17 March 2007

Τοιούτος έπρεπεν ημίν αρχιερεύς


Μία σεμνή φωνή, την οποία ακούει και διαβάζει κάθε καλοπροαίρετος, ανεξάρτητα από διαφωνίες για βασικές επιλογές. Ο Κώστας Μπέης υπήρξε καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπηρεσιακός υπουργός Δικαιοσύνης και για κάποια χρόνια Γ.Γ. στο Υπουργείο Παιδείας και στην Προεδρεία της Δημοκρατίας. Στη δεκαετία του 1990 σκοτώθηκε η κόρη του κ. Μπέη, Θεοφανώ, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και έκτοτε απεσύρθη ο ίδιος από το κοινωνικό προσκήνιο, ενώ τελευταία έγινε κληρικός σε ένα χωριό της Ηπείρου. Ακολουθεί ένα άρθρο από την τακτική συνεργασία του με την «Ελευθεροτυπία» και στη συνέχεια προστίθενται κάποια σχόλια.
(του Κώστα Μπέη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 14/03/2007)

Μια εκ βαθέων δημόσια εξομολόγηση

Την προπερασμένη Κυριακή, καθώς έπαιρνα την εφημερίδα μου, πρόσεξα στην πρώτη σελίδα άλλου φύλλου τον τίτλο για νέα σκανδαλιστικά κατορθώματα ιεράρχη, που συχνά απασχολεί την επικαιρότητα. Ήταν μάλλον λάθος μου που παρακινήθηκα και συναποκόμισα κι αυτό το φύλλο. Γιατί το πλήρωσα με ταραχή και απόγνωση. Δύο μεγάλες εσωτερικές σελίδες, με πλούσια εικονογράφηση, ήταν αφιερωμένες στη χλιδή και στην υπονοούμενη ευωχία του ήρωα: συγκατοίκηση και συνδιανυκτέρευση με ανώνυμο συνοδό σε πανάκριβο δωμάτιο πολυτελέστατου ξενοδοχείου. Συνολικός λογαριασμός για δύο νύχτες: 3.527 ευρώ. Όταν τ' απόγευμα πια, συνήλθα από την ταραχή, προσπάθησα να βρω δικαιολογίες που να με πειθαναγκάζουν σε αποδοχή της πραγματικότητας, όσο οδυνηρή κι αν μου είναι. Θυμήθηκα το 1947, στη Σύρο, που ήμουν παρών, όταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε εκφράσει στον τότε μητροπολίτη της περιοχής Φιλάρετο την έκπληξή του, καθώς εκείνος διηγείτο τις ευφρόσυνες εμπειρίες του από πολυτελέστατο ξενοδοχείο των Αθηνών.

Ο δεσπότης είχε με αυστηρότητα παρατηρήσει: «
Αλλ' οι αρχιερείς, κύριε εισαγγελεύ, είμεθα οι πρίγκηπες της Εκκλησίας!» Καθώς ο πατέρας μου, εμβρόντητος, είχε σιωπήσει, έτσι τώρα κι εγώ προσπάθησα ή μάλλον πίεσα τη συνείδησή μου ν' αποδεχτεί το ενδεχόμενο, μήπως λόγοι υγείας τού δι' ου το σκάνδαλο σύγχρονου ιεράρχη είχαν παρεξηγηθεί. Παρακίνησα τον αυτοσεβασμό μου στην ταπεινή παραδοχή ότι όλοι έτσι κάνουμε. Φυσικά, όχι κατ' ακριβολογίαν. Ούτε όλοι, μήτε ακριβώς έτσι. Οπωσδήποτε, όμως, περίπου έτσι. Κι εγώ, όταν ταξιδεύω οικογενειακώς, αφού ήδη στην ηλικία μου δεν έχω πιεστικό οικονομικό πρόβλημα, προτιμώ για την οικογένειά μου ένα καλό ξενοδοχείο, φυσικά όχι πανάκριβο, οπωσδήποτε όμως μήτε και φτηνό. Και πάντως, όχι, όταν ταξιδεύω μόνος μου. Τότε -κι αυτό συμβαίνει σταθερά μία φορά τον μήνα- προτιμώ τη λιτότητα και την πνευματική θαλπωρή σε κάποιο εκκλησιαστικό κελί. Κι είμαι ευγνώμων για την καλή μου τύχη να έχω μοναδικά συναρπαστικές συζητήσεις με τον γέροντα Μελέτιο, στο μεταίχμιο της θεολογίας και της φιλοσοφίας.

