(του Πάσχου Μανδραβέλη, Καθημερινή, 9/8/2008)
Μέχρι σήμερα η Εκκλησία ζητούσε ομολογία πίστεως από τα μέλη της. Σήμερα κάποιοι μητροπολίτες απαιτούν ομολογία απιστίας από τα μη μέλη τους. Οχι προς τους ίδιους αλλά προς τις κρατικές αρχές. Πιθανώς να ζήλεψαν τη δόξα του μεγάλου εκλιπόντος και του δημοψηφίσματος που έκανε για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες (το οποίο τοις πράγμασι κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων). Μπορεί πάλι να μην είναι πολύ σίγουροι για τη μεταθανάτια τιμωρία των απίστων και απαιτούν από το κράτος να τους ταλαιπωρεί πριν έρθει η ώρα τους.
Μέγα θέμα, λοιπόν, προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιοι ιεράρχες για την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας που επιτρέπει στους γονείς να μην δίνουν λόγο γιατί τα παιδιά τους δεν θα παρακολουθούν την κατήχηση στα σχολεία. Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ήδη προαιρετικό για αλλόπιστους, άθεους και άλλους «βδελυρούς», μόνο που η προαίρεσή τους έπρεπε μέχρι σήμερα -και κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων- να αιτιολογείται. Δεν αρκούσε η ομολογία απιστίας κάποιου, έπρεπε να κάνει ομολογία -άλλης, εκτός της επικρατούσης- Πίστεως σε μια κρατική αρχή.
Αυτή η πρακτική δεν ήταν απλώς λάθος, ήταν ανόητη. Κατ’ αρχήν δεν χρησίμευε σε τίποτε: Οποιο λόγο κι αν επικαλείτο κάποιος γινόταν δεκτός. Ηταν δηλαδή μια περιττή γραφειοκρατική διαδικασία. Δεύτερον, δεν τον ήλεγχε -και ορθώς- κανείς. Οπότε μπορούσε οποιοσδήποτε να δηλώσει ψέματα. Αν κάποιος, δηλαδή, για οιονδήποτε λόγο δεν ήθελε να δηλώσει ότι είναι μουσουλμάνος, θα αναγκαζόταν να πει ψέματα.
Επιπλέον, αυτή η άχρηστη υποχρέωση έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου: Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιου είναι καθαρά προσωπική υπόθεση και η ομολογία Πίστεως αξίζει μόνο όταν δεν είναι υποχρεωτική. Τέλος -και αυτό είναι το λιγότερο σε σχέση με την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων- η χώρα κινδύνευε με παραπομπές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τις οποίες φυσικά θα έχανε.
Προς τι λοιπόν οι από μικροφώνου -κυρίως- αντιδράσεις των ιεραρχών; Πρώτον, πρέπει να δεχθούμε ότι η έκθεση στη δημοσιότητα είναι ένα περίεργο «αλκοολίκι». Λίγοι από εκείνους που δοκίμασαν αυτό το γλυκό πιοτό δεν λαχταρούν να το ξαναπιούν. Τρανταχτή απόδειξη οι πολιτικοί. Και οι ιεράρχες που πολιτεύονται, είτε από άμβωνος είτε στα παράθυρα της τηλεόρασης. Εξάλλου, σε άνυδρους καιρούς, τηλεοπτικοί τσακωμοί για τέτοια θέματα είναι μάνα εξ ουρανού για τα κανάλια.
Μέγα θέμα, λοιπόν, προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιοι ιεράρχες για την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας που επιτρέπει στους γονείς να μην δίνουν λόγο γιατί τα παιδιά τους δεν θα παρακολουθούν την κατήχηση στα σχολεία. Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ήδη προαιρετικό για αλλόπιστους, άθεους και άλλους «βδελυρούς», μόνο που η προαίρεσή τους έπρεπε μέχρι σήμερα -και κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων- να αιτιολογείται. Δεν αρκούσε η ομολογία απιστίας κάποιου, έπρεπε να κάνει ομολογία -άλλης, εκτός της επικρατούσης- Πίστεως σε μια κρατική αρχή.
