(του Παντελη Μπουκαλα, Καθημερινή, 15/9/2009)
«Θεομηνία», «βιβλική καταστροφή», «εκδίκηση της φύσης»... Κατά την πάγια συνήθειά μας, για να περιγράψουμε τις καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν την Εύβοια σπεύσαμε στην αποθήκη των στερεοτύπων. Δεν μας ωθεί μονάχα η αμηχανία στη χρήση των κλισέ. Δεν είναι αυθόρμητη η κίνησή μας αυτή. Και την υστεροβουλία της έχει και την πολιτική της διάσταση. Και τούτο επειδή μιλώντας για «βιβλική καταστροφή» (υπονοώντας δηλαδή τη δράση ενός εκδικητή Θεού που αποφασίζει σωφρονιστικούς κατακλυσμούς), για «θεομηνίες» (και πάλι εδώ εννοείται ένας θεός τιμωρός) ή για «εκδίκηση της φύσης» (εν προκειμένω λειτουργεί ένας ανθρωπομορφικός παγανισμός,
ανιμισμός ή ό,τι άλλο ταιριαστό με πρωιμότατα στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού, όταν τα έμφρονα δίποδα πλάσματα, σήκωναν μοιρολατρικά τα χέρια), δεν σκοπεύουμε να περιγράψουμε απλώς το φαινόμενο (μια πυρκαγιά ή μια πλημμύρα), αλλά να το ερμηνεύσουμε.
Και το ερμηνεύουμε με τον πιο βολικό για τις ευθύνες μας τρόπο, δηλαδή με τον πλέον ανεύθυνο τρόπο: μοιρολατρικά, παραιτούμενοι απ’ όλα όσα έχει κατακτήσει ο πολιτισμός στους τομείς της πρόβλεψης, της πρόληψης, του σχεδιασμού, της έγκαιρης αντιμετώπισης κι όλων εκείνων για τα οποία επιλέγουμε πολιτικούς, ψηφίζουμε, αναθέτουμε ευθύνες, εκχωρούμε εξουσία σε κυβερνήτες που, πριμοδοτημένοι από την κοινωνική απορρύθμιση, παραδίδει ο ένας στον άλλον τη σκυτάλη της πνευματικής νωθρότητας.
«Θεομηνία» λοιπόν; Δηλαδή το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναπλάσουμε το ομηρικό «μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος», να το αναδιατυπώσουμε στη μορφή «μήνιν άειδε, θεά, του θεού του ανθρωποβόρου»; Αλλά ποιου θεού η μήνις, η μνησίκακη οργή, θα έβαζε στόχο τα δάση και τα ποτάμια, τα χωριά και τις πόλεις; Αν ως θεό εννοούμε, αυτολατρευόμενοι, τη δίποδη αφεντιά μας, κι αν με τη φόρμουλα «εκδίκηση της φύσης» θέλουμε απλώς να πούμε ότι εμείς που σακατέψαμε τη φύση από την απληστία μας, την μπαζώσαμε, τη δομήσαμε και την οικοδομήσαμε δίχως σχέδιο, πρόνοια και δικαίωμα, πληρώνουμε τώρα τα επίχειρα, τότε έχει καλώς. Δηλαδή, έχει κακώς, κάκιστα.
Να ενοχοποιούμε οτιδήποτε το υπερβατικό, τη θεότητα της πιστεώς μας ή μια ανθρωπόμορφη Φύση, δεν είναι απλώς μια πράξη αυτοαθωωτική. Είναι αυτοκαταστροφική. «Εφόσον φταίνε υπέρτερες δυνάμεις, εμείς τι να μπορέσουμε και γιατί να προσπαθήσουμε, αφού ό,τι κακό είναι να συμβεί, θα συμβεί, όπως λέει ο αμάχητος νόμος του Μέρφι;» Κι έτσι, μ’ αυτό το συχωροχάρτι που μας δωρίζει η ανευθυνότητά μας, φροντίζουμε να ξανασυμβεί όντως, και μάλιστα στη δεινότερη εκδοχή του, ό,τι είναι δυνατόν να συμβεί αμβλυμένο, αντιμετωπίσιμο. Διότι, προφανώς, κανείς μηνίων θεός δεν πάει να φτιάξει το αυθαίρετό του στην Πεντέλη και καμία εκδικήτρια φύση δεν μπαζώνει ρέματα ούτε αφήνει επί χρόνια τα καμένα έρμαια της νεροποντής.