...
Με την απόδοση της πτώσης του Βυζαντίου στις αμαρτίες του λαού (βλέπε προηγούμενα) και με τις «προφητείες» ότι το κράτος θα επανακάμψει με την αναστροφή του αιτίου, όταν δηλαδή «μετανοήσουν οι αμαρτωλοί Ρωμιοί» (Γεώργιος Ερμώνυμος- Χαριτώνυμος), η μεν ηγεσία (πατριαρχείο) αποκτούσε ελευθερία κινήσεων στο νέο έργο της για διατήρηση του λαού στην υποταγή, ο ίδιος ο λαός όμως που δεν θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για τους τυχοδιωκτισμούς της εξουσίας, συνέχισε την μικρασιατική πρακτική, να προσχωρεί δηλαδή με κάθε αφορμή στη θρησκεία του ισχυρού, άλλοτε για να απαλλαγεί από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) και άλλοτε για να συμμετέχει στη διανομή θέσεων στη διοίκηση του οθωμανικού κράτους.
Σύγχρονοι Τούρκοι Ιστορικοί θεωρούν ότι η «ανατολική αυτοκρατορία» συνέχισε να υπάρχει και μετά το 1453, με υποκατάσταση στη διοίκηση του κράτους των Ελληνόφωνων από τους Οθωμανούς, όπως είχαν υποκαταστήσει πριν από κάποιους αιώνες, με άλλες διαδικασίες, οι Ελληνόφωνοι τους Ρωμαίους ηγέτες. Η εγγύηση και νομιμοποίηση γι' αυτή τη συνέχεια προερχόταν από τη διαχρονική συνεργασία του χριστιανικού εκκλησιαστικού μηχανισμού με την πολιτική εξουσία, μόνο που τώρα λειτουργούσε παράλληλα και ο μωαμεθανικός θρησκευτικός μηχανισμός και η συναλληλία είχε πλέον τρεις συντελεστές. Το θεμελιώδες που άλλαξε με βεβαιότητα πλέον είναι ότι, με την επικυριαρχία των Οθωμανών που διέθεταν σχετικά πενιχρό πολιτισμικό παρελθόν και δεν τους απασχολούσε η μόρφωση, ούτε καν για τους μωαμεθανούς υπηκόους, ήταν εξασφαλισμένη η περαιτέρω μορφωτική υποβάθμιση των λαών της Ρωμανίας - ανάμεσά τους και του ελληνικού (στη φωτογραφία αριστερά, ψηφιδωτό στο πατριαρχείο, στο οποίο Σουλτάνος και Σχολάριος ανταλλάσσουν έγγραφα).
Αυτή η συνέχεια του Βυζαντίου στην οθωμανική εξουσία φαίνεται να πέρασε και στην αντίληψη του πληθυσμού, γιατί ακόμα στις αρχές του 19ου αιώνα οι απλοί άνθρωποι ανέφεραν π.χ. «βυζαντινό στόλο» και εννοούσαν τον τουρκικό (βλέπε Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»). Η υιοθέτηση του ονόματος «Βυζάντιο» και η μεταλλαγή του από την αρχική απαξιωτική, όπως είχε εισαχθεί από την εποχή της Αναγεννήσεως, σε θετική έννοια, έγινε από την ελλαδική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα για να πλεχτεί ευκολότερα η μυθιστορία περί ανεξάρτητου και αυτόνομου μεσαιωνικού ελληνικού κράτους (ή και αυτοκρατορίας, ακόμα καλύτερα!)
Περίπου 10 αιώνες μετά την επιβολή του χριστιανισμού σε βάρος των εθνικών θρησκειών, αντιστράφηκαν λοιπόν οι ρόλοι και το 15ο αιώνα αναπτυσσόμενη και διαδιδόμενη θρησκεία με κρατική υποστήριξη ήταν τώρα ο μωαμεθανισμός, ενώ ο χριστιανισμός βρισκόταν πλέον και στα Βαλκάνια σε υποχώρηση! Ένα τμήμα του πληθυσμού της σημερινής Ελλάδας εξισλαμίστηκε (Κρήτη, Εύβοια, Κοζάνη, Κιλκίς κ.ά.). εκτιμάται μια σχέση 80-20 μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών σε όλη τη Βαλκανική. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η συνήθης φιλοχρηματία των ανώτερων κληρικών προκάλεσε στο ορθόδοξο ποίμνιο την προσχώρηση στο Ισλάμ από «αντίδραση και απελπισία» (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού).
