- «Οι δούλοι να υπακούετε στους κατά σάρκα κυρίους μετά φόβου και τρόμου με την απλότητα της καρδιάς σας, σαν να υπακούετε στον Χριστό, όχι για τα μάτια, σαν να θέλετε να αρέσετε στους ανθρώπους, αλλά ως δούλοι, κάνοντας το θέλημα του Θεού με την ψυχή σας» (προς Εφεσίους 6/5,6).
- «Όσοι είναι δούλοι κάτω από το ζυγό, τους δεσπότες τους να θεωρούν άξιους κάθε τιμής για να μην βλασφημείται η διδασκαλία και το όνομα του Θεού. Αυτοί δε που έχουν πιστούς (δηλ. χριστιανούς) δεσπότες να μην τους καταφρονούν, διότι είναι αδελφοί, αλλά περισσότερο να δουλεύουν, διότι είναι πιστοί και αγαπητοί αυτοί που αντιλαμβάνονται την ευεργεσία». (προς Τιμόθεον Α 6/1,2).
- «Οι δούλοι να υποτάσσονται στους δεσπότες τους, να είναι ευάρεστοι, να μην αντιλέγουν, να μην τους εγκαταλείπουν, αλλά πίστη να δείχνουν αγαθή για να κοσμούν έτσι την διδασκαλία του σωτήρος ημών Θεού» (προς Τίτον 2/9,10).
- «Οι δούλοι της οικίας να υποτάσσονται με κάθε φόβο στους δεσπότες τους, όχι μόνο στους καλούς κι επιεικείς, αλλά και στους διεστραμμένους» (προς Πέτρο Α 2/18).
- Ενώ η νομοθεσία του Διοκλητιανού απαγόρευε σε γονείς να πουλάνε δούλους τα παιδιά τους, ο Κων/νος το επέτρεπε,
- Το δούλο που δραπέτευε και κατέφευγε στους «βαρβάρους» τον περίμενε, εφόσον συλλαμβανόταν πάλι, καταρχάς η θανατική ποινή, αλλά αν είχε σοβαρές δικαιολογίες για την πράξη του, καταδικαζόταν σε ακρωτηριασμό ενός ποδιού ή σε ισόβια κάτεργα στα μεταλλεία,
- Ο δούλος που κατήγγειλε τον κύριό του για παραπτώματα (με εξαίρεση την εσχάτη προδοσία και τη φοροδιαφυγή) καταδικαζόταν σε θάνατο χωρίς δίκη και εξέταση μαρτύρων.
- Σε διάταγμα του έτους 319 προς το διοικητή της Ρώμης Βάσσο γράφει ο Κων/νος: «Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος προς Βάσσο: Αν ένας αφέντης τιμωρήσει το δούλο του με ράβδο και λουρί ή τον έδεσε για να μην διαφύγει, δεν έχει να φοβηθεί ότι διέπραξε κάποιο έγκλημα, ακόμα κι αν πεθάνει (ο δούλος) ...»
- Σε ένα επόμενο διάταγμα του έτους 326 γράφει ο Κων/νος: «Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος προς Μαξιμιλιανό Μακρόβιο: Σε κάθε περίπτωση που οι δούλοι πεθάνουν από κτυπήματα του κυρίου τους, δεν είναι ένοχοι (οι κύριοι) γιατί είχαν καλό σκοπό και ήθελαν να νουθετήσουν το δούλο ... Αν λοιπόν ο δούλος πέθανε από τα χτυπήματα, επειδή έτσι το έφερε η μοίρα και η ανάγκη, οι αφέντες δεν πρέπει να φοβούνται ότι θα υποστούν ελέγχους εκ μέρους του κράτους.»
