Μαρίνα-Τατιάνα Ρ., 44 ετών, πτυχιούχος βιολογίας, εργάζεται ως μεταφράστρια, έγγαμη, μία κόρη
Με αφορμή την πρόσκληση του sfrang για συμμετοχή στη σειρά δημοσιεύσεων με θέμα «Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη», κάθισα και έγραψα ένα κείμενο που από καιρό είχα κατά νου και που αφορά την προσωπική μου πορεία προς την αθεΐα. Ενώ όμως ξεκίνησα να γράψω για το πώς απομυθοποίησα τον Χριστούλη, για κάποιο λόγο μου βγήκε αρχικά το πώς απομυθοποίησα τον Άη Βασίλη. Ίσως επειδή δεν έχουν και μεγάλη διαφορά...
Όταν ήμουν λοιπόν μικρή, πίστευα στον Άη Βασίλη. Πόσο μικρή; Ε, ας πούμε ίσαμε επτά οκτώ χρονών. Παραμονές Χριστουγέννων παρέδιδα το γραμματάκι μου στη μαμά μου να του το στείλει, κι εκείνος ανελλιπώς μου έφερνε τα δώρα που είχα ζητήσει. Βεβαίως δεν ζητούσα και τίποτε ανεδαφικό, καμμιά κουκλίτσα, κανένα τραινάκι, εφικτά πράγματα. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ζήτησα ανέφικτα.
Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας ο Φασόλας της El Greco, ένας μεγάλος, αστείος πάνινος κούκλος, το εγκώμιο του οποίου έχει πλέξει στο άρθρο της «Σεξουαλική αγωγή» η αξεπέραστη Κουρούνα. Οι γονείς μου, εκτός από το Φασόλα, μου είχαν πάρει και τη Φασολίνα, τη γυναίκα του. Εύλογο ήταν λοιπόν να θέλω να αποκτήσω και το Φασολάκι, το παιδάκι τους, για να συμπληρωθεί η κουκλίστικη ευτυχία τους. Τι καλύτερη ευκαιρία από το να ζητήσω απ’ τον Άη Βασίλη να μου το φέρει;
Την πρώτη του Γενάρη άνοιξα τα δώρα μου με λαχτάρα, για να βρεθώ φάτσα με φάτσα με ένα άλλο κουκλάκι – όχι το πολυπόθητο Φασολάκι. Του έμοιαζε βέβαια αρκετά, αλλά δεν ήταν το ίδιο: ήταν άλλη μάρκα, και εμφανώς δεν μπορούσε να είναι παιδί της ίδιας οικογένειας (τουλάχιστον όχι εξ αίματος). Αυτή η απογοήτευση ήταν η πρώτη υποψία που είχα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Άη Βασίλη. Πώς ήταν δυνατόν ο παντοδύναμος Άγιος, που άκουγε όλα τα παιδιά, που γνώριζε κάθε τους επιθυμία, που είχε το μαγικό σακούλι με τα άπειρα δώρα, να κάνει λάθος στο κουκλάκι μου;
Την επόμενη χρονιά ήρθε η καταστροφή. Είχα αρχίσει να μεγαλώνω πια, μου άρεσε η μουσική, και ζήτησα ένα πικάπ. Την πρωτοχρονιά δίπλα στο τζάκι (ναι, είχαμε τζάκι, και ευρύχωρη καμινάδα για να περνάει ο δωροδότης άγιος) υπήρχε ένα μεκανό και ένα γράμμα από τον Άη Βασίλη, όπου μου εξηγούσε ότι δυστυχώς δεν είχε πικάπ στο σακούλι του, αλλά ότι ο μπαμπάς μου μπορούσε να επισκευάσει το παλιό μας πικάπ και να μου το χαρίσει.
Δεν είχε πικάπ στο σακούλι του???!!! Το μαγικό σακούλι που χωρά τα πάντα, δεν χωρούσε ένα πικάπ? Ή μήπως του είχαν τελειώσει? Ούτε το Μινιόν στις εκπτώσεις να ήτανε! Η αθώα παιδική πίστη μου κλονίστηκε από τη σύγκρουση με τα αμείλικτα γεγονότα. Τότε, εξετάζοντας εξονυχιστικά την μεταφυσικής προελεύσεως επιστολή, διαπίστωσα ότι ο γραφικός χαρακτήρας του αγίου είχε ύποπτα έντονη ομοιότητα με εκείνον της μεγάλης αδελφής μου.
Ήταν η αρχή του τέλους!