Αφού ανέφερα τον γέροντα Μελέτιο, καιρός είναι να σημειώσω σ' αυτήν εδώ τη στήλη, που επί τριάντα χρόνια απλόχερα με φιλοξένησε, ότι σ' εκείνον οφείλω την ευλογία, μία φορά τον μήνα να κάνω τη διαδρομή Αθήνα-Πρέβεζα-Κορυφούλα και να φροντίζω εκεί τους 50 κατοίκους αυτού του ξεχασμένου ορεινού οικισμού ν' ανεβαίνουν κάποια σκαλοπάτια της κλίμακας, που μετάγει τους εκ γης προς ουρανόν.

Πριν από δύο χρόνια, όταν έπρεπε να εφοδιαστώ με πιστοποιητικό υγείας από δημόσιο νοσοκομείο, η παθολόγος, στην οποία είχα καταλήξει, ήταν έκπληκτη: «Διορισμό στο Δημόσιο; Μα, πόσων χρόνων είστε;» Προτού να προχωρήσω, σπεύδω να σημειώσω ότι ο μισθός μου δεν περνάει από τα χέρια μου. Έχω φροντίσει και πηγαίνει κατ' ευθείαν στο φιλόπτωχο ταμείο της μητρόπολης. Επανέρχομαι, λοιπόν, στη διήγηση: Είχα απαντήσει στην έκπληκτη γιατρό πως είμαι (δηλαδή ήμουν τότε) 72 χρόνων! -Και σε ποια δημόσια θέση υπάρχει διορισμός για την ηλικία σας; Σαν άκουσε για ιερέα, ύψωσε υστερικές φωνές: Και τι της βρήκατε της Εκκλησίας; Δεν βλέπετε πως είναι βουτηγμένη σε βρωμερά σκάνδαλα; Απάντηση: Μα, ακριβώς γι' αυτό. Για να νομιμοποιούμαι να πληγώνομαι, δίχως να ντρέπομαι πως είμαι λιποτάκτης...

Είναι εύκολη κι ανέξοδη η κριτική εκ του ασφαλούς. Οπωσδήποτε, όμως, είναι κούφια σκάγια στον αέρα. Θετική διάσταση μπορεί να έχει αποκλειστικά η μοναχική, όσο και χαμηλών τόνων, προσπάθεια. Μελετώντας την Ιστορία δεν μπόρεσα, πάρα πολύ σπάνια, να βρω θετικούς καρπούς συλλογικής προσπάθειας. Ακόμη και ο Ιησούς, όταν βάδιζε προς την επικείμενη σταύρωσή του, ένιωσε την πικρία της ματαιότητάς του να στηρίζεις προσδοκίες σε άλλους, ακόμη και ευεργετημένους - ή, ίσως πιο σωστά, ιδίως απ' αυτούς. Είχαν επισπεύσει, λοιπόν, οι υιοί Ζεβεδαίου το βήμα τους να τον ξεμοναχιάσουν, καθώς βιαστικά προπορευόταν. Και του ζήτησαν να τους αναδείξει πρωτόθρονους δίπλα του, όταν έλθει εν τη βασιλεία του. Τ' άκουσαν οι άλλοι απόστολοι και εξοργίστηκαν: Γιατί αυτοί, κι όχι εμείς; Εκτοτε η ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας είναι μια αδιάκοπη εναντιοτροπή.

Από τη μια, η ακόρεστη βουλιμία για εξουσία, πλούτο και χλιδή. Και από την άλλη, οι σεμνές κατατρεγμένες εξαϋλωμένες αγιότητες, σαν τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Εχει γράψει ο Γρηγόριος: «Αν πρέπει να πω την αλήθεια, έμαθα ν' αποφεύγω τις συντροφιές των επισκόπων, αφού καμιάς συνόδου δεν βίωσα αγαθό τέλος, μήτε ορθή λύση προβλημάτων. Και τούτο, γιατί πάντα πρυτάνευαν οι έριδες και η φιλαρχία. Γι' αυτό κλείστηκα στον εαυτό μου και βρήκα στη μοναξιά την ασφάλεια της ψυχής μου και την ηρεμία μου»(1). Κι αυτά εξακολουθούν ν' ανακυκλώνονται επί 17 αιώνες, παρά τη μαρτυρία του Χρυσοστόμου: «Ματαιότης ματαιοτήτων, και πάντα ματαιότης. Πού νυν η λαμπρά της υπατείας περιβολή; Πού δε αι φαιδραί λαμπάδες, πού δε οι κρότοι; (...) και των θεατών αι κολακείαι;»(2)

Ετσι είναι τα ανθρώπινα. Ακόμη και στην Εκκλησία... Και γιατί όχι; Κατάγομαι από τη Χαλκίδα, όπου τα νερά του Ευρίπου κυλούν έξι ώρες από Ανατολή προς Δύση, κι άλλες έξι ώρες ανάποδα, από Δύση προς Ανατολή. Είμαι, λοιπόν, εξοικειωμένος με την αδιάκοπη εναντιοτροπή. Κι είναι χιμαιρική η προσδοκία, την οποία εκφράζει η τελευταία στροφή του τρίτου εγκωμίου της Μ. Παρασκευής: παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα...

