Για την επιστολή που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 4/10/06, υπήρξε παρέμβαση αναγνώστη, η οποία δημοσιεύεται στα επόμενα μαζί με την ανταπάντηση!
(Η παρέμβαση)
(Η ανταπάντηση)
Κύριε Διευθυντά,
Ο αναγνώστης σας κ. Γ.Δ. απαντάει στις 18/10/ σε προγενέστερη επιστολή μου που δημοσιεύσατε στις 4/10/06. Θα ανταπαντήσω σε μερικά μόνο σημεία της, αφενός για να μην καταλάβω πολύτιμο χώρο, αν δημοσιευτεί η επιστολή στην εφημερίδα σας, αφετέρου επειδή ο κ. Δ. μπορεί να βρει εύκολα τις απαντήσεις σε ορισμένες ενστάσεις του, αν διαβάσει προσεκτικά εκεί που πρέπει.
Α) Με παραξενεύει που γράφει ο κ. Δ. ότι η αναφορά στην εθνική καταγωγή του Βασιλείου εκ Καππαδοκίας, του Ιωάννη εκ Συρίας και του Αθανασίου εξ Αιθιοπίας αποτελεί «ρατσιστικό παραλήρημα». Δεν ανέφερα τίποτα αρνητικό, το οποίο να σχετίζεται με την καταγωγή τους - αυτό θα ήταν πράγματι ρατσισμός. Απλά αντιπαρέθεσα την καταγωγή τους με τις ύβρεις και τις συκοφαντίες που διατύπωναν οι συγκεκριμένοι και άλλοι «πατέρες» της Εκκλησίας κατά της ελληνικής φιλοσοφίας και του ελληνικού πολιτισμού γενικότερα. Στο παγκοσμιοποιημένο ρωμαϊκό περιβάλλον εκείνης της εποχής κυρίαρχος πολιτισμός ήταν ο ελληνικός, έστω ελληνο-ρωμαϊκός, και οι μέχρι τότε πολιτισμικά και πολιτικά υποβαθμισμένοι λαοί εύρισκαν ευκαιρία μέσω των διανοούμενών τους να αντιπαρατεθούν με αυτόν - και πολύ καλά έκαναν. αυτή η αντιπαράθεση γινόταν όμως, όχι με την προβολή ενός νέου πολιτισμού, κάτι που θα ήταν απόλυτα θεμιτό, αλλά με τη συκοφάντηση του ελληνικού. Αυτό ακριβώς έπρεπε να περιέχεται, κατά την άποψή μου, στα σχολικά βιβλία, για τα οποία γίνεται εδώ λόγος. Κακώς πήγε λοιπόν το μυαλό του κ. Δ. στον ρατσισμό, ο οποίος ρατσισμός, μαζί με τον εθνικισμό και τη θεοπληξία αποτελούν, κατά κανόνα, αδιαίρετη τριάδα. Και με αυτή την αφορμή: Ο Βασίλειος αναφέρει ο ίδιος ότι ονομαζόταν Μαζέτας ή Μαζάκας, μέχρι που βαφτίστηκε χριστιανός και πήρε το καινούργιο, χριστιανικό όνομά του. Μάλλον δεν έχει μελετήσει ο κ. Δ. τα συγγράμματα του Βσιλείου!
Β) Σχετικά με την εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου με πεσκές (λάδωμα), προφανώς αυτό δεν έχει καμία σχέση με τους κεφαλικούς φόρους που ανέλαβε ο εκκλησιαστικός μηχανισμός να εισπράττει από τους χριστιανούς και να αποδίδει στο οθωμανικό ταμείο. Κακώς τα μπλέκει ο κ. Δ. Το «έθιμο» της εξαγοράς του πατριαρχικού θρόνου φαίνεται να άρχισε ήδη το 1467 με ενέργειες εύπορων Τραπεζούντιων, οι οποίοι επεδίωκαν να αναδείξουν έναν δικό τους επίσκοπο ως πατριάρχη. Επειδή συναντούσαν όμως διάφορα εμπόδια, κατέφυγαν στη δωροδοκία του σουλτάνου και του περιβάλλοντός του με χίλια φλουριά. Έτσι ανακηρύχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο Συμεών Τραπεζούντιος, εκλεκτός των χορηγών του και αποδεκτός από τους Οθωμανούς.