Κατάλαβα ότι τόσον καιρό με εξαπατούσαν. Όλοι τους, γονείς, μεγάλη αδελφή, θείοι, θείες, παππούδες, γιαγιάδες. Πληγώθηκα και θύμωσα πολύ. Όχι επειδή δεν υπήρχε άγιος που να φέρνει δώρα, αλλά επειδή με είχαν κοροϊδέψει. Μου είχαν πει ψέματα, γελοία, ηλίθια, άχρηστα ψέματα, χωρίς κανένα λόγο. Με είχαν αφήσει να πιστεύω μια ανοησία, να επικοινωνώ με ένα πλάσμα της φαντασίας, να επενδύω συναισθηματικά σε μια ανύπαρκτη οντότητα, να εναποθέτω τις προσδοκίες μου σε ένα κενό είδωλο. Γιατί? Γιατί διάολε, γιατί? Τους ζήτησα εγώ να εφεύρουν αυτό το απίθανο παραμύθι? Εξέφρασα ποτέ εγώ την ανάγκη να υπάρχει ένας άγιος που φέρνει δώρα? Τι τους έκανε να νομίζουν ότι όφειλαν να μου δημιουργήσουν αυτή την αυταπάτη?
Ήμουν παιδί. Δεν ήμουν εύπιστη ούτε ανόητη: είχα εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη στους ενήλικες που γνωρίζουν τον κόσμο, που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία από μένα, που θα με κατευθύνουν στα πρώτα μου βήματα και θα με μάθουν τις αλήθειες της ζωής. Δέχτηκα αυτό που μου είπαν, γιατί εμπιστευόμουν. Όπως κάθε υγιές ζώο, όσο ήμουν μικρή εμπιστευόμουν τους μεγαλύτερους, γιατί δεν είχα ακόμη τη δυνατότητα να στηριχτώ στις δικές μου δυνάμεις. Και όπως κάθε υγιές ζώο, μόλις απέκτησα δύναμη και ικανότητα σκέψης, άφησα στην άκρη το στήριγμα και στάθηκα στα δικά μου πόδια – διανοητικά και από κάθε άλλη άποψη. Έβαλα κάτω όλα όσα μέχρι τότε δεχόμουν άκριτα, και με την νεόκοπη ικανότητα λογικής σκέψης που είχα αναπτύξει, συνδύασα τα δεδομένα και έβγαλα τα δικά μου συμπεράσματα.
Αυτή λοιπόν ήταν η αρχή του τέλους.
Το τέλος του τέλους ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, όταν διαπίστωσα μετά από πολύ ψάξιμο, διάβασμα και εσωτερική αναζήτηση, ότι το παραμύθι του Χριστούλη διέφερε σε τίποτα από εκείνο του Άη Βασίλη. Η μόνη διαφορά είναι ότι το πρώτο εξακολουθούν να το παίρνουν στα σοβαρά ένα σωρό ευφυείς ενήλικες, ενώ το δεύτερο όχι. Με αποτέλεσμα το πρώτο να διαθέτει ένα πανίσχυρο πολιτικό λόμπυ με τεράστια επιρροή που επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία και τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ το δεύτερο δίνει τροφή μονάχα στα μαγαζιά των παιχνιδιών και τη βιομηχανία του θεάματος.
Θα μου πείτε, κι αυτή η βιομηχανία δεν είναι ισχυρή, κι αυτή δεν βγάζει χρήματα; Βεβαίως, τουλάχιστον όμως δεν σου πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ξέρεις ότι αγοράζεις παραμύθι, ξέρεις ότι αγοράζεις ψευδαίσθηση. Έτσι μπορείς να αξιολογήσεις το προϊόν εν γνώσει σου. Ενώ στην εμπορία μεταφυσικής ελπίδας που επιδίδονται τα οργανωμένα θρησκεύματα, σου παρουσιάζουν το ψεύτικο για αληθινό, το πλασματικό για υπαρκτό, και στο χρεώνουν υπέρογκα - και μάλιστα χωρίς την άδειά σου.
Όταν αγοράζεις έναν λούτρινο Άη Βασίλη, το κόστος εξοφλείται στο ταμείο του Μινιόν (και παίρνεις και απόδειξη για την εφορία). Όταν αγοράζεις ελπίδα για τη μετά θάνατον ζωή, το κόστος το πληρώνεις με τους φόρους σου (χώρια το παγκάρι, αν είσαι τέτοιος τύπος, και χωρίς απόδειξη), χωρίς να έχεις λόγο και έλεγχο στη διαχείρισή τους, και με την πολιτική ισχύ που αποκτά το ιερατείο για να ασκεί εξουσία εξ ονόματός σου. Και το κακό είναι ότι το κόστος αυτό δεν το πληρώνει μόνον αυτός που ενδιαφέρεται για το προϊόν, αλλά και όλοι οι άλλοι πολίτες του κράτους, χωρίς να ερωτηθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν καλό είναι τα παραμύθια να μπαίνουν στη θέση τους, και η ιστορία της βίβλου να μπει στο ράφι με τα έργα φαντασίας, όπου ανήκει. Για να ξεχωρίζουμε τον μύθο από την πραγματικότητα.