Οφείλω να παραδεχτώ πως άργησα πολύ ν' αποδεχτώ την πραγματικότητα της εναντιοτροπής και πολύ περισσότερο την αποφυγή των προσωπικών επιθέσεων εναντίον ανίερων ηρώων της επικαιρότητας, που σκανδαλίζουν ή ακόμη και ταράσσουν τη συνείδησή μου. Την ανάγκη να εναντιωνόμαστε σε πρακτικές, δίχως να κακολογούμε συμπολίτες μας, πρωτόμαθα, αν και καθυστερημένα, από τους στίχους του Ευριπίδη: όλβιος όστις της Ιστορίας έσχε μάθησιν... και δεν δειλιάζει να μετέχει στον δημόσιο διάλογο, καυτηριάζοντας τακτικές, δίχως να κακολογεί και να στραπατσάρει τους συμπολίτες του... Κι ευλόγως, καθώς άβυσσος είναι η ψυχή και ο νους του ανθρώπου: άγρια πάθη και λαμπρές αρετές, ανάκατα κληρονομημένα διά μέσου του γονιδιώματος (DNA), επίκτητες διαστροφές από παιδικά τραύματα και ανασφαλείς φιλοδοξίες της νεότητας, δίπλα ακόμη και σε ενδεχόμενες ευγενικές προθέσεις, που πνίγονται στην άβυσσο της ανικανοποίητης φιλαυτίας. Υπάρχουν βέβαια, κατ' εξαίρεση, και οι διαρκείς καταστάσεις. Ακόρεστη ροπή για αυτοπροβολή και επίδειξη λαμπρότητας, στον βωμό των οποίων καμιά αναστολή δεν είναι ικανή ν'αποτρέψει τη βάναυση διάσταση λόγων και έργων. Ιδε ο άνθρωπος... Για το κατάντημα του οποίου μοναδική οδός απολογίας απομένει η παρατήρηση της αθηναϊκής υπεροψίας στο μάταιο σθένος των άτυχων Μηλίων, ότι και σείς τα ίδια θα κάνατε, αν ήσασταν στη δική μας πλεονεκτική θέση! Συνεχίστε λοιπόν ν' ασχημονείτε... Σας ταιριάζει!

Ίσως ο αναγνώστης αδιαφορεί με την πικρή παραδοχή ότι έτσι κυλούν τα ανθρώπινα. Όμως  για να γίνει κάποιος ιεράρχης, θα πρέπει να έχει καρεί προηγουμένως μοναχός, δηλαδή να έχει δώσει διαβεβαίωση ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι θα τηρεί σεξουαλική αποχή, ότι αποξενώνεται από κάθε περιουσιακό αγαθό, από τις ηδονές του βίου κι απ' την ακόρεστη δίψα για δόξα και εξουσιαστικές αντιδικίες. Και πάντως πως, αν του βγει βαρειά η καλογερική, θα το παραδεχτεί με παρρησία, εγκαταλείποντας το καθαγιασμένο σχήμα. Αλλιώς είναι κοινός θεομπαίχτης. Δεν είναι; Γι' αυτό φρόνιμο είναι να καλλιεργεί σχέσεις διαπλοκής με αστυνομικές, ανακριτικές και δικαστικές αρχές, ώστε να ξεφεύγει από την αρπάγη του νόμου, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Σόλωνα, που παρομοίαζε τη νομιμότητα με τον ιστό της αράχνης, καθώς αυτός συλλαμβάνει τα μικρά κουνουπάκια, αλλά ξεσκίζεται αν εμπλακεί σ' αυτόν κάποιος θρασύς ποντικός.

1. Επιστολαί, Γ' Προκοπίω, 130.1.1-3.5.
2. Εις Ευτρόπιον, 52.393.31-48.

