...
Διαβάζω συχνά πυκνά σε αναρτήσεις και σχόλια για το μεγαλείο του πολυτονικού συστήματος, το οποίο το έτος 1982 αντικαταστάθηκε διά νόμου με το μονοτονικό και σταδιακά πέρασε στην εκπαίδευση, στις εφημερίδες και τα περιοδικά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μερικοί ζητάνε μάλιστα την επαναφορά του πολυτονικού, με οξείες, βαρείες, πνεύματα και περισπωμένες, χωρίς τεκμηρίωση σε τί θα βοηθούσε αυτή η οπισθοδρόμηση. Ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος είχε δηλώσει (ψευδόμενος!) ότι το πολυτονικό περίπου αγιοποιήθηκε ως τρόπος γραφής των ευαγγελίων!
Ότι οι νεότεροι θα μάθουν με το πολυτονικό σύστημα γραφής καλύτερα τη γλώσσα αποτελεί βαρβάτη ανοησία, γιατί έπρεπε να γνωρίζουν, όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, ότι η εισαγωγή εκφράσεων αργκό και άλλων χαζοεκφράσεων και επιλεγμένα ασύντακτων προτάσεων, δεν σχετίζεται με τον τονισμό αλλά με την λεκτική ανεπάρκεια, την αδιαφορία, τον ζαμανφουτισμό, το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και το εξόχως αντιπνευματικό κλίμα που κυριαρχεί στη χώρα μας.
Για παράδειγμα, η τροχιοδεικτική ρίψη και έκτοτε συνεχής χρήση από τους Πασόκους του προσδιορισμού «πρωτόγνωρο», αντί «προτοφανές», ή επίσης του μέχρι τότε ανύπαρκτου «στοχεύω» αντί «σκοπεύω» ή «αποβλέπω», τα οποία δείχνουν αρχαιοπρεπή και όχι αρκούντος σοσιαλιστικά, οδήγησαν στη διάδοση και χρήση αυτών και άλλων όμοιων εκφράσεων σε κάθε συζήτηση. Εννοείται, όσοι τρέχουν πίσω από τα άρματα των κομμάτων, υιοθετούν τέτοιες εκφράσεις ασμένως για να δείξουν ότι κάπου ανήκουν - αλλιώς δεν θα έτρεχαν πίσω από άρματα.
Είναι οι ίδιοι που λένε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως στις 12.02 το μεσημέρι «καλησπέρα» επειδή, λέει ο φανταστικός κανόνας τους, μέχρι τις 12 λέμε «καλημέρα» και μετά λέμε «καλησπέρα» - κι ας καίει ο ήλιος πάνω από τα κεφάλια μας κι ας έρχεται η εσπέρα μετά από 7-8 ώρες. Κάποιος στη Σίφνο μου είπε δε ότι έτσι λένε εδώ οι νησιώτες, αλλά ο ίδιος ήταν από την Αθήνα και αυτός που του το είχε πει (το έψαξα!), το είχε ακούσει στο ραδιόφωνο! Η παραδοσιακή γλώσσα της επαρχίας μας, που λένε μερικοί...
Υποψιάζομαι ότι οι συγκεκριμένοι δεν ξέρουν τί ακριβώς σημαίνει εσπέρα και αποφεύγουν στην ομιλία τους άγνωστες λέξεις. Εννοείται ότι αυτές οι εκφράσεις περνάνε σε εφημερίδες και λεξικά ως καθιερωμένη «γλώσσα του λαού» και άντε μετά να τις βγάλεις...
Μια άλλη έκφραση με πολιτική προέλευση, η οποία χρησιμοποιείται όμως μόνο ως αστεϊσμός είναι το «διατί να το κρύψωμεν άλλωστε». Η πιο τελευταία επιτυχία που έχει φτάσει σε κάθε μανάβη και σε κάθε λαϊκή αγορά είναι το επιφώνημα «Έλεος!» Έχω αποφασίσει να κόβω κάθε συζήτηση με ανθρώπους που μαϊμουδίζουν αυτή την έκφραση, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα ετερόφωτοι και κατά βάσιν αμόρφωτοι.
Όλη αυτή η γλωσσική παρακμή, όμως, η οποία παρατηρείται επίσης σε κύκλους ημιμαθών ανθρώπων σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, δεν έχει προφανέστατα καμιά σχέση με τον τονισμό, δεδομένου ότι παρατηρείται και σε λαούς με γλώσσα που δεν έχει τόνους. Υποψιάζομαι ότι αυτή η γλωσσική υποβάθμιση είναι συνέπεια της μαζικής και υποχρεωτικής εκπαίδευσης (καλό αυτό, δεν λέω), όπου όμως δεν είναι όλοι επαρκείς και κατάλληλοι για μια τέτοια εκπαίδευση. Μάθε λοιπόν γράμματα κι ας τα μάθεις μισά και κομματικά, δεν θάχεις αργότερα παράπονο ότι σε άφησε η κοινωνία αγράμματο.
