15 June 2008

Παραποίηση κειμένων για προβολή της οπισθοδρομικότητας

...
Πριν από ένα μήνα περίπου δημοσίευσα σ' αυτό το blog ένα κείμενο-κριτική για το θέμα στην εξέταση της Ελληνικής Γλώσσας στις πανελλαδικές εξετάσεις, το οποίο μου έδωσε αφορμή να καταφερθώ κατά των χριστοδουλικών μηνυμάτων «Πίσω στις παραδόσεις!» και κατά εκείνων που συνεχίζουν να τα διατυμπανίζουν από θέσεις με θεσμική βαρύτητα. Λίγο μετά έστειλα μια επιστολή στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ με ίδιο περίπου περιεχόμενο, η οποία δημοσιεύτηκε με τίτλο «Βομβαρδίζουν τη νεολαία με οπισθοδρομικά μηνύματα».

Ο φιλόλογος-εκπαιδευτικός στα Χανιά, Γιάννης Μαργιούλας, που είχε την υπομονή να αναζητήσει στο βιβλίο Δοκιμές του νομπελίστα λογοτέχνη Γιώργου Σεφέρη το συγκεκριμένο απόσπασμα, πρέπει να έμεινε άναυδος: Το κείμενο που ετέθη στους μαθητές προς διαπραγμάτευση είναι ψευδώνυμο, δεν υπάρχει στο βιβλίο του Σεφέρη, αλλά είναι αποτέλεσμα κοπτοραπτικής! Στόχος των δραστών-μελών της εξεταστικής επιτροπής ήταν να προκύψει με την παραποίηση η επιθυμητή οπισθοδρομική βάση εκκινήσεως, ώστε να διαδόσουν τις αντιδραστικές ιδεοληψίες τους. Γράφει ο κ. Μαργιούλας:

«Από την ανάγνωση των παραγράφων που προηγούνται και από τη φράση που (εσκεμμένα) παραλείφθηκε, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως ο Σεφέρης δεν μιλά για την παράδοση γενικά και αόριστα. Μιλά για τη λογοτεχνική παράδοση.

Η επιτροπή των εξετάσεων, από ένα ευρύτερο κείμενο, από μια συλλογιστική πορεία που έχει άλλο θέμα και άλλη στόχευση, αποσπά δύο (μη συνεχόμενες) παραγράφους, παραλείπει φράσεις από τη μια και τις παρουσιάζει ως συνεκτικό λόγο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για σπαράγματα που διαστρέφουν μάλιστα το ακριβές περιεχόμενο της βασικής έννοιας που πραγματεύεται ο ομιλητής. Όλη η λαθροχειρία γίνεται για να διασταλεί το περιεχόμενο του όρου παράδοση. Απομόνωσαν μόνο δύο παραγράφους, γιατί τόσες μπόρεσαν να βρουν που να ανταποκρίνονται στο σκοπό τους.

Θα μου πείτε: αυτά που ισχυρίζεται ο Σεφέρης για τη λογοτεχνία δεν εννοεί ότι ισχύουν και σε άλλους χώρους; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά: όχι. Το ζήτημα όμως είναι πως, όταν γίνεται λόγος για λογοτεχνική παράδοση, το μυαλό του καθενός πάει σε συγκεκριμένα πράγματα: κείμενα, λογοτέχνες, σχολές, ρεύματα κτλ. Οι έννοιες της συνέχειας και της ρήξης αποκτούν πιο απτό περιεχόμενο, έτσι που μπορεί (ο μυημένος τουλάχιστο) να τις σχολιάσει.

Όταν όμως αναφερόμαστε στην παράδοση γενικώς και αορίστως, πού πάει το μυαλό του καθενός; Παντού και πουθενά. Ένας τόσο ρευστός κι αμφιλεγόμενος όρος που μπορεί να συμπεριλάβει τα πιο αντιφατικά πράγματα (από το δημοτικό τραγούδι, το κοκορέτσι και το ψαλτήρι μέχρι την προίκα και την οπλοκατοχή), στη συνείδηση αυτού που καλείται να τον επεξεργαστεί, καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα.

