(Παραπομπή στο πρώτο μέρος >>>)
Ο Νεοελληνικός «Διαφωτισμός» α'
Στην οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν το μορφωτικό επίπεδο του λαού, ανεξαρτήτως εθνικής και θρησκευτικής προελεύσεως, στο απόλυτο μηδέν, δεδομένου ότι η παιδεία δεν αποτελούσε στόχο των Οθωμανών, ούτε για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ειδικότερα για τις περιοχές με ελληνόφωνους πληθυσμούς περιγράφεται στην «Ελληνικήν Νομαρχίαν» (1806) του Ανωνύμου Έλληνος η κατάσταση μορφωτικής και πνευματικής ένδειας ως εξής: «Αι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν».
Ο Ελληνισμός που βρισκόταν κατά την ύστερη Αρχαιότητα στην πολιτισμική πρωτοπορία, είχε καταλήξει στο ύστατο σκαλοπάτι της αμάθειας, μετά από επιτυχείς προσπάθειες πολλών αιώνων των «πατέρων» και των διαφόρων «φωτισμένων» εκκλησιαστικών ηγετών, οι οποίοι συγκάλυπταν επί 11-12 αιώνες την καλλιέργεια και προώθηση ιδιοτελών και δωσιλογικών στόχων με το αναμάσημα αρχαιοελληνικών κειμένων και το «σχολιασμό» φιλοσοφικών ιδεών του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.
Μετά την οριστική κατάλυση του βυζαντινού κράτους οι μαθητές στον ελληνόφωνο χώρο δεν φοιτούσαν σε κάποιο οργανωμένο σχολείο, αλλά μαθήτευαν κοντά σε δάσκαλο, συνήθως κληρικό. Τα μαθήματα γίνονταν όποτε ήταν διαθέσιμος ο δάσκαλος, ο οποίος πληρωνόταν από τους μαθητές. Αυτού του είδους η εκπαιδευτική διαδικασία δεν απείχε πολύ από εκείνη της βυζαντινής εποχής. Από το 17ο αιώνα άρχισε όμως σταδιακά, με επιρροή από τη Δύση, να δίδεται εκπαίδευση σε εκκλησιαστικές σχολές, αρχικά για την εκπαίδευση κληρικών, οι οποίοι αποκτούσαν έτσι κάποια «επάρκεια στην ανάγνωση, ίσως και στη γραφή» (Ι. Συκουτρής: «Εμείς και οι Αρχαίοι»), αργότερα και για την κατάρτιση εμπόρων και βιοτεχνών. Αυτές οι Σχολές λειτουργούσαν με βάση τα προνόμια του μιλέτ που είχαν παραχωρήσει οι Οθωμανοί στο Πατριαρχείο.
Στο τέλος του 18ου αιώνα είχαν πληθύνει αυτά τα σχολεία, ώστε όλες οι ευημερούσες πόλεις είχαν τουλάχιστον μία Σχολή (Γιάννενα, Αθήνα, Δημητσάνα, Χίος, Πάτμος, Αθωνιάς Σχολή, Μεσολόγγι, Σμύρνη, Κυδωνιές κ.ά.) Παράλληλα λειτουργούσαν και Σχολές στον ελληνόφωνο χώρο εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Ιόνιος Ακαδημία στα Επτάνησα και άλλες. Στις σχολές δίδασκαν αρχικά δάσκαλοι-κληρικοί παραδοσιακής παιδείας, αλλά από το 18ο αιώνα έπαιρναν τη θέση τους όλο και συχνότερα νεωτεριστές, οι λεγόμενοι σήμερα «Δάσκαλοι του Γένους». Κατά κανόνα επρόκειτο για εκπαιδευτικούς, επίσης κληρικούς, που είχαν επηρεαστεί από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στη Δύση.
Οι γνώσεις έπρεπε πλέον το 17ο και 18ο αιώνα να εισαχθούν από την «καταραμένη Δύση», όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και για θέματα της Αρχαιότητας αλλά και του Βυζαντίου, μέχρι των ημερών μας. Το πατριαρχείο προσπαθούσε να συντηρήσει την παιδεία στα παραδοσιακά θεοκρατικά πλαίσια, οι φωτισμένοι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονταν να την εξελίξουν και να την αναπλάσουν. Τέτοια εκπαιδευτικοί ήταν οι Γεώργιος Σουγδουρής, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ευγένιος Βούλγαρις, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Νικηφόρος Θεοτόκης κ.ά.