Ως προς τον τονισμό τώρα: οι τόνοι εισήχθησαν (επινοήθηκαν) στην ελληνιστική εποχή από τον Αλεξανδρινό γραμματικό Αριστοφάνη Βυζάντιο 2-3 αιώνες π.Χ., με σκοπό την πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου και των μελικών ποιητών. Η γραφή παρέμενε όμως μεγαλογράμματη, όπως στην Αρχαιότητα, δηλαδή μόνο με κεφαλαία γράμματα. Με αυτό τον τρόπο καταγράφηκαν και τα κείμενα των χριστιανικών γραφών, κεφαλαιογράμματη γραφή με τόνους.
Η γενίκευση των τόνων καθιερώθηκε περί τον 1Οο αιώνα μ.Χ., ουσιαστικά με την εμπέδωση της μικρογράμματης γραφής, η οποία εισήχθη από τη Δύση. Αυτοί οι αιώνες, μετά τις αναταραχές των εικονομαχιών και πριν από την κατάληψη της Κων/πολης από τους Λατίνους το 12Ο4 είναι, βέβαια, εποχές παρακμής, όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να ανακαλύψουν έναν ουσιαστικά ανύπαρκτο «βυζαντινό Ουμανισμό» ή κάποια «Αναγέννηση», δήθεν επειδή οι (ελάχιστοι αριθμητικά) λόγιοι της εποχής (σχεδόν όλοι κληρικοί) ανακάλυψαν πάλι τον (αρχαίο) ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο οι πνευματικοί πατέρες τους μερικούς αιώνες πριν συκοφαντούσαν και εξύβριζαν.
Όταν λοιπόν κάποιοι επιδιώκουν σήμερα να επαναφέρουν τα περασμένα γλωσσικά «μεγαλεία», τί ακριβώς επιλέγουν; Την κλασική μεγαλογράμματη γραφή της Αρχαιότητας, την επιλεκτικά τονούμενη μεγαλογράμματη ελληνιστική γραφή ή την πολυτονική μικρογράμματη γραφή της παρακμιακής εποχής, η οποία εποχή αποτελούσε κωδονοκρουσία για την κατάρρευση των υπολειμμάτων του ελληνικού πολιτισμού;
Και πρέπει επίσης να απαντήσουν στο ερώτημα, γιατί πρέπει να ταλαιπωρούνται οι νέοι μαθητές για να δικαιωθούν οι γονείς/παππούδες αναδρομικά για μια προσπάθεια που κατέβαλαν οι παλιοί ως μαθητές (κι εγώ μαζί τους τότε), με στόχο να μάθουν άχρηστους πλέον κανόνες με οξείες, βαρείες, περισπωμένες και πνεύματα;
Διαβάζω συχνά πυκνά σε αναρτήσεις και σχόλια για το μεγαλείο του πολυτονικού συστήματος, το οποίο το έτος 1982 αντικαταστάθηκε διά νόμου με το μονοτονικό και σταδιακά πέρασε στην εκπαίδευση, στις εφημερίδες και τα περιοδικά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μερικοί ζητάνε μάλιστα την επαναφορά του πολυτονικού, με οξείες, βαρείες, πνεύματα και περισπωμένες, χωρίς τεκμηρίωση σε τί θα βοηθούσε αυτή η οπισθοδρόμηση. Ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος είχε δηλώσει (ψευδόμενος!) ότι το πολυτονικό περίπου αγιοποιήθηκε ως τρόπος γραφής των ευαγγελίων!
Ότι οι νεότεροι θα μάθουν με το πολυτονικό σύστημα γραφής καλύτερα τη γλώσσα αποτελεί βαρβάτη ανοησία, γιατί έπρεπε να γνωρίζουν, όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, ότι η εισαγωγή εκφράσεων αργκό και άλλων χαζοεκφράσεων και επιλεγμένα ασύντακτων προτάσεων, δεν σχετίζεται με τον τονισμό αλλά με την λεκτική ανεπάρκεια, την αδιαφορία, τον ζαμανφουτισμό, το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και το εξόχως αντιπνευματικό κλίμα που κυριαρχεί στη χώρα μας.
Για παράδειγμα, η τροχιοδεικτική ρίψη και έκτοτε συνεχής χρήση από τους Πασόκους του προσδιορισμού «πρωτόγνωρο», αντί «προτοφανές», ή επίσης του μέχρι τότε ανύπαρκτου «στοχεύω» αντί «σκοπεύω» ή «αποβλέπω», τα οποία δείχνουν αρχαιοπρεπή και όχι αρκούντος σοσιαλιστικά, οδήγησαν στη διάδοση και χρήση αυτών και άλλων όμοιων εκφράσεων σε κάθε συζήτηση. Εννοείται, όσοι τρέχουν πίσω από τα άρματα των κομμάτων, υιοθετούν τέτοιες εκφράσεις ασμένως για να δείξουν ότι κάπου ανήκουν - αλλιώς δεν θα έτρεχαν πίσω από άρματα.