Ειδικότερα στην Κρήτη, στην οποία εκτός από στρατιωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ αξιόλογος όγκος τούρκικου πληθυσμού, ο εξισλαμισμός είχε φτάσει σε απίστευτους για τη σημερινή αντίληψή μας και για την καθοδηγούμενη σύγχρονη «ελληνο-ορθόδοξη υπερηφάνεια» αριθμούς. ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής, ο εξισλαμισμός των Κρητών ήταν εντυπωσιακός. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα (Ηράκλειο), οι εξισλαμισμένοι ανέρχονταν σε 60.000, ενώ στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, η πλειοψηφία των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι, αλλά κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αντιστράφηκαν οι εξελίξεις: με τη σταδιακή εδαφική υποχώρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την προοπτική ένωσης της Κρήτης με το ελληνικό κράτος, αυξήθηκε σημαντικά ο χριστιανικός πληθυσμός (Λιλή Μακράκη). Πάντως, στις αρχές του 20ου αιώνα στο Ρέθυμνο υπήρχαν αισθητά περισσότεροι μουσουλμάνοι παρά χριστιανοί, πράγμα που επιβεβαιώθηκε 20 χρόνια αργότερα όταν, με την ανταλλαγή των πληθυσμών κατά το 1923 σε εφαρμογή της ελληνο-τουρκικής συμφωνίας της Λοζάνης, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη του Ρεθύμνου περί τα 2/3 του πληθυσμού της ως μωαμεθανοί, σχεδόν όλοι ελληνόφωνοι (στη φωτογραφία δεξιά, επίσκοπος ταξιδεύει συνοδευόμενος από διάκους και γεννίτσαρους).
Η εξάλειψη του χριστιανισμού και στο βαλκανικό χώρο θα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, όπως συνέβη στη Μ. Ασία (90% μωαμεθανοί στο τέλος του 15ου αιώνα), αν δεν είχε περιορίσει με φιρμάνι ο σουλτάνος (Σελήμ Β', 1566-1574) τις συνεχείς προσχωρήσεις στο μωαμεθανισμό, επειδή μειωνόταν ο φορολογητέος πληθυσμός (20-30% του οθωμανικού προϋπολογισμού ήταν το τζίζιε από αλλόθρησκους). Αυτές οι προσχωρήσεις γίνονταν μερικές φορές με εξαναγκασμό, παρ' ότι λειτουργούσε το «σύστημα ανεκτικότητας των μιλέτ» (Φ. Μαλιγκούδης) που είχαν εγκαθιδρύσει οι Οθωμανοί. Συχνότερα προσχωρούσαν όμως χριστιανοί στο μωαμεθανισμό έναντι περιουσιακών και επαγγελματικών ανταλλαγμάτων.
Με το σύστημα των μιλέτ, αρμόδιο και υπεύθυνο για κάθε ενδοχριστιανική υπόθεση (π.χ. εκπαίδευση, ληξιαρχικές υποθέσεις, ειδική φορολόγηση κ.ά.) που δεν σχετιζόταν με τους Οθωμανούς, ήταν το Πατριαρχείο. Η προβαλλόμενη σήμερα «διάσωση της ελληνικής γλώσσας» από την Εκκλησία (αλλά τότε και της βουλγαρικής, της σέρβικης, αρμένικης, γεωργιανής κ.ά.) ήταν ανειλημμένη αρμοδιότητα από τις συμφωνίες του Σχολάριου- Γεννάδιου με τους Οθωμανούς και όχι αυτοθυσιαστική προσφορά του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον Ελληνισμό!