Οι προσπάθειες των ανανεωτών δασκάλων για μεταρρύθμιση στην παιδεία και βελτίωση των παρεχόμενων γνώσεων, ώστε να ξεφύγει ο λαός από τη διαδεδομένη θεοπληξία, συνοδεύονταν ταυτόχρονα από τη διάδοση μηνυμάτων για απελευθέρωση των υπόδουλων από τον οθωμανικό ζυγό.
Ο Ελληνισμός που βρισκόταν κατά την ύστερη Αρχαιότητα στην πολιτισμική πρωτοπορία, είχε καταλήξει στο ύστατο σκαλοπάτι της αμάθειας, μετά από επιτυχείς προσπάθειες πολλών αιώνων των «πατέρων» και των διαφόρων «φωτισμένων» εκκλησιαστικών ηγετών, οι οποίοι συγκάλυπταν επί 11-12 αιώνες την καλλιέργεια και προώθηση ιδιοτελών και δωσιλογικών στόχων με το αναμάσημα αρχαιοελληνικών κειμένων και το «σχολιασμό» φιλοσοφικών ιδεών του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.
Μετά την οριστική κατάλυση του βυζαντινού κράτους οι μαθητές στον ελληνόφωνο χώρο δεν φοιτούσαν σε κάποιο οργανωμένο σχολείο, αλλά μαθήτευαν κοντά σε δάσκαλο, συνήθως κληρικό. Τα μαθήματα γίνονταν όποτε ήταν διαθέσιμος ο δάσκαλος, ο οποίος πληρωνόταν από τους μαθητές. Αυτού του είδους η εκπαιδευτική διαδικασία δεν απείχε πολύ από εκείνη της βυζαντινής εποχής. Από το 17ο αιώνα άρχισε όμως σταδιακά, με επιρροή από τη Δύση, να δίδεται εκπαίδευση σε εκκλησιαστικές σχολές, αρχικά για την εκπαίδευση κληρικών, οι οποίοι αποκτούσαν έτσι κάποια «επάρκεια στην ανάγνωση, ίσως και στη γραφή» (Ι. Συκουτρής: «Εμείς και οι Αρχαίοι»), αργότερα και για την κατάρτιση εμπόρων και βιοτεχνών. Αυτές οι Σχολές λειτουργούσαν με βάση τα προνόμια του μιλέτ που είχαν παραχωρήσει οι Οθωμανοί στο Πατριαρχείο.
Στο τέλος του 18ου αιώνα είχαν πληθύνει αυτά τα σχολεία, ώστε όλες οι ευημερούσες πόλεις είχαν τουλάχιστον μία Σχολή (Γιάννενα, Αθήνα, Δημητσάνα, Χίος, Πάτμος, Αθωνιάς Σχολή, Μεσολόγγι, Σμύρνη, Κυδωνιές κ.ά.) Παράλληλα λειτουργούσαν και Σχολές στον ελληνόφωνο χώρο εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Ιόνιος Ακαδημία στα Επτάνησα και άλλες. Στις σχολές δίδασκαν αρχικά δάσκαλοι-κληρικοί παραδοσιακής παιδείας, αλλά από το 18ο αιώνα έπαιρναν τη θέση τους όλο και συχνότερα νεωτεριστές, οι λεγόμενοι σήμερα «Δάσκαλοι του Γένους». Κατά κανόνα επρόκειτο για εκπαιδευτικούς, επίσης κληρικούς, που είχαν επηρεαστεί από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στη Δύση.
Οι γνώσεις έπρεπε πλέον το 17ο και 18ο αιώνα να εισαχθούν από την «καταραμένη Δύση», όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και για θέματα της Αρχαιότητας αλλά και του Βυζαντίου, μέχρι των ημερών μας. Το πατριαρχείο προσπαθούσε να συντηρήσει την παιδεία στα παραδοσιακά θεοκρατικά πλαίσια, οι φωτισμένοι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονταν να την εξελίξουν και να την αναπλάσουν. Τέτοια εκπαιδευτικοί ήταν οι Γεώργιος Σουγδουρής, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ευγένιος Βούλγαρις, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Νικηφόρος Θεοτόκης κ.ά.
