(του Πάσχου Μανδραβέλη, Καθημερινή, 2/8/2008)
Την εποχή των πρώτων σιδηροδρόμων κάποιοι ισχυρίζονταν (στα σοβαρά) ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να επιβαίνουν σε «άμαξες» που τρέχουν πάνω από 5Ο χλμ. ανά ώρα, διότι θα αλλοιωθεί μονίμως το πρόσωπό τους. Δεν ήταν η μόνη κινδυνολογία που γέννησε η ταχύρρυθμη βιομηχανική επανάσταση. Με κάθε εξέλιξη υπήρχε και ένας πρόθυμος προφήτης, για να δει μια απειλή. Οπως ακριβώς γίνεται και σήμερα.
Ετσι, σύμφωνα με άρθρο των «New York Times» (αναδημοσιεύτηκε στην «Κ» 29.7.2008) το διάβασμα κειμένων online καταστρέφει την ικανότητα ανάγνωσης. «Σ’ ολόκληρο τον κόσμο, η ικανότητα των ανθρώπων να συγκεντρώνουν το μυαλό τους σ’ ένα συγκεκριμένο ζήτημα για μεγάλο χρονικό διάστημα κινδυνεύει», δήλωσε η πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου των ΗΠΑ για την Υποστήριξη των Τεχνών, Ντάνα Τζίοϊα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται αυτού του τύπου η τεχνοφοβία. Το 1890 ο Αμερικανός πρόεδρος Γκρόβερ Κλίβελαντ ανησυχούσε για την επέκταση των δημόσιων βιβλιοθηκών (ήταν το Διαδίκτυο της εποχής). «Tο παιδί που αχόρταγα καταβροχθίζει τα ακόλαστα παραμύθια και τις τρομαχτικές αιματοβαμμένες περιπέτειες -οι οποίες αυτόν τον καιρό παρά είναι εύκολα προσβάσιμες- αποκτά στάση ζωής η οποία, αν δεν τον μετατρέψει σε καταστροφέα της κοινωνικής τάξης, σίγουρα δεν θα τον κάνει χρήσιμο μέλος της κοινωνίας μας», δήλωσε. Τότε, -που δεν υπήρχε τηλεόραση ή το Διαδίκτυο να ριχτούν στην πυρά, ώστε να εξαγνιστεί η κοινωνία απ’ όλα τα κακά- ο στόχος των ηθικολόγων ήταν η λογοτεχνία. O γιατρός Iσαάκ Pέι ισχυριζόταν το 1870 ότι: «H συνεχής ανάγνωση μυθιστορημάτων, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, ευθύνεται για πολλές διανοητικές διαταραχές οι οποίες εμφανίζονται σε τέτοια συχνότητα, που δεν γνωρίσαμε ποτέ σε προηγούμενες περιόδους της ιστορίας μας...».
H άλλη καραμέλα για τους κινδύνους του μέλλοντος είναι η υπερπληροφόρηση. Mε τα δίκτυα, λένε κάποιοι, ο μέσος άνθρωπος θα αποκτήσει τόσο μεγάλο ποσό πληροφορίας, που θα είναι αδύνατον να το επεξεργαστεί. Στο τέλος θα πνιγεί από την υπερπληροφόρηση, θα γίνει ένα άβουλο ον, βομβαρδιζόμενο από άχρηστη πληροφορία. Eίναι αστείο, αλλά τους ίδιους φόβους δημιούργησε η έλευση του τηλεφώνου. O λογοτέχνης Tζέιμς Pάσελ Λόβελ φοβόταν το 1885 ότι: «σκεπάζουμε όλη τη χώρα με ομιλούντα σύρματα και θαβόμαστε ζωντανοί κάτω από σωρούς άχρηστου λόγου... είμαστε δε έτοιμοι να μετατραπούμε σε απλά σφουγγάρια παραγεμισμένα από τα βρώμικα νερά του χωριάτικου κουτσομπολιού...»
Η συμπεριφορά που περιγράφει ο Π. Μανδραβέλης (Π.Μ.), οφείλεται σε εμφανή ή υπολανθάνουσα τεχνονωθρότητα και εκδηλώνεται κυρίως από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, με πρόσχημα ρομαντικούς δεσμούς με κάποια χαρακτηριστικά της καταργούμενης τεχνολογίας.