Όσο πλήθαιναν οι φιλοδοξίες για κατάληψη του θρόνου, δεδομένου ότι μηχανισμοί που διακινούν χρήματα πάντα ελκύουν μεγάλο αριθμό υποψήφιων διαχειριστών, τόσο μεγάλωνε και το απαιτούμενο πεσκές και τόσο πυκνότερες έκαναν οι Οθωμανοί τις ευκαιρίες για την είσπραξή του. Γράφει ο Sir Paul Rycaut, (1628-1700): «Παλαιότερα η Εκκλησία δεν πλήρωνε στο σουλτάνο περισσότερα από 10 χιλ. τάλιρα για κάθε αλλαγή πατριάρχη, αλλά το πλήθος των εραστών του αξιώματος ύψωσε την τιμή σε 25 χιλ. τάλιρα». Ο J. Aymon αναφέρει ότι, κάποια εποχή, μέσα σε ένα και μόνο έτος τουλάχιστον πέντε «οικουμενικοί πατριάρχες» εξαγόρασαν το πατριαρχικό αξίωμα και ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο θρόνο, αναλαμβάνοντας την πολιτική και «πνευματική» ηγεσία των χριστιανικών λαών που ζούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, έγραφε ο J. Pitton de Tournefort (1656-1708): «Το αξίωμα αυτό πωλείται σήμερα για 60 χιλ. τάλιρα».
Καθένας που καταλάμβανε το θρόνο έπρεπε, εκτός από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε), να εισπράξει από το ποίμνιο και τα (δανεικά) χρήματα που κατέβαλε ως πεσκές. Έτσι, η πίεση των ανώτερων κληρικών στους «πιστούς» για αυξημένες πληρωμές οδηγούσε συχνά τους χριστιανούς στην απόφαση να προσχωρήσουν στο Ισλάμ, από «αντίδραση και απελπισία» (Απ. Βακαλόπουλος: «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού»).
Γ) Ως προς τα συγχωροχάρτια, για τα οποία γράφει ο πατριάρχης Ιερουσολύμων Δοσίθεος (1715) ότι αποτελούν «συνήθεια και παράδοσιν αρχαία», καλό θα ήταν να αναζητήσει και να διαβάσει ο κ. Δ., όσα περιγράφονται και απεικονίζονται στη δημοσιευμένη από 20ετίας μελέτη του Φ. Ηλιού (Τα Ιστορικά, τεύχη 1 & 3, Μέλισσα). Σημειώνω ότι, ακριβώς τα ίδια που γράφει ο κ. Δ. για τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια, δηλαδή ότι ήταν «έγγραφη συγχωρητική ευχή» άνευ χρημάτων, ισχυρίζεται για τα δικά της και η καθολική Εκκλησία στην «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» (Τι ήταν και τι δεν ήταν τα συγχωροχάρτια). Δυστυχώς, κάποιοι μεμονωμένοι, λέει κι εκεί, εισέπρατταν απρεπώς χρήματα!
Η αλήθεια είναι ότι τα συγχωροχάρτια θεσμοθετήθηκαν σε πατριαρχική σύνοδο του έτους 1727, αν και κυκλοφορούσαν ήδη από τον 15ο αιώνα, και αποτελούν έκτοτε «ιερό όρο και δόγμα της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας» (Ι.Ν. Καρμίρης: Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία). Αυτό σημαίνει ότι σήμερα απαιτείται νέα πατριαρχική σύνοδος για την κατάργησή τους, αν είναι επιθυμητή αυτή η κατάργηση. Μάλιστα στο πρακτικό της συνόδου του 1727 συσχετίζονται τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια με τα αντίστοιχα δυτικά: «...η μεν Ανατολική του Χριστού Εκκλησία ονομάζει συγχωροχάρτια, Λατίνοι δε ταύτα καλούσιν ιντουλγκέντζας». Το νεότερο συγχωροχάρτι που εντόπισε ο Ηλιού είναι από το έτος 1955.
