(Παραπομπή στο πρώτο μέρος >>>)
Η εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου
Με εμπνευστή και πρωτοπόρο το Σχολάριο-Γεννάδιο καθιερώθηκε έτσι στην Ανατολή (βλέπε προηγούμενα) μία παράδοση συναλληλίας μεταξύ οθωμανικής διοίκησης και ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία εξασφαλιζόταν, άλλοτε με την επιλογή «οικουμενικού πατριάρχη» από κύκλο ευνοουμένων του εκάστοτε σουλτάνου (εκτός του Γεννάδιου, π.χ. οι Ισίδωρος, Ιωάσαφ, Μάρκος Ξυλοκαράβης κ.ά.), άλλοτε δε με ανάθεση σε όποιον προσέφερε μεγαλύτερο ποσόν (πεσκές) για την εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου.
Το «έθιμο» της εξαγοράς άρχισε με τους Τραπεζούντιους, οι οποίοι επιχείρησαν να ανεβάσουν έναν δικό τους άνθρωπο στον πατριαρχικό θρόνο κι επειδή συναντούσαν διάφορα εμπόδια, κατέφυγαν στη δωροδοκία. Έστειλαν τότε στο σουλτάνο χίλια φλουριά, μαζί με το αίτημα να διορίσει τον άνθρωπό τους. Έτσι ανακηρύχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο εκλεκτός των Τραπεζούντιων, Συμεών. Ο διαγκωνισμός για την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου προφανέστατα δεν είχε θεολογικούς στόχους.
Από το έτος 1474 είχε αποκτήσει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός το δικαίωμα να εισπράττει από τους χριστιανούς και να αποδίδει στην οθωμανική Πύλη τον ετήσιο φόρο (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων»). Καθένας γνωρίζει ότι οι υπηρεσίες και τα άτομα που διαχειρίζονται χρήματα, αποτελούν πόλο έλξης και συσπείρωσης κάθε είδους εκμεταλλευτών, καιροσκόπων και λαθρόβιων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σταδιακά αυτός ο οικονομικός πόλος σε στόχο για επαγγελματική, κοινωνική και «πνευματική» ανέλιξη.
Όσο πλήθαιναν οι φιλοδοξίες των Ελλήνων κληρικών, τόσο μεγάλωνε και το πεσκές και τόσο πυκνότερες έκαναν οι Οθωμανοί τις ευκαιρίες για την είσπραξή του. Γράφει ο Sir Paul Rycaut, (1628-1700): «Παλαιότερα η Εκκλησία δεν πλήρωνε στον μεγάλο Αυθέντη περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλιρα για κάθε αλλαγή πατριάρχη, αλλά το πλήθος των εραστών του αξιώματος ύψωσε την τιμή σε είκοσι πέντε χιλιάδες τάλιρα». Ο J. Aymon αναφέρει ότι το 1671, μέσα σε έναν και μόνο έτος τουλάχιστον πέντε «οικουμενικοί πατριάρχες» (Παΐσιος, Διονύσιος Θεσσαλονικεύς, Παρθένιος, Μεθόδιος και Διονύσιος ο Λαρισινός) εξαγόρασαν το πατριαρχικό αξίωμα και ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο θρόνο, αναλαμβάνοντας την πολιτική και πνευματική ηγεσία των χριστιανικών λαών που ζούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, έγραφε ο J. Pitton de Tournefort (1656-1708): «Το αξίωμα αυτό πουλιέται σήμερα για εξήντα χιλιάδες τάλιρα». Ανάλογα «τιμολόγια» πρέπει να ίσχυαν για την κατάληψη και των υπόλοιπων, ιεραρχικά υποδεέστερων πατριαρχικών θρόνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (στην εικόνα δεξιά φαίνεται ένας πατριάρχης της Κων/πολης με ανώτερους κληρικούς του ΙΣΤ' αιώνα, οι οποίοι φέρουν σαρίκια και άμφια όμοια με αυτά των αξιωματούχων του σουλτάνου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).
Στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου Έλληνος περιγράφεται ως εξής ο μηχανισμός της άθλιας συναλλαγής για την κατάκτηση του πατριαρχικού θρόνου από τους «πνευματικούς ηγέτες» των χριστιανών επί τουρκοκρατίας: «Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από τον οθωμανικόν αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώση περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει πατριάρχην. Αυτός, λοιπόν δια να ξαναλάβη τα όσα εδανείσθη δια την αγοράν του θρόνου, πωλεί τας επαρχίας, ήτοι τας αρχιεπισκοπάς, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσι και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσι των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαόν, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός».
Η αντικατάσταση πατριαρχών που συνέβη αρκετές φορές με παρέμβαση της οθωμανικής Πύλης, σχετίζεται, πέρα από εποχές επαναστατικών και αποσχιστικών κινημάτων χριστιανών υπηκόων, τα οποία δεν είχε καταφέρει να ελέγξει ο εκδιωκόμενος πατριάρχης, κυρίως με την αδυναμία του Πατριαρχείου να συγκεντρώσει το προβλεπόμενο ποσό του ετήσιου φόρου (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων). Υπάρχουν εγκύκλιοι πατριαρχών, στις οποίες περιγράφεται η αμέλεια ή η αδυναμία διαφόρων μητροπόλεων στη συγκέντρωση του αναλογούντος φόρου, ο οποίος έπρεπε να είναι διαθέσιμος προς απόδοση κατά τις ημέρες του χριστιανικού Πάσχα ή το αργότερον κατά τη γιορτή του Αγ. Γεωργίου.
Συχνά αναγκαζόταν ο πατριάρχης να συλλέξει συμπληρωματικούς φόρους ή να δανειστεί χρηματικά ποσά από εύπορους πολίτες, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται ο πατριαρχικός θεσμός υπό τον έλεγχο και τον εκβιασμό των δανειοδοτών, οι οποίοι έτσι αποσπούσαν διάφορα προνόμια. Πάντως, η ιδέα για εγκατάλειψη του προνομίου είσπραξης φόρων από το Πατριαρχείο δεν φαίνεται να συζητήθηκε ποτέ σοβαρά, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς το προνόμιο αποτελούσε τη συνεκτική ουσία λειτουργίας του πατριαρχικού θεσμού και τη βάση της αρχοντικής διαβίωσης πατριαρχών, επισκόπων και του κύκλου που αυτοί δημιουργούν κατά κανόνα γύρω τους.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)Το «έθιμο» της εξαγοράς άρχισε με τους Τραπεζούντιους, οι οποίοι επιχείρησαν να ανεβάσουν έναν δικό τους άνθρωπο στον πατριαρχικό θρόνο κι επειδή συναντούσαν διάφορα εμπόδια, κατέφυγαν στη δωροδοκία. Έστειλαν τότε στο σουλτάνο χίλια φλουριά, μαζί με το αίτημα να διορίσει τον άνθρωπό τους. Έτσι ανακηρύχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο εκλεκτός των Τραπεζούντιων, Συμεών. Ο διαγκωνισμός για την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου προφανέστατα δεν είχε θεολογικούς στόχους.
Από το έτος 1474 είχε αποκτήσει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός το δικαίωμα να εισπράττει από τους χριστιανούς και να αποδίδει στην οθωμανική Πύλη τον ετήσιο φόρο (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων»). Καθένας γνωρίζει ότι οι υπηρεσίες και τα άτομα που διαχειρίζονται χρήματα, αποτελούν πόλο έλξης και συσπείρωσης κάθε είδους εκμεταλλευτών, καιροσκόπων και λαθρόβιων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σταδιακά αυτός ο οικονομικός πόλος σε στόχο για επαγγελματική, κοινωνική και «πνευματική» ανέλιξη.