Ο Π.Μ. αναφέρει μία από τις πολλές ιστορίες του 19ου αιώνα, όπου ο κόσμος για πολλά χρόνια απέφευγε να χρησιμοποιεί το τραίνο και συνέχιζε να παίρνει την άμαξα, παρά τα πολλά μειονεκτήματα που είχε αυτό το μεταφορικό μέσον. Ακόμα στις αρχές του 20ου αιώνα απέτρεπαν χρηματο-οικονομικοί σύμβουλοι στις ΗΠΑ τους πελάτες των τραπεζών τους να επενδύσουν σε μετοχές της βιομηχανίας αυτοκινήτων Ford, διότι: «Το άλογο θα συνεχίσει να υπάρχει, το αυτοκίνητο είναι μόνο ένας νεωτερισμός, μια μόδα!».
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Πέρα από αυτά που αναφέρει ο Π.Μ., έχουν διασωθεί διάφορες εκτιμήσεις παλαιότερων εποχών για τις δήθεν υποβαθμίσεις που προκαλεί η τεχνολογία στην κοινωνική ζωή. Με κάθε εξέλιξη παρουσιαζόταν τουλάχιστον ένας αυτόκλητος μάντης κακών και σχεδόν πάντα διατύπωνε αυθαίρετες ερμηνείες.
Τώρα που υποχωρεί όλο και περισσότερο το τυπωμένο χαρτί και έχει πάρει έκταση η χρήση της οθόνης του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ακούμε συχνά εκτιμήσεις και διηγήσεις για τη σχέση που έχει κάποιος «βιβλιοφάγος» φίλος με την υφή και τη μυρωδιά του χαρτιού, για τη συγκίνηση που νοιώθει όταν βρίσκεται σε ένα βιβλιοπωλείο κ.ά. Προφανώς ο συγκεκριμένος φίλος έχει συσχετίσει την αγάπη του για μελέτη με δευτερεύοντα και μάλλον αρνητικά στοιχεία του μέσου (χαρτί), με το οποίο διαδίδονται εδώ και 5ΟΟ περίπου χρόνια οι γνώσεις στον πολιτισμένο κόσμο.
- Τα φτηνά βιβλία και οι εφημερίδες αποθάρρυναν τη συνομιλία, έλεγαν το 18ο και 19ο αιώνα.
- Η τέχνη της συζήτησης χάνεται, γιατί οι άνθρωποι δεν συζητούν πια, αλλά διαβάζουν!
- Στα τέλη του 19ου αιώνα διεκτραγώδησαν δημόσιοι άνδρες στην Αγγλία το γεγονός ότι ο καλύτερος (ηλεκτρικός) φωτισμός στα σπίτια έκανε τους ανθρώπους να διαβάζουν αντί να συζητάνε.
- Ο συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ ήταν πεπεισμένος ότι το ραδιόφωνο και άλλοι «μοναχικοί, μηχανικοί τρόποι αναψυχής» καταδίκαζαν σε θάνατο τη συζήτηση, αν και οι συζητήσεις στα σαλόνια ήταν συνηθέστερα παράλληλοι μονόλογοι.
- Αλλά και στις μέρες μας υπάρχουν εκπαιδευτικοί που επιλέγουν ή διαμορφώνουν δια της απάτης ως θέμα εξετάσεων οπισθοδρομικά κείμενα και μηνύματα για να καταγράψουν την δήθεν «κοινωνική υποβάθμιση» λόγω των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων και την απομάκρυνση από τις «παραδόσεις» που κρατούσαν σταθερά τους ανθρώπους σε ένα οπισθοδρομικό περιβάλλον και κλίμα.
Ο Mark Lawson περιέγραψε στην εφημερίδα Guardian τις επερχόμενες εξελίξεις για ηλεκτρονική διανομή των κειμένων, των εικόνων και της μουσικής του μέλλοντος μέσω του διαδικτύου, με χρήση μιας και μοναδικής μικροσυσκευής, η οποία θα μεταδίδει ταυτόχρονα τηλεοπτικά προγράμματα και θα αποτελεί κινητό τηλέφωνο, ατζέντα κ.ά. και καταλήγει: «Έτσι, λοιπόν, η πιθανότητα ότι όλα αυτά -σινεμά, βιβλία, μουσική, ραδιόφωνο, τηλεόραση- θα είναι διαθέσιμα μέσα από μία και μοναδική πλαστική συσκευή, η οποία επινοήθηκε για να σου επιτρέπει να μιλήσεις με τους δικούς σου και να τους πεις ότι το τραίνο θα αργήσει, μπορεί να είναι τεχνολογικά συναρπαστική, αλλά δίνει ταυτόχρονα μια αίσθηση κλειστοφοβίας και περιορισμού. (!;) Αν αυτό είναι το πολιτιστικό μέλλον που μας περιμένει, ευχαριστώ, θα αρνηθώ την πρόσκληση.»
Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι είναι απόλυτα εξαρτημένοι από την τεχνολογία, χωρίς να το αντιλαμβάνονται (ο Mark Lawson ταξιδεύει με ένα σύγχρονο τραίνο, αλλά παραπονιέται για τις σύγχρονες συσκευές επικοινωνίας) και απλώς δυσφορούν για τις αλλαγές στις συνήθειές τους που επέρχονται αναπόφευκτα, γίνονται τεχνοφοβικοί επειδή είναι τεχνονωθροί.
Κανείς από αυτούς δεν θα σκεφτόταν όμως να διαγράψει από τη ζωή του το ραδιόφωνο, το αυτοκίνητο, το τηλέφωνο, τις οικιακές συσκευές και ό,τι άλλο χρησιμοποιεί αυτονόητα στην καθημερινή ζωή του, όλα εκείνα τα τεχνικά κατασκευάσματα, τα οποία συνήθισε από μικρής ηλικίας. Τον ενοχλούν οι αλλαγές που θα τον αναγκάσουν να προβληματιστεί και πιθανόν θα τον κουράσουν μέχρι να τις συνηθίσει, η αναλογική συσκευή που θα γίνει ψηφιακή, ο δίσκος μουσικής από βινίλιο που θα γίνει CD, το σήμα στο τηλέφωνο που ακούγεται διαφορετικά, η φωτογραφική μηχανή χωρίς φιλμ που πρέπει να συνδεθεί όμως με τον υπολογιστή κ.ο.κ.
Μερικοί δηλώνουν ότι αποστρέφονται τις συζητήσεις με αγνώστους σε ηλεκτρονικούς χώρους του Internet (chat) και προτιμούν άμεσες ζωντανές συζητήσεις με το φίλο ή τον γείτονα. Ίσως να αγνοούν βέβαια - ή κάνουν πως αγνοούν- ότι οι συζητήσεις στο Internet γίνονται συχνά με ανθρώπους σε άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες ηπείρους, με τους οποίους ένας μέσος άνθρωπος ποτέ δεν θα είχε την ευκαιρία να έρθει σε επικοινωνία. Και να μην ξεχνάμε ότι για διαδικτυακές συζητήσεις απαιτείται και κάποια ευχέρεια επικοινωνίας, γνώση ξένης γλώσσας κτλ.
Πέρα από αυτά, οι περισσότεροι από τους αρνητές της εξέλιξης ντρέπονται πλέον να παραδεχθούν ότι αγνοούν και την απλή χρήση του υπολογιστή και περιτυλίγουν την άγνοιά τους με προβολή άλλων, προσωπικών επιλογών επικοινωνίας. Άκουγα ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από συναδέλφους εκπαιδευτικούς την ερώτηση: «Τί κάνεις; Παίζεις στον υπολογιστή;» Δεν έδινα απάντηση, γιατί ήξερα ότι οι συγκεκριμένοι ήταν της κουλτούρας του φραπέ, του τσιγάρου και των ποδοσφαιρικών συζητήσεων!
Τώρα που εγώ διδάσκω, μεταξύ άλλων, τη χρήση των υπολογιστών στις τεχνικές εφαρμογές, δηλαδή εκείνα που κάποτε φαίνονταν παιχνίδια, οι ίδιοι συνάδελφοι δηλώνουν ότι δεν ασχολούνται με τέτοια πράγματα, προτιμούν να διαβάζουν βιβλία (φραπέ και τσιγάρο τους τάχει κόψει ο γιατρός!)... Εννοείται, ούτε βιβλία διαβάζουν, αλλά δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι είναι πλέον οπισθοδρομικοί, ότι έχουν μείνει στις μεταπολεμικές δεκαετίες, τον καιρό που πήγαιναν στο Δημοτικό Σχολείο!