Η Σχολή της Χίου, ιδρυθείσα το 1792, όπως είναι σήμερα. |
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται -κατά μερικές απόψεις μάλλον υπερβολικά- ως Νεοελληνικός Διαφωτισμός, στη διάρκεια του οποίου τέθηκαν οι βάσεις, αφενός για τη δημιουργία ενός υποτυπώδους εκπαιδευτικού συστήματος στον ελληνόφωνο χώρο, αφετέρου για τη διάδοση της ιδέας της εθνικής «παλιγγενεσίας»! Βέβαια, η παλιγγενεσία είναι μεταγενέστερη έννοια, αφού ενιαίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν είχε προϋπάρξει ποτέ στην Ιστορία. Με τη σταδιακή μετατροπή όμως διαφόρων θέσεων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού σε ιδεολογήματα εθνικής κατανάλωσης, τέθηκαν οι ιδεολογικές βάσεις για να αντιμετωπιστεί η «αυτοκρατορική αντίληψη» του εκκλησιαστικού μηχανισμού.
Η ένσταση περί υπερβολής στο χαρακτηρισμό «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» σχετίζεται με το γεγονός ότι η θεωρούμενη ελληνική εκδοχή του Διαφωτισμού είχε συχνά διαφορετικούς στόχους από εκείνους του ευρωπαϊκού. Τη στιγμή που οι Διαφωτιστές στη Δύση επεδίωκαν ένα πολιτισμικό άλμα, πέρα από τις κατακτήσεις της Αναγέννησης και ένα κοινωνικό μετασχηματισμό που θα έδινε περισσότερη εξουσία στη μεσαία τάξη, περιορίζοντας τη δεσπόζουσα θέση των ευγενών και του κλήρου, κύριο ζητούμενο στον ελληνόφωνο χώρο ήταν η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου και η απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία αλλά και από τους συνεργάτες της, κοτζαμπάσηδες και ανώτερους κληρικούς.
Αυτή η αξιοποίηση στην ιστοριογραφία ιστορικά κατοχυρωμένων ονομασιών για διαφορετικές δραστηριότητες και διεργασίες δεν είναι, φυσικά, καινοφανής. Για παλαιότερες ιστορικές περιόδους αξιοποιήθηκαν οι έννοιες «Ουμανισμός» και «Αναγέννηση» για δραστηριότητες που ουσιαστικά αφορούσαν στην αυξημένη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και όχι στην εισαγωγή και καθιέρωση νέων ιδεών ή στην παραγωγή πρωτότυπων καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων. Ίσως, λοιπόν, ο λεγόμενος Νεοελληνικός Διαφωτισμός θα έπρεπε να ονομάζεται Μορφωτική Αναγέννηση των Ελλήνων.
Οι πρώτες ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού είχαν αρχίσει να διαδίδονται στις βαλκανικές χώρες ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά στα γραπτά εμφανίζονται στο δεύτερο μισό αυτού του αιώνα. Ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806) αναφέρεται στα έργα του περί το τέλος της δεκαετίας του 1760 στον Βολτέρο (Francois Marie Arouet-Voltaire, 1694-1778). Στη Λογική του Βούλγαρι που γράφτηκε το έτος 1766 υπάρχουν κολακευτικές αναφορές στο μεγάλο Γάλλο φιλόσοφο και ιστοριογράφο του Διαφωτισμού. Επίσης το 1766 μεταφράζει ο Βούλγαρις το έργο Μέμνων και το έτος 1768 το δοκίμιο του Βολτέρου Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας. Αυτό το δοκίμιο εκδόθηκε μάλιστα σε δίγλωσση, ελληνο-γαλλική μορφή και εμπλουτίστηκε με αναλυτικό κριτικό σχολιασμό και επεξηγήσεις του Βούλγαρι.
Ο Βούλγαρις παίρνει μέρος με το Σχεδίασμα περί Ανεξιθρησκείας στον προβληματισμό σχετικά με τη θρησκευτική ανοχή που ήταν σημαντικό θέμα στις συζητήσεις της ευρωπαϊκής διανόησης εκείνης της εποχής. Ενώ όμως ο Βολτέρος αμφισβητούσε στα σχετικά έργα του κάθε δογματικό φανατισμό και αναδείκνυε την υπεροχή της φυσικής θρησκείας, ο Βούλγαρις προβάλλει στο «Σχεδίασμά» του την ελεύθερη θρησκευτική συνείδηση ως χριστιανικό προνόμιο ('Αννα Ταμπάκη στο «Βολτέρος, Ο εμπνευστής μιας επανάστασης, τ.18, Ιαν. 2006» ένθετο "Ελευθεροτυπίας" οι «Οι πρωτοπόροι»).