Είναι οι ίδιοι που λένε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως στις 12.02 το μεσημέρι «καλησπέρα» επειδή, λέει ο φανταστικός κανόνας τους, μέχρι τις 12 λέμε «καλημέρα» και μετά λέμε «καλησπέρα» - κι ας καίει ο ήλιος πάνω από τα κεφάλια μας κι ας έρχεται η εσπέρα μετά από 7-8 ώρες. Κάποιος στη Σίφνο μου είπε δε ότι έτσι λένε εδώ οι νησιώτες, αλλά ο ίδιος ήταν από την Αθήνα και αυτός που του το είχε πει (το έψαξα!), το είχε ακούσει στο ραδιόφωνο! Η παραδοσιακή γλώσσα της επαρχίας μας, που λένε μερικοί...
Υποψιάζομαι ότι οι συγκεκριμένοι δεν ξέρουν τί ακριβώς σημαίνει εσπέρα και αποφεύγουν στην ομιλία τους άγνωστες λέξεις. Εννοείται ότι αυτές οι εκφράσεις περνάνε σε εφημερίδες και λεξικά ως καθιερωμένη «γλώσσα του λαού» και άντε μετά να τις βγάλεις...
Μια άλλη έκφραση με πολιτική προέλευση, η οποία χρησιμοποιείται όμως μόνο ως αστεϊσμός είναι το «διατί να το κρύψωμεν άλλωστε». Η πιο τελευταία επιτυχία που έχει φτάσει σε κάθε μανάβη και σε κάθε λαϊκή αγορά είναι το επιφώνημα «Έλεος!» Έχω αποφασίσει να κόβω κάθε συζήτηση με ανθρώπους που μαϊμουδίζουν αυτή την έκφραση, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα ετερόφωτοι και κατά βάσιν αμόρφωτοι.
Όλη αυτή η γλωσσική παρακμή, όμως, η οποία παρατηρείται επίσης σε κύκλους ημιμαθών ανθρώπων σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, δεν έχει προφανέστατα καμιά σχέση με τον τονισμό, δεδομένου ότι παρατηρείται και σε λαούς με γλώσσα που δεν έχει τόνους. Υποψιάζομαι ότι αυτή η γλωσσική υποβάθμιση είναι συνέπεια της μαζικής και υποχρεωτικής εκπαίδευσης (καλό αυτό, δεν λέω), όπου όμως δεν είναι όλοι επαρκείς και κατάλληλοι για μια τέτοια εκπαίδευση. Μάθε λοιπόν γράμματα κι ας τα μάθεις μισά και κομματικά, δεν θάχεις αργότερα παράπονο ότι σε άφησε η κοινωνία αγράμματο.
Ως προς τον τονισμό τώρα: οι τόνοι εισήχθησαν (επινοήθηκαν) στην ελληνιστική εποχή από τον Αλεξανδρινό γραμματικό Αριστοφάνη Βυζάντιο 2-3 αιώνες π.Χ., με σκοπό την πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου και των μελικών ποιητών. Η γραφή παρέμενε όμως μεγαλογράμματη, όπως στην Αρχαιότητα, δηλαδή μόνο με κεφαλαία γράμματα. Με αυτό τον τρόπο καταγράφηκαν και τα κείμενα των χριστιανικών γραφών, κεφαλαιογράμματη γραφή με τόνους.
Η γενίκευση των τόνων καθιερώθηκε περί τον 1Οο αιώνα μ.Χ., ουσιαστικά με την εμπέδωση της μικρογράμματης γραφής, η οποία εισήχθη από τη Δύση. Αυτοί οι αιώνες, μετά τις αναταραχές των εικονομαχιών και πριν από την κατάληψη της Κων/πολης από τους Λατίνους το 12Ο4 είναι, βέβαια, εποχές παρακμής, όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να ανακαλύψουν έναν ουσιαστικά ανύπαρκτο «βυζαντινό Ουμανισμό» ή κάποια «Αναγέννηση», δήθεν επειδή οι (ελάχιστοι αριθμητικά) λόγιοι της εποχής (σχεδόν όλοι κληρικοί) ανακάλυψαν πάλι τον (αρχαίο) ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο οι πνευματικοί πατέρες τους μερικούς αιώνες πριν συκοφαντούσαν και εξύβριζαν.
Όταν λοιπόν κάποιοι επιδιώκουν σήμερα να επαναφέρουν τα περασμένα γλωσσικά «μεγαλεία», τί ακριβώς επιλέγουν; Την κλασική μεγαλογράμματη γραφή της Αρχαιότητας, την επιλεκτικά τονούμενη μεγαλογράμματη ελληνιστική γραφή ή την πολυτονική μικρογράμματη γραφή της παρακμιακής εποχής, η οποία εποχή αποτελούσε κωδονοκρουσία για την κατάρρευση των υπολειμμάτων του ελληνικού πολιτισμού;
Και πρέπει επίσης να απαντήσουν στο ερώτημα, γιατί πρέπει να ταλαιπωρούνται οι νέοι μαθητές για να δικαιωθούν οι γονείς/παππούδες αναδρομικά για μια προσπάθεια που κατέβαλαν οι παλιοί ως μαθητές (κι εγώ μαζί τους τότε), με στόχο να μάθουν άχρηστους πλέον κανόνες με οξείες, βαρείες, περισπωμένες και πνεύματα;