Έτσι, με την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας και τη συμμαχία (συναλληλία) του χριστιανικού ιερατείου με την εξουσία, μετατίθεται οριστικά η απελευθέρωση των δούλων στη μετά θάνατον ζωή, αφού η επίγεια ζωή ήταν μόνο μια ευκαιρία για δοκιμασία της πίστης. Σταδιακά απέκτησαν λοιπόν δούλους και οι επίσκοποι, οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες και τα μοναστήρια. Ομολογημένη δικαιολογία για την απόκτηση και τη διατήρηση δούλων και δουλοπάροικων από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ήταν η ανάγκη καλλιέργειας των τεράστιων γεωργικών εκτάσεων που αποκτήθηκαν με κατασχέσεις και δωρεές μέσα σε 1-2 αιώνες! Ο εκκλησιαστικός πατέρας Ιωάννης Χρυσόστομος αποδεχόταν ότι ένας «ελεύθερος άνθρωπος» δεν είναι δυνατόν να μαγειρεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και χρειάζεται γι' αυτό δούλους, αλλά «όχι μεγάλο αριθμό!» (Γρ. Μπαϊρακτάρης: «Κοινωνία-Θεσμοί-Οικονομία στο Βυζάντιο», στο «Ιστορία των Ελλήνων»).
Ο έτερος μέγας εκκλησιαστικός πατέρας Βασίλειος υπεστήριζε ότι: «Όσοι δούλοι ευρίσκονται υπό ζυγόν και προσφεύγουν στις αδελφότητες των εκκλησιών, αφού τους νουθετήσουν οι αδελφότητες να γίνουν υπάκουοι και αφού τους βελτιώσουν, να τους παραδίδουν στους δεσπότες τους... ο ζυγός της δουλείας κατά τρόπον αρεστόν κατορθούμενος από τον Κύριο, κάνει αυτόν που τον υπομένει, άξιο της βασιλείας των ουρανών» (Βιβλιοθηκη Ελλήνων Πατέρων, τ. 53, σελ. 207-208). Εμφανέστατα λοιπόν προσφέρει ο Μέγας υπηρεσίες «βελτίωσης» προσωπικού στους δουλοκράτες. Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι ο Ιωάννης «Χρυσόστομος» ήταν Σύριος και ο «Μέγας» Βασίλειος Καππαδόκης, οπότε κάκιστα περιλαμβάνονται σε έκδοση που αναφέρεται σε «Έλληνες εκκλησιαστικούς πατέρες», οι οποίοι ήταν έτσι κι αλλιώς ελάχιστοι!
Η τοπική σύνοδος του 362 στη Γάγγρας στην Παφλαγονία, στην οποία πήραν μέρος οι πατέρες της εκκλησίας Ευσέβιος, Αιλιανός κ.ά. αναθεμάτισε με τον τρίτο κανόνα όλους εκείνους που προέτρεπαν δούλους να μην υπακούν στα αφεντικά τους και να δραπετεύσουν («εί τις δούλον, προφάσει θεοσεβείας, διδάσκοι καταφρονείν δεσπότου και αναχωρείν της υπηρεσίας και μη μετ’ ευνοίας και πάσης τιμής τώι εαυτού δεσπότηι εξυπηρετείσθαι, ανάθεμα έστω») - ο αναθεματισμός στην υπηρεσία της δουλοκτησίας. Προφανώς θα υπήρχε κύμα ανυπακοής και διαφυγών, το οποίο οι «πατέρες» προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με «πνευματικές ποινές». Ο εκκλησιαστικός πατέρας Ιωάννης Χρυσόστομος αποδεχόταν ότι ένας «ελεύθερος άνθρωπος» δεν είναι δυνατόν να μαγειρεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και χρειάζεται γι' αυτό δούλους, αλλά «όχι μεγάλο αριθμό» - η ένστασή του ήταν ποσοτικής φύσης! (Γρ. Μπαϊρακτάρης: «Κοινωνία-Θεσμοί-Οικονομία στο Βυζάντιο», στο «Ιστορία των Ελλήνων»)Από δικαστικές αποφάσεις (Πείρα) φαίνεται ότι ο θεσμός της δουλείας είχε μια αναλαμπή κατά τον 9o και 10o αιώνα και άρχισε να υποχωρεί σταδιακά από τον 11o στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής και πολιτικής παρακμής στο βυζαντινό χώρο. Πάντως στην Κων/πολη λειτουργούσε ακόμα αγορά δούλων (Helga Koepstein: «Μερικές παρατηρήσεις για τη νομική κατάσταση των δούλων ...» στο «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 1989»). Μέχρι την οριστική πτώση της αυτοκρατορίας, ο θεσμός της δουλείας δεν έπαψε να υφίσταται, ενώ διατηρήθηκε και επί Τουρκοκρατίας για κάποιο χρόνο σε διάφορες επισκοπές, οι οποίες διέθεταν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις.
