(του Aντωνη Kαρκαγιαννη, Καθημερινή, 21/8/2008)
Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην τότε Τσεχοσλοβακία, τη νύχτα της 20ής προς 21η Αυγούστου του 1968, ακριβώς πριν από 40 χρόνια, συγκλόνισε τους λαούς όλου του κόσμου. Δεν θα σας μιλήσω όμως για ολόκληρο τον κόσμο. Θα σας μιλήσω μόνο για το στρατόπεδο εξορίστων της χούντας στο Παρθένι της Λέρου. Τα χρόνια περνούν, τα γεγονότα ξεθωριάζουν, οι γενιές διαδέχονται η μια την άλλη και σαν άμμος μας επικαλύπτουν σχεδόν αδιάφορες και έρχεται η στιγμή που αισθανόμαστε την ανάγκη να ανατρέξουμε στον συγκλονισμό που κάποτε νιώσαμε.
Από τα χαράματα άρχισαν να έρχονται οι ειδήσεις για την εισβολή. Παρ’ όλο που η ένταση των προηγουμένων ημερών προμήνυε την καταιγίδα, δεν πιστεύαμε ότι θα ερχόταν η στιγμή της απροκάλυπτης στρατιωτικής εισβολής και της ωμής βίας. Καθώς το σκέφτομαι εκ των υστέρων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το μονολιθικό και ανελεύθερο σοβιετικό καθεστώς (που πίστευε ακόμη ότι είναι παντοδύναμο και ακλόνητο), δεν είχε άλλη διέξοδο.
Μικρή μόνο μερίδα των εξορίστων το έβλεπαν από τότε: Η βία και ο καταναγκασμός ήταν πλέον η εσωτερική νομοτέλεια του «κρατικοποιημένου σοσιαλισμού», δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν. Μια άλλη μερίδα κρατουμένων πίστευε ακόμα στην ανάγκη και τον μύθο της «επαναστατικής βίας», παρά τον αναπότρεπτο παραλληλισμό με τη βία της Δικτατορίας, της οποίας ήμασταν θύματα. Μια τρίτη μερίδα τέλος, βρέθηκε σε πλήρη σύγχυση και αμηχανία, μετεωριζόμενη μεταξύ μύθου και σκληρής πραγματικότητας. Αν απαρνιόταν τον μύθο έχανε τον λόγο της ύπαρξής της και νομίζω ότι ποτέ δεν τον απαρνήθηκε, ακόμη και όταν ο μύθος αποκάλυψε την κενότητά του.
Προς το μεσημέρι της ίδιας μέρας μερικοί συνεξόριστοι συζητούσαμε για ένα σύντομο κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον της εισβολής. Δεν πιστεύαμε ότι η διαμαρτυρία μιας δράκας Αριστερών κρατουμένων της ελληνικής χούντας θα είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα, το παραμικρό. Οτι θα συγκινούσε οποιονδήποτε. Πράγματι δεν είχε, παρόλο ότι δημοσιεύθηκε σε δύο-τρεις μεγάλες εφημερίδες της δυτικής Ευρώπης. Θεωρούσαμε όμως χρέος μας ηθικό και πολιτικό (επειδή ακριβώς ήμασταν αριστεροί κρατούμενοι μιας δικτατορίας) να διαμαρτυρηθούμε κατά της βίας και του καταναγκασμού. Ηταν η αναγκαία επιβεβαίωση της πολιτικής μας θέσης.
Ηταν ένα σύντομο κείμενο που την τελική του μορφή την επεξεργάσθηκε ο μακαρίτης δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο αξέχαστος Σπύρος Λιναρδάτος. Το υπέγραψαν 65-70 κρατούμενοι από ένα σύνολο περίπου 500 κρατουμένων. Θεωρώ ύψιστη τιμή ότι και η δική μου υπογραφή υπάρχει κάτω από αυτό το κείμενο διαμαρτυρίας.
Η στρατιωτκή εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία αποσκοπούσε απροκάλυπτα να ανακόψει και τελικά να συντρίψει αυτό που από τότε ονομάσθηκε «Άνοιξη της Πράγας». Τι ακριβώς ήταν η «Άνοιξη της Πράγας»; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Ήταν η αποκατάσταση μερικών αξιών που και σήμερα τις θεωρούμε αυτονόητες, αλλά παραβιάζονται συστηματικά και ασύστολα. Είναι ο σεβασμός της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, η θεσμική και πρακτική κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Μερικοί, ακόμη και σήμερα, παρά τις οδυνηρές εμπειρίες εξακολουθούν να ονομάζουν υποτιμητικά τις αξίες αυτές «αστικές». Και τότε και τώρα είναι απαραίτητες για να διαμορφώσουν το όνειρο του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Αν θέλετε μιας κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο για να αποδεσμευθούμε ακόμη και από τις λέξεις που έχουν φθαρεί από την ασύστολη κατάχρησή τους.