Ο κ. Μπέης σίγουρα δεν είναι αφελής, δείχνει όμως να πιστεύει ότι οι αλαζόνες και οι βολεψάκηδες, οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «πρίγκηπες», αποτελούν την εξαίρεση στο χώρο του εκκλησιαστικού μηχανισμού! Τόσο η Ιστορία, όσο και η προσωπική εμπειρία του καθενός δείχνει, αντίθετα, ότι εξαίρεση αποτελούν οι ταπεινοί και αφοσιωμένοι, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία, ιδίως των ανώτερων ιερωμένων, αποτελείται από αναρριχητές και καιροσκόπους. Δεν βρίσκονται, βέβαια, μόνο στην Εκκλησία τέτοιου είδους άνθρωποι, αλλά εκεί είναι που ισχυρίζονται ότι αυτοθυσιάζονται για να «υπηρετήσουν» μιαν ιδέα, όχι στη βιομηχανία και στο εμπόριο.
Εφόσον ο κ. Μπέης γνωρίζει το ποιον της πλειοψηφίας των νεοαποκτηθέντων συναδέλφων του, πράγμα που είναι και το πιθανότερο, λόγω της ευφυΐας και της μόρφωσής του, αναρωτιέμαι αν του πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό η ιδέα, μήπως το συγκεκριμμένο περιβάλλον και η καλλιεργούμενη «φιλοσοφία» του χώρου είναι αυτά που έλκουν αυτό το είδος ανθρώπινων χαρακτήρων.
Η εντύπωση που πιθανόν να επικρατεί, ότι παλαιότερα ήταν τα πράγματα καλύτερα, αλλά χάλασαν τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ανακριβέστατη: ήδη ο απόστολος Παύλος παρότρυνε να κάψουν οι νεοφώτιστοι χριστιανοί ιερά και βιβλία των Εθνικών (Πράξεις, ΙΘ' 19), οι δε «πατέρες» και οι διάδοχοί τους ήταν ως εκκλησιαστικοί άρχοντες εριστικοί και εμπαθείς με τους χριστιανούς συναδέλφους τους και φιλοπόλεμοι με τους αλλόθρησκους και αλλοεθνείς. Στα χρόνια μας, επειδή γίνονται γνωστά διάφορα σκάνδαλα, αναγκάζονται να ομολογήσουν οι ίδιοι με προσποιητή συντριβή ότι είναι μια παρέα «φιλοχρήματων, φιλήδονων και εξουσιομανών».
Όσον αφορά δε τη φαντασίωση περί πριγκήπων που αναφέρει στο κείμενό του ο κ. Μπέης, δεν φαίνεται να αποτελεί αυτό μεμονωμένο ευφυολόγημα του συγκεκριμένου μητροπολίτη, αλλά εμπεδωμένη ιδεοληψία των εκκλησιαστικών αρχόντων. Πριν από λίγα χρόνια έγραψε ο Χ. Γιανναράς σε επιφυλλίδα του στην Καθημερινή (26-08-01):
«Λέγεται ότι, πριν από κάποια χρόνια, ιεράρχης μεγάλης στην Ελλάδα μητρόπολης, λίγο προτού πεθάνει, είπε σε δικό του άνθρωπο: "Δεν έχω παράπονο. Ενα χωριατόπουλο ήμουν, πάμφτωχο και όχι ικανό για επιστήμες. Αλλά χάρη στο παραμύθι του Χριστούλη πέρασα τη ζωή μου σαν πρίγκιπας". Αν η πληροφορία αληθεύει, ο κυνισμός εκπλήσσει. Γιατί συνήθως όποιος υπηρετεί μια πίστη που δεν την πιστεύει, δεν τολμάει να ομολογήσει ούτε στον εαυτό του την καπήλευση. Εθίζεται στα προσωπεία της πίστης που επαγγελματικά του επιβάλλονται, παρασύρεται από τις ψυχολογικές ψευδαισθήσεις της πίστης που συχνά και σε πολλούς υποκαθιστούν την πίστη»...
Ο κ. Γιανναράς αποκαλύπτεται ως ένας ακόμη απογοητευμένος! Θα έπρεπε να ξέρει όμως, τόσα χρόνια που ζει ο ίδιος μέσα στον και από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, ότι οι περισσότεροι ανώτεροι κληρικοί είναι συνηθέστατα ταπεινής καταγωγής και ανακαλύπτουν τον εύκολο δρόμο κοινωνικής ανόδου μέσω της Εκκλησίας, υποκρινόμενοι πίστη και αφοσίωση και προβάλλοντας ως προσωπική θυσία την περιφορά με ράσο και γενειάδα, την (κατά δήλωσιν) αποχή από σεξουαλικές σχέσεις, τον ασκητισμό και την παραίτηση από περιουσιακά στοιχεία. Το τελευταίο δεν ισχύει, φυσικά, για τους μητροπολίτες, γι' αυτό πάμπολλοι εξ αυτών (ή στενά συγγενικά τους πρόσωπα) αποκτούν σημαντική προσωπική περιουσία.

Και η αποκάλυψη από μένα: Ο ιεράρχης που "συγκατοίκησε και συνδιανυκτέρευσε με ανώνυμο συνοδό σε πανάκριβο δωμάτιο πολυτελέστατου ξενοδοχείου" στο Παρίσι, ήταν ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ο δε ιεράρχης που αναφέρει ο Γιανναράς ότι από χωριατόπουλο έγινε πρίγκιπας, ήταν ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.