Αυτή η πρακτική δεν ήταν απλώς λάθος, ήταν ανόητη. Κατ’ αρχήν δεν χρησίμευε σε τίποτε: Οποιο λόγο κι αν επικαλείτο κάποιος γινόταν δεκτός. Ηταν δηλαδή μια περιττή γραφειοκρατική διαδικασία. Δεύτερον, δεν τον ήλεγχε -και ορθώς- κανείς. Οπότε μπορούσε οποιοσδήποτε να δηλώσει ψέματα. Αν κάποιος, δηλαδή, για οιονδήποτε λόγο δεν ήθελε να δηλώσει ότι είναι μουσουλμάνος, θα αναγκαζόταν να πει ψέματα.
Επιπλέον, αυτή η άχρηστη υποχρέωση έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου: Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιου είναι καθαρά προσωπική υπόθεση και η ομολογία Πίστεως αξίζει μόνο όταν δεν είναι υποχρεωτική. Τέλος -και αυτό είναι το λιγότερο σε σχέση με την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων- η χώρα κινδύνευε με παραπομπές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τις οποίες φυσικά θα έχανε.
Προς τι λοιπόν οι από μικροφώνου -κυρίως- αντιδράσεις των ιεραρχών; Πρώτον, πρέπει να δεχθούμε ότι η έκθεση στη δημοσιότητα είναι ένα περίεργο «αλκοολίκι». Λίγοι από εκείνους που δοκίμασαν αυτό το γλυκό πιοτό δεν λαχταρούν να το ξαναπιούν. Τρανταχτή απόδειξη οι πολιτικοί. Και οι ιεράρχες που πολιτεύονται, είτε από άμβωνος είτε στα παράθυρα της τηλεόρασης. Εξάλλου, σε άνυδρους καιρούς, τηλεοπτικοί τσακωμοί για τέτοια θέματα είναι μάνα εξ ουρανού για τα κανάλια.
(βλέπε επίσης >>>)
Η απόφαση του υπουργείου προκάλεσε και την αντίδραση της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Σε επιστολή του προς τον υπ. Παιδείας ο κοσμήτορας της Σχολής, καθηγητής κ. Ιω. Κογκούλης, αναφέρει: «Το υπουργείο σας με την εγκύκλιο αυτή ενισχύει την προσπάθεια όλων εκείνων που επιδιώκουν να παραγνωρίζονται, να αποσιωπούνται ή να διαστρεβλώνονται οι θυσίες και η προσφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο γένος, ενώ παράλληλα στο πλαίσιο της ιδεολογικής υποδούλωσης και μετάλλαξης της πατρίδος μας και στο όνομα του “εξευρωπαϊσμού” μας, επιχειρούν να επηρεάσουν τη σκέψη και τη συνείδηση των παιδιών μας» επισημαίνει.
Σύμφωνη με την εγκύκλιο δήλωσε η υπεύθυνη τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, βουλευτής κ. Αννα Διαμαντοπούλου. «Η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων» τονίζει.
Σύμφωνη με την εγκύκλιο δήλωσε η υπεύθυνη τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, βουλευτής κ. Αννα Διαμαντοπούλου. «Η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων» τονίζει.
(Καθημερινή, 28/8/2008)
Ο κ. Κογκούλης ελάχιστα αγωνιά για την αξιοποίηση της "προσφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο γένος" -αυτή έχει καταγραφεί στη συνείδηση των ανθρώπων ως δωσιλογική και προδοτική-, αλλά πολύ περισσότερο για τη σταδιακή μείωση των σπουδαστών του, αφού θα λιγοστέψει η ζήτηση θεολόγων. Απ' τη μια του φεύγουν κάποιοι για τις ιερατικές σχολές του Χριστόδουλου (εκείνες που σπουδάζεις με συστατική επιστολή μητροπολίτη), απ' την άλλη θα του φεύγουν οι νεότεροι λόγω μείωσης διορισμών στην εκπαίδευση. Ποιος λόγος ύπαρξης θα υπάρχει πλέον για τις θεολογικές σχολές; Ίσως είναι και ο καλύτερος τρόπος αυτός να πάψει η προβολή σε επιστημονικά ιδρύματα των θρησκευτικών ιδεοληψιών και επιφοιτήσεων κτηνοτρόφων και ερημιτών από τη Μέση Ανατολή.