Όταν ήμουν μικρή, πίστευα επίσης στο Θεό. Έτσι με κεφαλαίο θήτα όπως το βλέπετε. Δεν το είχα σκεφτεί βέβαια καθόλου το πράγμα, απλώς είχα εμπιστοσύνη στους ενήλικες του περιβάλλοντός μου, κι αφού εκείνοι μου έλεγαν ότι υπήρχε, θεωρούσα δεδομένο ότι ήταν έτσι – όπως ακριβώς με τον Άη Βασίλη. Και όπως ακριβώς με τον Άη Βασίλη, έτσι και με τον Θεό ήρθε κάποτε η στιγμή της αμφισβήτησης, της αναζήτησης και της ανακάλυψης της αλήθειας.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια ηλικία άρχισα να αμφισβητώ μέσα μου την ύπαρξη του Θεού. Όταν ήμουν στην εφηβεία, γύρω στα 12 με 15, πίστευα ακόμη βαθιά, αλλά είχα ξεκινήσει μια εσωτερική αναζήτηση γύρω από το αντικείμενο αυτής της πίστης. Αφορμή της αναζήτησης ήταν αρχικά η εμφανής αναξιότητα του κλήρου αλλά και των πολύ θρήσκων ανθρώπων. Δεν ήθελε και πολύ για να διαπιστώσεις ότι οι περισσότεροι κληρικοί δεν διέθεταν κανένα χάρισμα και καμμιά ιδιαίτερη πνευματική κλίση, δεν βίωναν μέσα τους την αγάπη που κήρυτταν, ούτε ζούσαν σύμφωνα με αυτά που πρέσβευαν.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν τυπική σε πολλούς χριστιανούς που επιθυμούν να διατηρήσουν την πίστη τους: σκέφτηκα ότι ναι μεν ο κλήρος είναι ανάξιος, αλλά το δόγμα είναι αληθινό, και αξίζει να πιστεύεις σε αυτό. Απομακρύνθηκα από την εκκλησία, έπαψα να δίνω αξία στα τελετουργικά, αλλά συνέχισα λοιπόν να πιστεύω με έναν δικό μου προσωπικό τρόπο. Προσευχόμουν, έμπαινα συχνά σε ξωκκλήσια ή άδειες εκκλησίες και άναβα ένα κερί νιώθοντας ότι έτσι έρχομαι πιο κοντά στο Θεό, αναζητούσα μέσα μου την επαφή με το Θείο.
Έλα όμως που η επαφή με το Θείο δεν έλεγε να έρθει! Δεν είμαι βλέπετε διόλου επιρρεπής σε φαντασιώσεις και αυθυποβολές, δεν έχω διόλου την τάση να ερμηνεύω και να παρερμηνεύω τον κόσμο γύρω μου σύμφωνα με προλήψεις και προκαταλήψεις. Δεν μπορώ να δω θαύματα και θεϊκά μηνύματα εκεί που δεν υπάρχουν, δεν ανατρέχω σε μεταφυσικές ερμηνείες για κάθε τι που δεν μπορώ να εξηγήσω άμεσα. Έτσι, παρά την ειλικρινή πίστη μου και επιθυμία μου για επαφή με το Θεό, καμμία επαφή δεν έγινε ποτέ.
Προβληματισμένη από το γεγονός αυτό, θέλησα να αναζητήσω την αλήθεια του Θεού με άλλον τρόπο. Και επειδή οι διάδοχοι των αποστόλων δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη, αναζήτησα την αλήθεια του δόγματος κατευθείαν στην πηγή: στην Αγία Γραφή. Κάπου εκεί γύρω στα 18 με 20 διάβασα ολόκληρο το Ιερό Βιβλίο της Χριστιανοσύνης, από τη Γένεση ως τις Πράξεις των Αποστόλων, χωρίς να παραλείψω ούτε ένα κόμμα.
Η εμπειρία υπήρξε κυριολεκτικά αποκαλυπτική. Μου αποκάλυψε ότι η Ιερά Βίβλος, η πηγή της αλήθειας, το θεμέλιο της πίστης, δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα αρχαίων μύθων, στην πλειοψηφία τους αποκρουστικών και αφελών, χωρίς ίχνος θεϊκής πνοής, χωρίς το παραμικρό ψήγμα μεγαλείου. Εξαίρεση σ’ αυτό αποτελεί το Άσμα Ασμάτων, το οποίο είναι ένα όμορφο ερωτικό ποίημα (και αναρωτιέται κανείς γιατί στην ευχή το συμπεριέλαβαν στη Βίβλο, η εξήγηση ότι μιλά μεταφορικά για το Θεό μου φαίνεται αστεία, γιατί να πάρει κανείς μεταφορικά κάτι που έχει τόσο προφανή κυριολεκτική ερμηνεία), και ορισμένα σκόρπια αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης, όπως κάποια κομμάτια της επί του όρους ομιλίας (ούτε καν όλη).
Αυτό ήταν λοιπόν; Σ’ αυτό βασιζόμαστε για να πιστέψουμε; Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να ενδιαφέρει μόνο κάποιον ιστορικό, αρχαιολόγο ή λαογράφο, σε καμμία περίπτωση όμως δεν μπορεί ένας σύγχρονος μορφωμένος άνθρωπος να το παίρνει στα σοβαρά και να το έχει σαν γνώμονα για την πίστη του και τον τρόπο ζωής του.
