(της Αννας Γριμάνη, Περιοδικό Κ της Καθημερινής)
H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Είναι σαν να με ρωτάτε αν τα πεζοδρόμια υπάρχουν για να περπατούν οι πεζοί - που και αυτό αμφισβητείται στις μέρες μας.
Δεν νομίζετε ότι πολύ μελάνι έχει χυθεί γι' αυτή την απάντηση; Τι με κάνει λοιπόν Ελληνα; Θυμηθείτε ότι κάποτε λεγόμαστε Γραικοί και Ρωμιοί και σήμερα Ελληνες. Αλλωστε, δεν έχω άλλη επιλογή. Εδώ γεννήθηκα, εδώ καταχωρίσθη - φακελώθηκα, εδώ έζησα, εδώ ζω και δεν έχω καθόλου την άποψη ότι αυτό με κάνει ιδιαίτερα προνομιούχο. Αντίθετα, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγότερο υπερηφανεύομαι γι' αυτό, όλο περισσότερο με κάνει ανασφαλή.
Ελληνας, πάντως, από συνείδηση μου πάει περισσότερο. Τα αισθήματα έπονται.
Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Κι εδώ το εκπαιδευτικό μας σύστημα -κυρίως- με έχει εξαπατήσει. Τόσα μικρά που κατά καιρούς με κέρδιζαν και που νόμιζα ότι είναι αποκλειστικότητα ελληνική, με τον καιρό πρόσεξα πως τα διαθέτουν αφθόνως και οι άλλοι λαοί. Ενηλικιωνόμαστε τόσο αργά!
Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.
Εκεί που αρχίζεις να ντρέπεσαι που λέγεσαι Ελληνας, θυμάσαι κάτι εξαιρέσεις και δακρύζεις. Θυμάσαι τη μάνα σου, τα παιδιά σου, τη γυναίκα σου, τις γυναίκες που αγάπησες, θυμάσαι τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη, τον Καβάφη, τον Μπελογιάννη, το Εικοσιένα, τους ήρωές σου μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, θυμάσαι κάποιους φίλους που σου στάθηκαν, θυμάσαι κι έναν Αριστοφάνη, έναν Ευριπίδη, έναν Αρχίλοχο, έναν Ομηρο και λες χαλάλι! Υστερα πάλι λες «μα τα ίδια δεν συμβαίνουν και στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου»;
Αυτό που με χαλάει.
Θα μου επιτρέψετε να μην απαντήσω σ' αυτό; Γιατί να γίνω κυνικός; Γιατί να βγάλω την αηδία μου για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και κυρίως των πολιτικών μας; Γιατί να καταλήξω σε ύβρεις; Γιατί να μελαγχολήσω αφόρητα; Οχι βέβαια ότι εξαιρώ τον εαυτό μου - κάπου εκεί μέσα είμαι κι εγώ.
Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Δεν σας λέει κάτι το ότι συνεχώς καταφεύγουμε στα παλιά, στα πολύ παλιά; Πάντως, αν περιοριστούμε στις τέχνες, ναι, παράγουμε πολιτισμό, αλλά τι να σου κάνουν οι εξαιρέσεις...
Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Με την ταυτότητα του ανθρώπου που ελάχιστα παράγει και άπειρα καταναλώνει, λες κι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που ήρθε σ' αυτόν τον κόσμο. Αλλά πώς θα αγοράζεις αυτό που καταναλώνεις αν προηγουμένως δεν έχεις διαφθαρεί; Δει δη χρημάτων, όπως έλεγε ο Δημοσθένης.
Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Καταναλώνουμε άπειρα «πρέπει» -λόγια, λόγια, λόγια- χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς την επόμενη κίνηση. Παντού. Στη Βουλή, στις ταβέρνες, στις παρέες, στα καφενεία... Οσο για τα «γιατί»; Γιατί ένας λαός τόσο έξυπνος, τόσο ικανός, με τόση ιστορία, γιατί να βγαίνει τόσο ανίκανος, τόσο παθητικός, τόσο αναποτελεσματικός; Γιατί τόσος ξεπεσμός; Γιατί τόση διαφθορά;
Ο Ελληνας ποιητής μου.
Εκεί που όλοι καταλήγουμε: Καβάφης, και πολλοί άλλοι, μόνο που δυστυχώς όλοι αυτοί δεν αλλάζουν τον κανόνα: θαυμαστές νησίδες καταφυγής και εξορίας.
Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Εχω την εντύπωση ότι η αλήθεια είναι μόνο μία: αυτή που αφορά τον παγκόσμιο άνθρωπο, στον ένα και μοναδικό πλανήτη μας. Το πραγματικά δικό μου, η αλήθεια μου είναι μόνο η γλώσσα μου. Αυτή είναι η πατρίδα μας, αυτή καθορίζει την ελληνικότητά μου.
Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.
Ψάχνω για δρομάκια, μονοπατάκια, μήπως με βγάλουν κάπου αυθεντικότερα, μακριά από ελληνικότητες κι εθνικοπατριωτικά και προγονοπληξίες. Πρώτον, να βρω τις ρίζες μου, το χώρο μου, τη φόρμα μου, το κρεβάτι μου, τη φωνή μου και μετά βλέπουμε.
* Ο Κώστας Μουρσελάς είναι συγγραφέας, με πιο πρόσφατα βιβλία του τα διηγήματα «Ο πόθος καίει τα σωθικά» (εκδόσεις Κέδρος) και τα αισθητικά δοκίμια «Ασκήσεις επί χάρτου» (εκδόσεις Καστανιώτη).