Ήδη στο Βυζάντιο παρουσιάζεται ο χαρακτηρισμός «αγιόδουλοι» ('Αγιοι Δούλοι) για πρόσωπα και τοπωνυμίες. πρόκειται για δούλους και δουλοπάροικους που καλλιεργούσαν τα τιμάρια της Εκκλησίας, π.χ. στην Κέρκυρα, όπου διασώζεται ακόμα αυτό το όνομα ως τοπωνύμιο. Σε βυζαντινό αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1321 για την περιουσία της μητρόπολης Ιωαννίνων αναφέρεται ότι «...Κατέχει δε ωσαύτως η αυτή αγιωτάτη εκκλησία και Ιουδαίους τρεις, τα τε παιδία του Λαμέρη, του Δαβίδη και του Σαμαρία. » Το 1821 ο ιστοριοδίφης Λαμπρίδης αναφέρει ότι τα παιδιά του Δαβίδη ήταν υποχρεωμένα ακόμα το 19o αιώνα να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή στη μητρόπολη για να προσφέρουν υπηρεσίες στο δεσπότη. Δηλαδή για τουλάχιστον 600 χρόνια τα μέλη μιας οικογένειας ήταν υποτακτικοί του εκάστοτε μητροπολίτη, μάλλον αγνοώντας και οι ίδιοι για ποιο λόγο προσέφεραν «παραδοσιακά» αυτές τις υπηρεσίες.
Στη Δύση οι εξελίξεις ήταν ανάλογες:
- Στη σύνοδο της Ελβίρα (Ισπανία) που πραγματοποιήθηκε περί το έτος 306 εγκρίθηκε ο κανόνας 5, σύμφωνα με τον οποίο, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός επιβάλει «πνευματική ποινή» στην κυρία που θανάτωσε την υπηρέτριά της με ξυλοδαρμό, μόνον όμως εφόσον η υπηρέτρια πεθάνει εντός τριών ημερών. Προφανώς, αν πεθάνει μετά τις 3 ημέρες ή «απλώς» μείνει ανάπηρη η υπηρέτρια, δεν προβλέπεται ούτε καν «πνευματική» ποινή! Αυτός ο κανόνας ενσωματώθηκε περί το 12o αιώνα στο καθολικό εκκλησιαστικό δίκαιο (Corpus iuris canonici) και ισχύει (θεωρητικά) μέχρι σήμερα!
- Το έτος 650 υιοθέτησε ο πάπας Μαρτίνος Ι τον τρίτο κανόνα της συνόδου του 362 της Γάγγρας που προαναφέρθηκε.
- Το 1055 καθόρισε η σύνοδος του Τολέδο ότι τα παιδιά των (άγαμων) κληρικών γινόντουσαν υποχρεωτικά δούλοι σε μοναστήρια και επισκοπές.
- Το έτος 1089 επεκτάθηκε το μέτρο αυτό και στις γυναίκες, με τις οποίες αποκτούσαν οι κληρικοί παιδιά. Για τους ίδιους τους πατέρες-κληρικούς δεν προβλεπόταν καμιά ποινή!
- Μια ακόμα από τις πολλές αποφάσεις υπέρ της δουλείας εξεδόθη στην τρίτη σύνοδο του Λατερανού το 1179, με την οποία καταδικάζονταν να γίνουν δούλοι, όσοι «συνεργάζονταν» με τους Σαρακηνούς.
(Βλέπε πρώτο μέρος)