Αυτή, λοιπόν, ήταν για μένα η αρχή του τέλους της πίστης στο Θείο.
Μετά από αυτήν την εμπειρία απέρριψα τελείως το χριστιανισμό, όχι όμως και τον θεϊσμό γενικά. Έκανα ένα σύντομο πέρασμα από άλλες θρησκείες, όπως ταοϊσμό και βουδισμό (μωαμεθανισμός κι ιουδαϊσμός είναι απλώς παρακλάδια του ίδιου δέντρου από όπου βγήκε και ο χριστιανισμός, ενώ ο ινδουϊσμός έχει μια περίπλοκη μυθολογία γεμάτη ανθρωπομορφικές ίντριγκες που θυμίζει κάπως την αρχαία ελληνική και μου φαινόταν υπερβολικά αφελής για πνευματική καθοδήγηση), σύντομα όμως διαπίστωσα ότι κι εκείνες, αν και ίσως περισσότερο πνευματικές από τον χριστιανισμό, ήταν διανθισμένες με διάφορες μεταφυσικές πεποιθήσεις τελείως αβάσιμες, οι οποίες μόνο μεταφορικά μπορούσαν να εκληφθούν.
Σύντομα λοιπόν κατέληξα σε μια απλή διαπίστωση: όλες οι πληροφορίες που έχουμε περί Θείου και μεταφυσικού, προέρχονται από ανθρώπινες πηγές, όλες αρχαίες, όλες ατεκμηρίωτες, και όλες με στοιχεία εμφανώς ψευδή στο σύστημα πεποιθήσεών τους. Επομένως, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλες οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί Θεού είναι εσφαλμένες – κοντολογίς, ότι οι Θεοί των ανθρώπων δεν υπάρχουν.
Μα τότε γιατί να υποθέσουμε ότι υπάρχει παρόλα αυτά μια οντότητα που μπορούμε να αποκαλέσουμε Θεό; Γιατί να επιμένουμε, παρά την πλήρη απουσία τεκμηρίων, αποδείξων, ακόμη κι ενδείξεων, να διατηρούμε στην άκρη του μυαλού μας ως ενδεχόμενο την πιθανή ύπαρξή Του; Και κυρίως, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο ον που μπορεί να ανταποκριθεί σε έναν πολύ γενικό ορισμό του Θεού – ας πούμε μια ενσυνείδητη οντότητα που έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας του σύμπαντος και που ενδεχομένως παίζει ρόλο στη λειτουργία του έκτοτε – γιατί θα πρέπει να σχετιστούμε μαζί του λατρευτικά; Γιατί θα πρέπει να προσευχόμαστε, να φαντασιωνόμαστε ότι επικοινωνούμε μαζί του, να εκτελούμε περίπλοκα τελετουργικά, να το συνδέουμε με τις βασικές μας κοινωνικές δραστηριότητες, να του αποδίδουμε ηθικές προθέσεις και αρχές;
Προφανώς, δεν υπήρχε κανένας λόγος για όλα τα παραπάνω – κι έτσι, κάπου εκεί τελείωσε η σχέση μου και η ενασχόλησή μου με το Θεό.
Ήμουν πλέον άθεη, αλλά δεν έδωσα και μεγάλη σημασία στο γεγονός αυτό. Δεν θεωρούσα ότι υπήρχε λόγος να κάνω κάτι γι’ αυτό – να το συζητήσω με άλλους, ας πούμε, ή να επιδιώξω να ζήσω σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις μου. Εξακολουθούσα να ζω τη ζωή του τυπικού μέσου χριστιανού. Μεταλήψεις, προσευχές, πάτερ ημών και σταυροκοπήματα τα είχα κόψει από καιρό, πήγαινα όμως στον Επιτάφιο και στην Ανάσταση, έλεγα τις κλασσικές ευχές, μέχρι που έγινα και κουμπάρα σε θρησκευτικό γάμο, ακόμη και νονά σε βάφτιση. Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι κανείς δε με ρώτησε σε κανένα σημείο της διαδικασίας αν είμαι χριστιανή, αλλά και αν με ρωτούσε θα απαντούσα «ναι», γιατί θεωρούσα – όπως θεωρούν πολλοί, είμαι σίγουρη – ότι «χριστιανός» σημαίνει απλώς κάποιον που βαφτίστηκε όταν ήταν βρέφος και που σε γενικές γραμμές ακολουθεί τα χριστιανικά έθιμα.
Αισθανόμουν εντάξει με τον εαυτό μου, δεν προβληματιζόμουν ιδιαίτερα γύρω απ’ το θέμα, και ίσως να είχα ζήσει έτσι όλη τη ζωή μου, αν δεν ερχόταν στη θέση του αρχιεπισκόπου ο αείμνηστος Χριστόδουλος. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο εξουσιομανής, τόσο επιδεικτικός, τόσο πορωμένος, τόσο αποκρουστικός στις μικροπολιτικές του διαπλοκές, ώστε μου έφερε ξανά στην επιφάνεια τον προβληματισμό μου γύρω από τον κλήρο.