Όσο πλήθαιναν οι φιλοδοξίες των Ελλήνων κληρικών, τόσο μεγάλωνε και το πεσκές και τόσο πυκνότερες έκαναν οι Οθωμανοί τις ευκαιρίες για την είσπραξή του. Γράφει ο Sir Paul Rycaut, (1628-1700): «Παλαιότερα η Εκκλησία δεν πλήρωνε στον μεγάλο Αυθέντη περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλιρα για κάθε αλλαγή πατριάρχη, αλλά το πλήθος των εραστών του αξιώματος ύψωσε την τιμή σε είκοσι πέντε χιλιάδες τάλιρα». Ο J. Aymon αναφέρει ότι το 1671, μέσα σε έναν και μόνο έτος τουλάχιστον πέντε «οικουμενικοί πατριάρχες» (Παΐσιος, Διονύσιος Θεσσαλονικεύς, Παρθένιος, Μεθόδιος και Διονύσιος ο Λαρισινός) εξαγόρασαν το πατριαρχικό αξίωμα και ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο θρόνο, αναλαμβάνοντας την πολιτική και πνευματική ηγεσία των χριστιανικών λαών που ζούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, έγραφε ο J. Pitton de Tournefort (1656-1708): «Το αξίωμα αυτό πουλιέται σήμερα για εξήντα χιλιάδες τάλιρα». Ανάλογα «τιμολόγια» πρέπει να ίσχυαν για την κατάληψη και των υπόλοιπων, ιεραρχικά υποδεέστερων πατριαρχικών θρόνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (στην εικόνα δεξιά φαίνεται ένας πατριάρχης της Κων/πολης με ανώτερους κληρικούς του ΙΣΤ' αιώνα, οι οποίοι φέρουν σαρίκια και άμφια όμοια με αυτά των αξιωματούχων του σουλτάνου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).
Στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου Έλληνος περιγράφεται ως εξής ο μηχανισμός της άθλιας συναλλαγής για την κατάκτηση του πατριαρχικού θρόνου από τους «πνευματικούς ηγέτες» των χριστιανών επί τουρκοκρατίας: «Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από τον οθωμανικόν αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώση περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει πατριάρχην. Αυτός, λοιπόν δια να ξαναλάβη τα όσα εδανείσθη δια την αγοράν του θρόνου, πωλεί τας επαρχίας, ήτοι τας αρχιεπισκοπάς, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσι και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσι των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαόν, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός».
Η αντικατάσταση πατριαρχών που συνέβη αρκετές φορές με παρέμβαση της οθωμανικής Πύλης, σχετίζεται, πέρα από εποχές επαναστατικών και αποσχιστικών κινημάτων χριστιανών υπηκόων, τα οποία δεν είχε καταφέρει να ελέγξει ο εκδιωκόμενος πατριάρχης, κυρίως με την αδυναμία του Πατριαρχείου να συγκεντρώσει το προβλεπόμενο ποσό του ετήσιου φόρου (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων). Υπάρχουν εγκύκλιοι πατριαρχών, στις οποίες περιγράφεται η αμέλεια ή η αδυναμία διαφόρων μητροπόλεων στη συγκέντρωση του αναλογούντος φόρου, ο οποίος έπρεπε να είναι διαθέσιμος προς απόδοση κατά τις ημέρες του χριστιανικού Πάσχα ή το αργότερον κατά τη γιορτή του Αγ. Γεωργίου.
Συχνά αναγκαζόταν ο πατριάρχης να συλλέξει συμπληρωματικούς φόρους ή να δανειστεί χρηματικά ποσά από εύπορους πολίτες, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται ο πατριαρχικός θεσμός υπό τον έλεγχο και τον εκβιασμό των δανειοδοτών, οι οποίοι έτσι αποσπούσαν διάφορα προνόμια. Πάντως, η ιδέα για εγκατάλειψη του προνομίου είσπραξης φόρων από το Πατριαρχείο δεν φαίνεται να συζητήθηκε ποτέ σοβαρά, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς το προνόμιο αποτελούσε τη συνεκτική ουσία λειτουργίας του πατριαρχικού θεσμού και τη βάση της αρχοντικής διαβίωσης πατριαρχών, επισκόπων και του κύκλου που αυτοί δημιουργούν κατά κανόνα γύρω τους.