Μη μπορώντας ο μαθητής (αλλά και ο καθένας) να στρέψει τη σκέψη του σε συγκεκριμένες καταστάσεις από τη ζωή και την κοινωνία, μπλοκαρισμένος από το «χαώδες» του θέματος, αδυνατεί να προχωρήσει σε συλλογισμούς με ουσιαστικό περιεχόμενο. Μόνη διέξοδος – για όσους έχουν γερό μνημονικό και είναι αρκούντως εξασκημένοι – η καταφυγή σε ετοιματζίδικα φληναφήματα.»
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται ο επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας το ΒΗΜΑ, καθηγ. Δημήτρης Μαρωνίτης, ο οποίος υπό τον τίλο «Παραχάραξη» θεωρεί ότι «Πρόκειται για ανεπίτρεπτη πράξη, που θα έπρεπε να εξεγείρει τουλάχιστον τα φιλολογικά τμήματα των φιλοσοφικών μας σχολών.» Σιγά μην εξεγερθούν οι διάδοχοι του Ομήρου, του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη με τέτοιες λεπτομέρειες...

Σημειώνω ακόμα ότι στο ζήτημα των ίδιων εξετάσεων αναφέρθηκε στα τακτικά σχόλιά του στα ΝΕΑ και ο φιλόλογος Κ. Γεωργουσόπουλος, ο οποίος περιορίστηκε όμως, όπως συνηθίζει, να χλευάσει και εκθέσει συναδέλφους του φιλολόγους που δεν διδάσκουν στα σχολεία τη γλώσσα με τον τρόπο που προκρίνει ο ίδιος.

Στην προηγούμενη σχετική ανάρτηση που αναφέρθηκε στην αρχή, κακολογούσα τον Σεφέρη για την οπισθοδρομικότητά του, με αξιοποίηση της οποίας «τα ορφανά του Χριστόδουλου διατηρούνται σε θέσεις επιρροής και βομβαρδίζουν τη νεολαία με οπισθοδρομικά μηνύματα» Τώρα διαπιστώνω ότι τα συγκεκριμένα ορφανά και προφανώς πνευματικώς (στην κυριολεξία) αδέσποτα, παραποιούν τα κείμενα του (έτσι κι αλλιώς συντηρητικού) Σεφέρη -μάλλον δεν βρίσκουν άλλα ή δεν τα καταλαβαίνουν- για να διαδώσουν τα οπισθοδρομικά μηνύματά τους.

Δημιουργείται, βέβαια, το ερώτημα, γιατί έπρεπε να αναφέρουν ότι πρόκειται για κείμενο του Σεφέρη, αφού το αλλοίωσαν μέχρι παραχαράξεως; Θα μπορούσαν να το παραθέσουν ως δικός τους κείμενο που προκύπτει από την εμπειρία ζωής πολλών εκ των μελών της εξεταστικής επιτροπής, αφού είναι καταφανές ότι πρόκειται για αντιδραστικούς ανθρώπους.

Πρώτον, υπήρχε κίνδυνος να κατηγορηθούν από προσεκτικούς αναγνώστες, φιλολόγους κυρίως, ως λογοκλοπείς, αφού αλλοίωσαν ένα γνωστό λογοτεχνικό κείμενο για να το εκμεταλλευτούν. Δεύτερον, ποιος θα μπορούσε να συγκρατηθεί να τους καταχειριάσει λεκτικώς, αν δεν λειτουργούσε η αναστολή που δημιουργεί το όνομα του Σεφέρη; Την ίδια αναστολή που προκάλεσαν οι αντιδραστικοί εξεταστές στα παιδιά, αναγκάζοντάς τα να εκφραστούν οπισθοδρομικά για να μη συγκρουστούν με τις απόψεις των αδέσποτων ορφανών!

(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)