Η διαφθορά και να αναξιότητα στον κλήρο είναι τόσο διαδεδομένη, ώστε εύλογα αναρωτιέται κανείς μήπως τυχόν με το χρίσμα του ιερέα γίνεται κανείς χειρότερος απ’ όσο θα ήταν χωρίς αυτό. Αν το χρίσμα του ιερέα δεν έχει τη δύναμη να κάνει έναν άνθρωπο καλύτερο, τι αξία μπορεί να έχουν όλα τα λεγόμενα «μυστήρια» της εκκλησίας; Τι μπορεί να προσφέρει σε ένα ζευγάρι μισή ώρα πληκτικής ψαλμωδίας και θεατρικού τελετουργικού; Τι νομίζουν οι τεθλιμμένοι ότι θα ωφεληθεί ένας νεκρός από τα τροπάρια και τα θυμιάματα; Τι φαντάζονται οι γονείς ότι θα κερδίσει το ανυποψίαστο βρέφος τους από την ταλαιπωρία στην κολυμπήθρα, το λάδι στα μαλλιά και τους ακατανόητους εξορκισμούς; Εδώ ένας ιερέας, που υποτίθεται ότι αφήνεται συνειδητά να τον κυριεύσει η Θεία Χάρις και το Άγιο Πνεύμα, όχι μόνο δεν βλέπουμε να βελτιώνεται από την εμπειρία αυτή, αλλά μάλλον χειροτερεύει. Τι νόημα έχουν λοιπόν όλα αυτά τα τελετουργικά με τη συμμετοχή των ιερέων; Δεν θα ήταν πολύ πιο όμορφο και ουσιαστικό να γίνονται κοινωνικές τελετές χωρίς αυτούς;
Ο Χριστόδουλος λοιπόν έγινε αφορμή να αρχίσω να σκέφτομαι πιο συνειδητά την αθεΐα μου και να αντιδράσω πιο έντονα στην επιβολή της θρησκείας στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Όμως η απόφαση να ζήσω σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις μου ήρθε με τη γέννηση της κόρης μου. Παρά το γεγονός ότι ήμουν άθεη, παρά το γεγονός ότι ήδη είχα αρχίσει να θεωρώ τα θρησκευτικά τελετουργικά όχι απλώς κενά, όχι απλώς ανούσια, όχι απλώς περιττά, αλλά και αποφευκταία, δεν είχα διανοηθεί να μην τη βαφτίσω. Αυτός που με έκανε να το διανοηθώ ήταν ο άντρας μου. Όταν έγινε κάποια κουβέντα για βάφτιση, μου είπε πολύ απλά και φυσικά, «γιατί να τη βαφτίσουμε;» Αυτή η απλή και προφανής ερώτηση μου άνοιξε τα μάτια. Γιατί, πράγματι; Για κοινωνικούς λόγους, θα έλεγαν πολλοί. Τι ακριβώς όμως σημαίνει αυτό; Ότι θέλουμε τα δωράκια; Ας μας τα φέρουν και χωρίς βάφτιση. Ότι θέλουμε τη γιορτή; Ας κάνουμε μια γιορτή δική μας χωρίς παπάδες. Ότι θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους παππούδες; Αν μας αγαπούν, θα είναι ευχαριστημένοι με το να είμαστε ο εαυτός μας. Ότι θέλουμε να είμαστε ενταγμένοι στον κοινωνικό περίγυρο; Αν είμαστε απλοί, φυσικοί και με αυτοπεποίθηση, ο περίγυρος μας δέχεται όπως είμαστε. Δε ζούμε και σε καμμιά κοινωνία τόσο καταπιεστική – δεν θα μας λιθοβολήσουν κιόλας!
Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ όσο φανταζόμαστε. Το βήμα είναι πολύ πιο μικρό απ’ όσο φαντάζει. Και η συνέπεια στις πεποιθήσεις μας είναι πολύ πιο σημαντική απ’ όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Όσο ζούμε με τον τρόπο τον άλλων, όσο υποκρινόμαστε για να μην ταράξουμε τα νερά, τόσο διαιωνίζουμε μια κατάσταση όπου η εκκλησία βρίσκει αφορμή για να παρεμβαίνει στη ζωή ακόμη και των ανθρώπων που δεν είναι στην ουσία πιστοί. Όσο βαφτίζουμε τα παιδιά μας χωρίς να πιστεύουμε και καταθέτουμε το χαρτί της βάφτισης στο ληξιαρχείο ενώ δεν χρειάζεται, όσο εξακολουθούμε να δηλώνουμε χριστιανοί σε μητρώα και απογραφές ενώ δεν είμαστε, όσο αφήνουμε την εντύπωση στους δικούς μας ότι δεν αμφισβητούμε την επικρατούσα θρησκεία ενώ την έχουμε από καιρό απορρίψει, τόσο προδίνουμε τον εαυτό μας.