Αυτή, νομίζω, πως ήταν η προσπάθεια του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Ηταν ρωγμή στο σύστημα του σοβιετικού ολοκληρωτισμού.
Από τα χαράματα άρχισαν να έρχονται οι ειδήσεις για την εισβολή. Παρ’ όλο που η ένταση των προηγουμένων ημερών προμήνυε την καταιγίδα, δεν πιστεύαμε ότι θα ερχόταν η στιγμή της απροκάλυπτης στρατιωτικής εισβολής και της ωμής βίας. Καθώς το σκέφτομαι εκ των υστέρων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το μονολιθικό και ανελεύθερο σοβιετικό καθεστώς (που πίστευε ακόμη ότι είναι παντοδύναμο και ακλόνητο), δεν είχε άλλη διέξοδο.
Μικρή μόνο μερίδα των εξορίστων το έβλεπαν από τότε: Η βία και ο καταναγκασμός ήταν πλέον η εσωτερική νομοτέλεια του «κρατικοποιημένου σοσιαλισμού», δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν. Μια άλλη μερίδα κρατουμένων πίστευε ακόμα στην ανάγκη και τον μύθο της «επαναστατικής βίας», παρά τον αναπότρεπτο παραλληλισμό με τη βία της Δικτατορίας, της οποίας ήμασταν θύματα. Μια τρίτη μερίδα τέλος, βρέθηκε σε πλήρη σύγχυση και αμηχανία, μετεωριζόμενη μεταξύ μύθου και σκληρής πραγματικότητας. Αν απαρνιόταν τον μύθο έχανε τον λόγο της ύπαρξής της και νομίζω ότι ποτέ δεν τον απαρνήθηκε, ακόμη και όταν ο μύθος αποκάλυψε την κενότητά του.
Προς το μεσημέρι της ίδιας μέρας μερικοί συνεξόριστοι συζητούσαμε για ένα σύντομο κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον της εισβολής. Δεν πιστεύαμε ότι η διαμαρτυρία μιας δράκας Αριστερών κρατουμένων της ελληνικής χούντας θα είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα, το παραμικρό. Οτι θα συγκινούσε οποιονδήποτε. Πράγματι δεν είχε, παρόλο ότι δημοσιεύθηκε σε δύο-τρεις μεγάλες εφημερίδες της δυτικής Ευρώπης. Θεωρούσαμε όμως χρέος μας ηθικό και πολιτικό (επειδή ακριβώς ήμασταν αριστεροί κρατούμενοι μιας δικτατορίας) να διαμαρτυρηθούμε κατά της βίας και του καταναγκασμού. Ηταν η αναγκαία επιβεβαίωση της πολιτικής μας θέσης.
Ηταν ένα σύντομο κείμενο που την τελική του μορφή την επεξεργάσθηκε ο μακαρίτης δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο αξέχαστος Σπύρος Λιναρδάτος. Το υπέγραψαν 65-70 κρατούμενοι από ένα σύνολο περίπου 500 κρατουμένων. Θεωρώ ύψιστη τιμή ότι και η δική μου υπογραφή υπάρχει κάτω από αυτό το κείμενο διαμαρτυρίας.
Η στρατιωτκή εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία αποσκοπούσε απροκάλυπτα να ανακόψει και τελικά να συντρίψει αυτό που από τότε ονομάσθηκε «Άνοιξη της Πράγας». Τι ακριβώς ήταν η «Άνοιξη της Πράγας»; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Ήταν η αποκατάσταση μερικών αξιών που και σήμερα τις θεωρούμε αυτονόητες, αλλά παραβιάζονται συστηματικά και ασύστολα. Είναι ο σεβασμός της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, η θεσμική και πρακτική κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Μερικοί, ακόμη και σήμερα, παρά τις οδυνηρές εμπειρίες εξακολουθούν να ονομάζουν υποτιμητικά τις αξίες αυτές «αστικές». Και τότε και τώρα είναι απαραίτητες για να διαμορφώσουν το όνειρο του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Αν θέλετε μιας κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο για να αποδεσμευθούμε ακόμη και από τις λέξεις που έχουν φθαρεί από την ασύστολη κατάχρησή τους.
Αυτή, νομίζω, πως ήταν η προσπάθεια του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Ηταν ρωγμή στο σύστημα του σοβιετικού ολοκληρωτισμού.