Στην «Αλληλογραφία» του Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833) εκφράζονται αισθήματα ευγνωμοσύνης για τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, οι οποίοι θεωρούσαν την οθωμανική δεσποτεία στίγμα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και έβλεπαν ευνοϊκά τη συγκρότηση ενός ελληνικού κράτους. Ο ίδιος ο Κοραής είναι από το 1788 στο Παρίσι αυτόπτης μάρτυρας της κατάργησης των προνομίων της καθολικής Εκκλησίας στη Γαλλία. Αυτή η εξέλιξη κατατρομοκράτησε τον εκκλησιαστικό μηχανισμό στην Ανατολή, ο οποίος εξαρτούσε πλέον την επιβίωσή του από τη μακροημέρευση του οθωμανικού κράτους. Έτσι εξηγούνται η σφοδρή αντίδραση των ανώτερων κληρικών της ορθόδοξης Εκκλησίας και οι διώξεις κατά των οπαδών του Διαφωτισμού.
Σε πατριαρχική εγκύκλιο του έτους 1793 περικλείεται στο όνομα του Βολτέρου, ο οποίος είχε ήδη πεθάνει και ταφεί τελικά στο Πάνθεον με μεγάλες τιμές, το σύνολο των «πονηρών και μισάνθρωπων δαιμόνων», των διαφωτιστών φιλοσόφων. Αυτή τη διαστροφή των εννοιών καταγράφει και ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793), ο οποίος στο δοκίμιό του «Περί Θεοκρατίας» (1793) υπερασπίζεται τις ιδέες του Διαφωτισμού, εκθειάζοντας τον Βολτέρο και τον Ρουσό και υπογραμμίζοντας ότι οι θρησκόληπτοι σκοταδιστές «ποτέ δεν αξιώθηκαν ούτε καν να διαβάσουν τα συγγράμματα των φιλοσόφων». Με την έναρξη του 19ου αιώνα, ένα πλήθος Ελλήνων λογίων αναφέρεται, με προεξάρχοντα τον Κοραή, με σεβασμό και θαυμασμό στους Ευρωπαίους φιλοσόφους (Φιλιππίδης, Βάμβας, Βαρδαλάχος, Οικονόμος, Γουλέλης κ.ά.) Στην «Ελληνική Νομαρχία» επαναφέρει ο Ανώνυμος Έλληνας (μάλλον ο Κοραής) το σκεπτικό του Βολτέρου για την παρακμή των Ελλήνων και τα αίτιά της (Άννα Ταμπάκη).
Συνέπεια της ανανεωτικής δραστηριότητας αυτών και άλλων φωτισμένων δασκάλων αυτής της εποχής ήταν να προκαλείται η αντίδραση, όχι των Οθωμανών αλλά του ορθόδοξου εκκλησιαστικού μηχανισμού, ο οποίος έβλεπε να χάνει τον έλεγχο στον εκπαιδευτικό τομέα και τη δυνατότητα χειραγώγησης του πληθυσμού. Τους Οθωμανούς δεν τους ενδιέφεραν οι ιδέες και οι απόψεις των μη μωαμεθανών υποδούλων - φτάνει να πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Οι συνεργαζόμενοι σε πνεύμα συναλληλίας με τους Οθωμανούς ανώτεροι κληρικοί προσπαθούσαν όμως να ελέγξουν το είδος και το εύρος των γνώσεων, απαγορεύοντας τις διδασκαλίες του Κοπέρνικου, του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου. Γράφει ο Νεόφυτος Βάμβας (1770-1855): «Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη (=Σουλτάνος) ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Ελλάδα. Οι πραγματικοί εχθροί σ' αυτήν την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας. Κι αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού τού πανίσχυρου κλήρου (=Πατριαρχείο) πού αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα τού ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν από τους Τούρκους» (Ιστορία Ελλ. Έθνους). (Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)