Είμαι άθεη, ζω σαν άθεη.
Απλό και λυτρωτικό.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια ηλικία άρχισα να αμφισβητώ μέσα μου την ύπαρξη του Θεού. Όταν ήμουν στην εφηβεία, γύρω στα 12 με 15, πίστευα ακόμη βαθιά, αλλά είχα ξεκινήσει μια εσωτερική αναζήτηση γύρω από το αντικείμενο αυτής της πίστης. Αφορμή της αναζήτησης ήταν αρχικά η εμφανής αναξιότητα του κλήρου αλλά και των πολύ θρήσκων ανθρώπων. Δεν ήθελε και πολύ για να διαπιστώσεις ότι οι περισσότεροι κληρικοί δεν διέθεταν κανένα χάρισμα και καμμιά ιδιαίτερη πνευματική κλίση, δεν βίωναν μέσα τους την αγάπη που κήρυτταν, ούτε ζούσαν σύμφωνα με αυτά που πρέσβευαν.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν τυπική σε πολλούς χριστιανούς που επιθυμούν να διατηρήσουν την πίστη τους: σκέφτηκα ότι ναι μεν ο κλήρος είναι ανάξιος, αλλά το δόγμα είναι αληθινό, και αξίζει να πιστεύεις σε αυτό. Απομακρύνθηκα από την εκκλησία, έπαψα να δίνω αξία στα τελετουργικά, αλλά συνέχισα λοιπόν να πιστεύω με έναν δικό μου προσωπικό τρόπο. Προσευχόμουν, έμπαινα συχνά σε ξωκκλήσια ή άδειες εκκλησίες και άναβα ένα κερί νιώθοντας ότι έτσι έρχομαι πιο κοντά στο Θεό, αναζητούσα μέσα μου την επαφή με το Θείο.
Έλα όμως που η επαφή με το Θείο δεν έλεγε να έρθει! Δεν είμαι βλέπετε διόλου επιρρεπής σε φαντασιώσεις και αυθυποβολές, δεν έχω διόλου την τάση να ερμηνεύω και να παρερμηνεύω τον κόσμο γύρω μου σύμφωνα με προλήψεις και προκαταλήψεις. Δεν μπορώ να δω θαύματα και θεϊκά μηνύματα εκεί που δεν υπάρχουν, δεν ανατρέχω σε μεταφυσικές ερμηνείες για κάθε τι που δεν μπορώ να εξηγήσω άμεσα. Έτσι, παρά την ειλικρινή πίστη μου και επιθυμία μου για επαφή με το Θεό, καμμία επαφή δεν έγινε ποτέ.
Προβληματισμένη από το γεγονός αυτό, θέλησα να αναζητήσω την αλήθεια του Θεού με άλλον τρόπο. Και επειδή οι διάδοχοι των αποστόλων δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη, αναζήτησα την αλήθεια του δόγματος κατευθείαν στην πηγή: στην Αγία Γραφή. Κάπου εκεί γύρω στα 18 με 20 διάβασα ολόκληρο το Ιερό Βιβλίο της Χριστιανοσύνης, από τη Γένεση ως τις Πράξεις των Αποστόλων, χωρίς να παραλείψω ούτε ένα κόμμα.
Η εμπειρία υπήρξε κυριολεκτικά αποκαλυπτική. Μου αποκάλυψε ότι η Ιερά Βίβλος, η πηγή της αλήθειας, το θεμέλιο της πίστης, δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα αρχαίων μύθων, στην πλειοψηφία τους αποκρουστικών και αφελών, χωρίς ίχνος θεϊκής πνοής, χωρίς το παραμικρό ψήγμα μεγαλείου. Εξαίρεση σ’ αυτό αποτελεί το Άσμα Ασμάτων, το οποίο είναι ένα όμορφο ερωτικό ποίημα (και αναρωτιέται κανείς γιατί στην ευχή το συμπεριέλαβαν στη Βίβλο, η εξήγηση ότι μιλά μεταφορικά για το Θεό μου φαίνεται αστεία, γιατί να πάρει κανείς μεταφορικά κάτι που έχει τόσο προφανή κυριολεκτική ερμηνεία), και ορισμένα σκόρπια αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης, όπως κάποια κομμάτια της επί του όρους ομιλίας (ούτε καν όλη).
Αυτό ήταν λοιπόν; Σ’ αυτό βασιζόμαστε για να πιστέψουμε; Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να ενδιαφέρει μόνο κάποιον ιστορικό, αρχαιολόγο ή λαογράφο, σε καμμία περίπτωση όμως δεν μπορεί ένας σύγχρονος μορφωμένος άνθρωπος να το παίρνει στα σοβαρά και να το έχει σαν γνώμονα για την πίστη του και τον τρόπο ζωής του.
Αυτή, λοιπόν, ήταν για μένα η αρχή του τέλους της πίστης στο Θείο.