Αν, υποθετικά, τα χαρτιά αυτά ήταν απλά επιβεβαιωτικά κάποιας προϋπάρχουσας ή μελλοντικής συγχώρησης από τον ενοριακό ιερωμένο, για ποιο λόγο εκδίδονταν ακόμα και για ήδη πεθαμένους; Γιατί μπορούσε να τα προμηθευτεί μαζικά οποιοσδήποτε στα Ιεροσόλυμα και αλλού και να τα διανείμει, μετά την επιστροφή του, ως δώρο σε συγγενείς και φίλους, αφού συμπλήρωνε στην προβλεπόμενη θέση το όνομα του αποδέκτη (κάτι σαν λαχνούς σε πολυκαταστήματα); Υπενθυμίζεται ότι πολλά από τα συγχωροχάρτια που εκδόθηκαν για ζώντες, έχουν χαθεί επειδή τοποθετούνταν στα χέρια των αποθανόντων στο φέρετρο. Καθένας μπορεί να αντιληφθεί πού καθοδηγείτο ο αμαθής λαός με την προώθηση τέτοιων «βεβαιώσεων» από την ανατολική και τη δυτική χριστιανική Εκκλησία.
Περιττεύει να αναφερθούν εδώ άλλες λεπτομέρειες για αντιδικίες έναντι διεκδικητών του «εκδοτικού δικαιώματος», για την απόδοση λογαριασμών από πωλήσεις κλπ. Είναι όμως σημαντικό να επισημανθεί, επειδή ο διάλογος αφορά στα σχολικά βιβλία, όπως ήδη προανέφερα, ότι, ενώ τα καθολικά συγχωροχάρτια αναφέρονται στα βιβλία μας απαξιωτικά και περίπου χλευαστικά (ορθώς!) και οι Έλληνες μόνο γι’ αυτά μαθαίνουν στο σχολείο, για τα ορθόδοξα, έστω κι αν αυτά είχαν εκδοθεί καλοπροαίρετα, όπως γράφει ο κ.Δ., δεν γίνεται πουθενά καμιά αναφορά. Αυτός ήταν ο λόγος που επεσήμανα ότι χρειάζονται προσθήκες στα σχολικά βιβλία!
Και για να κλείσω με αυτή την ανταπάντηση: Αν όλα αυτά και πάμπολλα άλλα φτάνουν στα αυτιά των -έτσι κι αλλιώς δύσπιστων- εφήβων για πρώτη φορά, όχι στην αίθουσα διδασκαλίας, αλλά στον αυλόγυρο και στις παρέες, συνήθως με υπερβολές προς την αντίθετη κατεύθυνση, τότε γίνονται αυτοί οι έφηβοι μηδενιστές και αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το αντίστοιχο μάθημα με χλεύη, τους καθηγητές τους ως παραμυθάδες και το εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά ως προπαγανδιστικό μηχανισμό. Τέτοιου «είδους Έλληνες», για να απαντήσω και σε κάποιο ερώτημα που μου ετέθη με ιδιωτική επιστολή, σίγουρα δεν πρέπει να αποτελούν καύχημα για την ελληνική εκπαίδευση και την κοινωνία μας.
Και με την ευκαιρία: δεν είναι αποστολή ενός εκκλησιαστικού ηγέτη να ασχολείται με το «τι Έλληνες θα φτιάξουμε», αλλά μόνο με το «τι χριστιανούς θα φτιάξει» ο ίδιος. Ο χριστιανισμός, ως οικουμενική θρησκεία (λένε οι χριστιανοί), δεν ξεχωρίζει φυλές, έθνη, καταγωγή ανθρώπων, αλλά μόνο χριστιανούς. Ας περιοριστεί λοιπόν ο κ. Χριστόδουλος στην αποστολή του και ας αφήσει άλλους, αρμοδιότερους, να «φτιάξουν Έλληνες».
Με εκτίμηση
Σ.Φρ., Δρ.Μηχανικός, Καθηγητής
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)