Πέρα απ' αυτό, χρήσιμο είναι να αναλογιστούμε ότι «διασώθηκαν» επίσης τα αλβανικά, τα εβραϊκά, τα κουρδικά, τα αραβικά και άλλες γλώσσες μη χριστιανικών λαών που βρέθηκαν για αρκετούς αιώνες υπό τον έλεγχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προφανώς χωρίς καμιά συμβολή της ορθόδοξης ή άλλης χριστιανικής εκκλησίας. Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι λοιπόν ότι οι γλώσσες κατακτημένων λαών δεν διασώζονται από τις ενέργειες κάποιου μηχανισμού, ιδίως όταν ο συγκεκριμένος μηχανισμός βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τους κατακτητές, αλλά από τις ανάγκες επικοινωνίας που εξυπηρετούν αυτές οι γλώσσες. Όταν εκλείψουν οι ανάγκες, εξαφανίζονται και οι γλώσσες.
Σύγχρονοι Τούρκοι Ιστορικοί θεωρούν ότι η «ανατολική αυτοκρατορία» συνέχισε να υπάρχει και μετά το 1453, με υποκατάσταση στη διοίκηση του κράτους των Ελληνόφωνων από τους Οθωμανούς, όπως είχαν υποκαταστήσει πριν από κάποιους αιώνες, με άλλες διαδικασίες, οι Ελληνόφωνοι τους Ρωμαίους ηγέτες. Η εγγύηση και νομιμοποίηση γι' αυτή τη συνέχεια προερχόταν από τη διαχρονική συνεργασία του χριστιανικού εκκλησιαστικού μηχανισμού με την πολιτική εξουσία, μόνο που τώρα λειτουργούσε παράλληλα και ο μωαμεθανικός θρησκευτικός μηχανισμός και η συναλληλία είχε πλέον τρεις συντελεστές. Το θεμελιώδες που άλλαξε με βεβαιότητα πλέον είναι ότι, με την επικυριαρχία των Οθωμανών που διέθεταν σχετικά πενιχρό πολιτισμικό παρελθόν και δεν τους απασχολούσε η μόρφωση, ούτε καν για τους μωαμεθανούς υπηκόους, ήταν εξασφαλισμένη η περαιτέρω μορφωτική υποβάθμιση των λαών της Ρωμανίας - ανάμεσά τους και του ελληνικού (στη φωτογραφία αριστερά, ψηφιδωτό στο πατριαρχείο, στο οποίο Σουλτάνος και Σχολάριος ανταλλάσσουν έγγραφα).
Αυτή η συνέχεια του Βυζαντίου στην οθωμανική εξουσία φαίνεται να πέρασε και στην αντίληψη του πληθυσμού, γιατί ακόμα στις αρχές του 19ου αιώνα οι απλοί άνθρωποι ανέφεραν π.χ. «βυζαντινό στόλο» και εννοούσαν τον τουρκικό (βλέπε Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»). Η υιοθέτηση του ονόματος «Βυζάντιο» και η μεταλλαγή του από την αρχική απαξιωτική, όπως είχε εισαχθεί από την εποχή της Αναγεννήσεως, σε θετική έννοια, έγινε από την ελλαδική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα για να πλεχτεί ευκολότερα η μυθιστορία περί ανεξάρτητου και αυτόνομου μεσαιωνικού ελληνικού κράτους (ή και αυτοκρατορίας, ακόμα καλύτερα!)
Περίπου 10 αιώνες μετά την επιβολή του χριστιανισμού σε βάρος των εθνικών θρησκειών, αντιστράφηκαν λοιπόν οι ρόλοι και το 15ο αιώνα αναπτυσσόμενη και διαδιδόμενη θρησκεία με κρατική υποστήριξη ήταν τώρα ο μωαμεθανισμός, ενώ ο χριστιανισμός βρισκόταν πλέον και στα Βαλκάνια σε υποχώρηση! Ένα τμήμα του πληθυσμού της σημερινής Ελλάδας εξισλαμίστηκε (Κρήτη, Εύβοια, Κοζάνη, Κιλκίς κ.ά.). εκτιμάται μια σχέση 80-20 μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών σε όλη τη Βαλκανική. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η συνήθης φιλοχρηματία των ανώτερων κληρικών προκάλεσε στο ορθόδοξο ποίμνιο την προσχώρηση στο Ισλάμ από «αντίδραση και απελπισία» (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού).