Μετά από αυτήν την εμπειρία απέρριψα τελείως το χριστιανισμό, όχι όμως και τον θεϊσμό γενικά. Έκανα ένα σύντομο πέρασμα από άλλες θρησκείες, όπως ταοϊσμό και βουδισμό (μωαμεθανισμός κι ιουδαϊσμός είναι απλώς παρακλάδια του ίδιου δέντρου από όπου βγήκε και ο χριστιανισμός, ενώ ο ινδουϊσμός έχει μια περίπλοκη μυθολογία γεμάτη ανθρωπομορφικές ίντριγκες που θυμίζει κάπως την αρχαία ελληνική και μου φαινόταν υπερβολικά αφελής για πνευματική καθοδήγηση), σύντομα όμως διαπίστωσα ότι κι εκείνες, αν και ίσως περισσότερο πνευματικές από τον χριστιανισμό, ήταν διανθισμένες με διάφορες μεταφυσικές πεποιθήσεις τελείως αβάσιμες, οι οποίες μόνο μεταφορικά μπορούσαν να εκληφθούν.
Σύντομα λοιπόν κατέληξα σε μια απλή διαπίστωση: όλες οι πληροφορίες που έχουμε περί Θείου και μεταφυσικού, προέρχονται από ανθρώπινες πηγές, όλες αρχαίες, όλες ατεκμηρίωτες, και όλες με στοιχεία εμφανώς ψευδή στο σύστημα πεποιθήσεών τους. Επομένως, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλες οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί Θεού είναι εσφαλμένες – κοντολογίς, ότι οι Θεοί των ανθρώπων δεν υπάρχουν.
Μα τότε γιατί να υποθέσουμε ότι υπάρχει παρόλα αυτά μια οντότητα που μπορούμε να αποκαλέσουμε Θεό; Γιατί να επιμένουμε, παρά την πλήρη απουσία τεκμηρίων, αποδείξων, ακόμη κι ενδείξεων, να διατηρούμε στην άκρη του μυαλού μας ως ενδεχόμενο την πιθανή ύπαρξή Του; Και κυρίως, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο ον που μπορεί να ανταποκριθεί σε έναν πολύ γενικό ορισμό του Θεού – ας πούμε μια ενσυνείδητη οντότητα που έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας του σύμπαντος και που ενδεχομένως παίζει ρόλο στη λειτουργία του έκτοτε – γιατί θα πρέπει να σχετιστούμε μαζί του λατρευτικά; Γιατί θα πρέπει να προσευχόμαστε, να φαντασιωνόμαστε ότι επικοινωνούμε μαζί του, να εκτελούμε περίπλοκα τελετουργικά, να το συνδέουμε με τις βασικές μας κοινωνικές δραστηριότητες, να του αποδίδουμε ηθικές προθέσεις και αρχές;
Προφανώς, δεν υπήρχε κανένας λόγος για όλα τα παραπάνω – κι έτσι, κάπου εκεί τελείωσε η σχέση μου και η ενασχόλησή μου με το Θεό.
Ήμουν πλέον άθεη, αλλά δεν έδωσα και μεγάλη σημασία στο γεγονός αυτό. Δεν θεωρούσα ότι υπήρχε λόγος να κάνω κάτι γι’ αυτό – να το συζητήσω με άλλους, ας πούμε, ή να επιδιώξω να ζήσω σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις μου. Εξακολουθούσα να ζω τη ζωή του τυπικού μέσου χριστιανού. Μεταλήψεις, προσευχές, πάτερ ημών και σταυροκοπήματα τα είχα κόψει από καιρό, πήγαινα όμως στον Επιτάφιο και στην Ανάσταση, έλεγα τις κλασσικές ευχές, μέχρι που έγινα και κουμπάρα σε θρησκευτικό γάμο, ακόμη και νονά σε βάφτιση. Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι κανείς δε με ρώτησε σε κανένα σημείο της διαδικασίας αν είμαι χριστιανή, αλλά και αν με ρωτούσε θα απαντούσα «ναι», γιατί θεωρούσα – όπως θεωρούν πολλοί, είμαι σίγουρη – ότι «χριστιανός» σημαίνει απλώς κάποιον που βαφτίστηκε όταν ήταν βρέφος και που σε γενικές γραμμές ακολουθεί τα χριστιανικά έθιμα.
Αισθανόμουν εντάξει με τον εαυτό μου, δεν προβληματιζόμουν ιδιαίτερα γύρω απ’ το θέμα, και ίσως να είχα ζήσει έτσι όλη τη ζωή μου, αν δεν ερχόταν στη θέση του αρχιεπισκόπου ο αείμνηστος Χριστόδουλος. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο εξουσιομανής, τόσο επιδεικτικός, τόσο πορωμένος, τόσο αποκρουστικός στις μικροπολιτικές του διαπλοκές, ώστε μου έφερε ξανά στην επιφάνεια τον προβληματισμό μου γύρω από τον κλήρο.
