
Εξάλλου είναι φαντάζομαι πασίγνωστο ότι δεν υπάρχει καμία επίσημη τελετή χωρίς παρουσία εκκλησίας. Ακόμα και στις μέρες μας πολλοί δεν μπορούν να διανοηθούν ότι μπορεί κάποιος να είναι Έλληνας χωρίς να είναι χριστιανός και ότι μία γιορτή μπορεί να έχει εθνικό χαρακτήρα, χωρίς να έχει απαραίτητα και χριστιανικό.
Επίσης θα μπορούσα να πω ότι έχω υποστεί κι έναν υπηρεσιακό-επαγγελματικό διωγμό από φανατικά θρησκευόμενο (ακροδεξιός, πέντε παιδιά, πατρίς-θρησκεία-οικογένεια-άγιο όρος κ.λπ.) προϊστάμενο, αλλά δε θα μπορούσα να τ’ αποδείξω, αφού στράφηκε σε άλλου είδους ελέγχους.
Η απουσία θρησκείας κι η έλλειψη πίστης σε επόμενη ζωή μπορεί, σύμφωνα και με το Λιαντίνη, να εμπεριέχει ένα μεγάλο βαθμό τραγικότητας, αφού η γνώση του οριστικού θανάτου μπορεί κυριολεκτικά να σε οδηγήσει στην τρέλα, όμως η στάση μου απέναντι στη ζωή γίνεται, όπως και των περισσότερων άθεων θα έλεγα, απλά πιο φιλοσοφημένη, κι όπως λέει και το λαϊκό άσμα «μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε». Δηλαδή επικεντρώνεσαι στη γήινη ζωή σου, δεχόμενος στωικά ότι αυτή είναι ό,τι έχεις και δεν έχεις, προσπαθείς όσο μπορείς να την απολαύσεις.
Όσο για τον παραλογισμό της έλλειψης ηθικής εκτός της θρησκείας, θα έλεγα ότι κατ’ αρχάς, αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα ‘πρεπε όλοι οι άθεοι να είναι οι χειρότεροι και στυγνότεροι ασυνείδητοι εγκληματίες, πράγμα που είναι πασιφανές ότι δεν ισχύει (αυτόν το ρόλο, εξάλλου τον έχουν επάξια κερδίσει οι, μακράν και εκτός συναγωνισμού πρώτοι, θρησκευόμενοι), αλλά και ότι ακριβώς επειδή γνωρίζουμε τη μοναδικότητα της ζωής, της προσδίδουμε μεγαλύτερη ίσως αξία κι από τους θρησκευόμενους, σεβόμενοι πάρα πολύ τις ζωές όλων των συνανθρώπων μας.
Τώρα, για τις επόμενες γενιές, πρέπει επιτέλους να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε στα παιδιά το δικαίωμα και τη δυνατότητα να επιλέγει το καθένα μόνο του κι εντελώς αυτόβουλα τη θρησκεία (ή μη) που τον αντιπροσωπεύει, χωρίς δογματικές επεμβάσεις στην παιδεία, οι οποίες, δε, σε μικρή ηλικία ισοδυναμούν με πλύση εγκεφάλου. Δε νοείται να ξεκινάει το οποιοδήποτε σχολείο με προσευχή σε συγκεκριμένους θεούς, από παιδιά που δεν μπορούν καν να καταλάβουν τι είναι προσευχή! Είναι αλλοπρόσαλλο κι εντελώς παράλογο κάτι τέτοιο και παραπέμπει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το δε φακέλωμα που γίνεται με δηλώσεις βάφτισης σε ληξιαρχεία, σε έγγραφα σχολείων, ή οπουδήποτε αλλού στη δημόσια ζωή μας θυμίζει επίσης τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων άλλων εποχών.
Είναι, δε, εξαιρετικά σημαντικό να απεγκλωβιστεί και συνολικά η παιδεία μας από τις δογματικές θέσεις, οι οποίες έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους στο σύνολο της διδασκαλίας και της ύλης, έχοντας αφήσει εντονότατα τα σημάδια τους, επεμβαίνοντας σε ιστορικά γεγονότα κι αναφορές, δημιουργώντας και διατηρώντας μύθους, εμποδίζοντας το μυαλό να απεγκλωβιστεί, μη διδάσκοντας καν τη θεωρία της εξέλιξης για παράδειγμα, και μην αφήνοντας, λόγω πουριτανισμού, τη διδασκαλία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
Τέλος, αν οποιοσδήποτε βρεθεί ποτέ σε σταυροδρόμι εσωτερικής αναζήτησης, ή ακόμα και κάποιος που θεωρεί εαυτόν κατασταλλαγμένο, θα του πρότεινα ανεπιφύλακτα να διαβάσει, να αναζητήσει με λεπτομέρειες και να μάθει με ακρίβεια τι είναι αυτό το οποίο (λέει ότι) πιστεύει. Θεωρώ ότι το συντριπτικό ποσοστό δεν έχει ιδέα και καταναλώνει μόνο ό,τι τους ταΐζουνε αμάσητο. Ελάχιστοι ξέρουν τι σημαίνει πραγματικά αγία γραφή, ελάχιστοι την έχουν διαβάσει με προσοχή, ελάχιστοι την τοποθετούν στην ορθή ιστορική της θέση. Επίσης να ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙ. Τα πάντα. Να αναλύσει, να κρίνει, να συγκρίνει, να συλλέξει πληροφορίες ένθεν κακείθεν και να μη δέχεται ΤΙΠΟΤΑ ως αυταπόδεικτο, ευνόητο, αυτονόητο. Για να ξεχωρίσεις από το κοπάδι, πρέπει πρώτα να πάψεις να συμπεριφέρεσαι σαν πρόβατο.