Ειδικότερα στην Κρήτη, στην οποία εκτός από στρατιωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ αξιόλογος όγκος τούρκικου πληθυσμού, ο εξισλαμισμός είχε φτάσει σε απίστευτους για τη σημερινή αντίληψή μας και για την καθοδηγούμενη σύγχρονη «ελληνο-ορθόδοξη υπερηφάνεια» αριθμούς. ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής, ο εξισλαμισμός των Κρητών ήταν εντυπωσιακός. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα (Ηράκλειο), οι εξισλαμισμένοι ανέρχονταν σε 60.000, ενώ στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, η πλειοψηφία των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι, αλλά κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αντιστράφηκαν οι εξελίξεις: με τη σταδιακή εδαφική υποχώρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την προοπτική ένωσης της Κρήτης με το ελληνικό κράτος, αυξήθηκε σημαντικά ο χριστιανικός πληθυσμός (Λιλή Μακράκη). Πάντως, στις αρχές του 20ου αιώνα στο Ρέθυμνο υπήρχαν αισθητά περισσότεροι μουσουλμάνοι παρά χριστιανοί, πράγμα που επιβεβαιώθηκε 20 χρόνια αργότερα όταν, με την ανταλλαγή των πληθυσμών κατά το 1923 σε εφαρμογή της ελληνο-τουρκικής συμφωνίας της Λοζάνης, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη του Ρεθύμνου περί τα 2/3 του πληθυσμού της ως μωαμεθανοί, σχεδόν όλοι ελληνόφωνοι (στη φωτογραφία δεξιά, επίσκοπος ταξιδεύει συνοδευόμενος από διάκους και γεννίτσαρους).
Η εξάλειψη του χριστιανισμού και στο βαλκανικό χώρο θα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, όπως συνέβη στη Μ. Ασία (90% μωαμεθανοί στο τέλος του 15ου αιώνα), αν δεν είχε περιορίσει με φιρμάνι ο σουλτάνος (Σελήμ Β', 1566-1574) τις συνεχείς προσχωρήσεις στο μωαμεθανισμό, επειδή μειωνόταν ο φορολογητέος πληθυσμός (20-30% του οθωμανικού προϋπολογισμού ήταν το τζίζιε από αλλόθρησκους). Αυτές οι προσχωρήσεις γίνονταν μερικές φορές με εξαναγκασμό, παρ' ότι λειτουργούσε το «σύστημα ανεκτικότητας των μιλέτ» (Φ. Μαλιγκούδης) που είχαν εγκαθιδρύσει οι Οθωμανοί. Συχνότερα προσχωρούσαν όμως χριστιανοί στο μωαμεθανισμό έναντι περιουσιακών και επαγγελματικών ανταλλαγμάτων.
Με το σύστημα των μιλέτ, αρμόδιο και υπεύθυνο για κάθε ενδοχριστιανική υπόθεση (π.χ. εκπαίδευση, ληξιαρχικές υποθέσεις, ειδική φορολόγηση κ.ά.) που δεν σχετιζόταν με τους Οθωμανούς, ήταν το Πατριαρχείο. Η προβαλλόμενη σήμερα «διάσωση της ελληνικής γλώσσας» από την Εκκλησία (αλλά τότε και της βουλγαρικής, της σέρβικης, αρμένικης, γεωργιανής κ.ά.) ήταν ανειλημμένη αρμοδιότητα από τις συμφωνίες του Σχολάριου- Γεννάδιου με τους Οθωμανούς και όχι αυτοθυσιαστική προσφορά του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον Ελληνισμό!
Πέρα απ' αυτό, χρήσιμο είναι να αναλογιστούμε ότι «διασώθηκαν» επίσης τα αλβανικά, τα εβραϊκά, τα κουρδικά, τα αραβικά και άλλες γλώσσες μη χριστιανικών λαών που βρέθηκαν για αρκετούς αιώνες υπό τον έλεγχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προφανώς χωρίς καμιά συμβολή της ορθόδοξης ή άλλης χριστιανικής εκκλησίας. Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι λοιπόν ότι οι γλώσσες κατακτημένων λαών δεν διασώζονται από τις ενέργειες κάποιου μηχανισμού, ιδίως όταν ο συγκεκριμένος μηχανισμός βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τους κατακτητές, αλλά από τις ανάγκες επικοινωνίας που εξυπηρετούν αυτές οι γλώσσες. Όταν εκλείψουν οι ανάγκες, εξαφανίζονται και οι γλώσσες.