Η διαφθορά και να αναξιότητα στον κλήρο είναι τόσο διαδεδομένη, ώστε εύλογα αναρωτιέται κανείς μήπως τυχόν με το χρίσμα του ιερέα γίνεται κανείς χειρότερος απ’ όσο θα ήταν χωρίς αυτό. Αν το χρίσμα του ιερέα δεν έχει τη δύναμη να κάνει έναν άνθρωπο καλύτερο, τι αξία μπορεί να έχουν όλα τα λεγόμενα «μυστήρια» της εκκλησίας; Τι μπορεί να προσφέρει σε ένα ζευγάρι μισή ώρα πληκτικής ψαλμωδίας και θεατρικού τελετουργικού; Τι νομίζουν οι τεθλιμμένοι ότι θα ωφεληθεί ένας νεκρός από τα τροπάρια και τα θυμιάματα; Τι φαντάζονται οι γονείς ότι θα κερδίσει το ανυποψίαστο βρέφος τους από την ταλαιπωρία στην κολυμπήθρα, το λάδι στα μαλλιά και τους ακατανόητους εξορκισμούς; Εδώ ένας ιερέας, που υποτίθεται ότι αφήνεται συνειδητά να τον κυριεύσει η Θεία Χάρις και το Άγιο Πνεύμα, όχι μόνο δεν βλέπουμε να βελτιώνεται από την εμπειρία αυτή, αλλά μάλλον χειροτερεύει. Τι νόημα έχουν λοιπόν όλα αυτά τα τελετουργικά με τη συμμετοχή των ιερέων; Δεν θα ήταν πολύ πιο όμορφο και ουσιαστικό να γίνονται κοινωνικές τελετές χωρίς αυτούς;
Ο Χριστόδουλος λοιπόν έγινε αφορμή να αρχίσω να σκέφτομαι πιο συνειδητά την αθεΐα μου και να αντιδράσω πιο έντονα στην επιβολή της θρησκείας στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Όμως η απόφαση να ζήσω σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις μου ήρθε με τη γέννηση της κόρης μου. Παρά το γεγονός ότι ήμουν άθεη, παρά το γεγονός ότι ήδη είχα αρχίσει να θεωρώ τα θρησκευτικά τελετουργικά όχι απλώς κενά, όχι απλώς ανούσια, όχι απλώς περιττά, αλλά και αποφευκταία, δεν είχα διανοηθεί να μην τη βαφτίσω. Αυτός που με έκανε να το διανοηθώ ήταν ο άντρας μου. Όταν έγινε κάποια κουβέντα για βάφτιση, μου είπε πολύ απλά και φυσικά, «γιατί να τη βαφτίσουμε;» Αυτή η απλή και προφανής ερώτηση μου άνοιξε τα μάτια. Γιατί, πράγματι; Για κοινωνικούς λόγους, θα έλεγαν πολλοί. Τι ακριβώς όμως σημαίνει αυτό; Ότι θέλουμε τα δωράκια; Ας μας τα φέρουν και χωρίς βάφτιση. Ότι θέλουμε τη γιορτή; Ας κάνουμε μια γιορτή δική μας χωρίς παπάδες. Ότι θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους παππούδες; Αν μας αγαπούν, θα είναι ευχαριστημένοι με το να είμαστε ο εαυτός μας. Ότι θέλουμε να είμαστε ενταγμένοι στον κοινωνικό περίγυρο; Αν είμαστε απλοί, φυσικοί και με αυτοπεποίθηση, ο περίγυρος μας δέχεται όπως είμαστε. Δε ζούμε και σε καμμιά κοινωνία τόσο καταπιεστική – δεν θα μας λιθοβολήσουν κιόλας!
Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ όσο φανταζόμαστε. Το βήμα είναι πολύ πιο μικρό απ’ όσο φαντάζει. Και η συνέπεια στις πεποιθήσεις μας είναι πολύ πιο σημαντική απ’ όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Όσο ζούμε με τον τρόπο τον άλλων, όσο υποκρινόμαστε για να μην ταράξουμε τα νερά, τόσο διαιωνίζουμε μια κατάσταση όπου η εκκλησία βρίσκει αφορμή για να παρεμβαίνει στη ζωή ακόμη και των ανθρώπων που δεν είναι στην ουσία πιστοί. Όσο βαφτίζουμε τα παιδιά μας χωρίς να πιστεύουμε και καταθέτουμε το χαρτί της βάφτισης στο ληξιαρχείο ενώ δεν χρειάζεται, όσο εξακολουθούμε να δηλώνουμε χριστιανοί σε μητρώα και απογραφές ενώ δεν είμαστε, όσο αφήνουμε την εντύπωση στους δικούς μας ότι δεν αμφισβητούμε την επικρατούσα θρησκεία ενώ την έχουμε από καιρό απορρίψει, τόσο προδίνουμε τον εαυτό μας.
Είμαι άθεη, ζω σαν άθεη.
Απλό και λυτρωτικό.