Η επιβολή της «θρησκείας της αγάπης» με πολέμους και καταπίεση
Στα σχολικά βιβλία υποστηρίζεται ότι ο χριστιανισμός έγινε ασμένως δεκτός από τους λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι όποιες βιαιότητες κατά την επιβολή του δεν είχαν σημαντική έκταση. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται από μόνο του, αν εξετάσουμε όλες τις ιστορικές περιόδους. Διαπιστώνεται ότι η επιβολή του χριστιανισμού υπήρξε πάντα βίαιη, όταν ο υπό εκχριστιανισμό λαός είχε συγκροτημένη θρησκεία και εθνικές παραδόσεις, κατά τεκμήριο υψηλότερου πολιτισμικού επιπέδου από τις μεσανατολικές και δεν ενδιαφερόταν να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε νέα θρησκεία. Πέρα από τους λαούς της αρχαίας Ιταλίας, Ελλάδας και Μικράς Ασίας, παραδείγματα αποδοχής ή επιβολής του χριστιανισμού έχουμε στους Αρμένιους και στους Γότθους, μερικούς αιώνες αργότερα στους Σάξονες και στους Σλάβους, επίσης μερικούς αιώνες αργότερα στους ιθαγενείς της Αμερικής και στους λαούς της 'Απω Ανατολής.
Η αποδοχή του χριστιανισμού υπήρξε σχετικά ειρηνική, μόνο εκεί που έγιναν συμφωνίες κορυφής και προσχώρησαν στη νέα θρησκεία οι ηγετικές ομάδες κάθε λαού (Πολωνία, Ρωσία). Αυτή η διαδικασία θεσμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση με τον κανόνα «cujus regio, ejus religio», που δηλώνει ότι εκείνος που ελέγχει μια περιοχή, προσδιορίζει και τη θρησκεία των κατοίκων της. Στις περιπτώσεις συμφωνημένης προσχώρησης, προσάρμοζαν σταδιακά τα ιερατεία των αντίστοιχων εθνικών θρησκειών τις ονομασίες των θεοτήτων, τις εθνικές μυθοπλασίες και τις παραδοσιακές ιεροτελεστίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες αφομοιώνονταν και ενσωματώνονταν στη νέα, χριστιανική πλέον πρακτική· εξ αυτού προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορες ιδιαιτερότητες στις αντιλήψεις, στα σύμβολα και στις ιεροτελεστίες των εκχριστιανιζόμενων λαών.
Για τους Έλληνες θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε άλλο κείμενο. Οι Σλάβοι και οι Ούγγροι εκχριστιανίστηκαν, όχι πάντα εύκολα και ειρηνικά, από τον 8ο αιώνα και μετά, οι δυτικοί Σλάβοι και οι Ούγγροι από το κράτος των Καρολιδών (Φράγκοι) και οι ανατολικοί Σλάβοι από τους Βυζαντινούς. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανατολικών και δυτικών χριστιανικών δυνάμεων με σλαβικούς λαούς αφενός απέβλεπαν στην απώθηση μετακινούμενων πληθυσμών ή στον έλεγχο εδαφών και στην είσπραξη φόρων υποτέλειας κλπ. και, αφετέρου, είχαν προσηλυτιστικούς και κατακτητικούς στόχους (Deschner: «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», Κάκτος). Πάντα, οι εκστρατείες γίνονταν μετά από συνεννόηση κράτους και εκκλησίας και στα (σχεδόν αποκλειστικά μισθοφορικά) στρατεύματα συμμετείχαν κληρικοί και δουλέμποροι, έτοιμοι να μεταφέρουν το «μήνυμα της αγάπης», σε όσους επιβίωναν από τις πολεμικές συγκρούσεις.
Οι Σάξονες που πεισματικά δεν αποδέχονταν στην αλλαγή από τον 8ο στον 9ο αιώνα (772-804), το φράγκικο κράτος και τη νέα θρησκεία, κατασφάγηκαν σε πολλές μάχες από τα στρατεύματα του Καρλομάγνου και προσχώρησαν στο χριστιανισμό ως ηττημένοι και κατακτημένοι. Αργότερα, 9ος-11ος αιώνας, πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι Σάξωνες με τους τρεις αυτοκράτορες Όθωνες και τον «'Αγιο» Ερίκο (Heinrich ΙΙ., «ένας, πριν απ' όλα, εκκλησιαστικός άνδρας») στον εκχριστιανισμό και την υποδούλωση των σλάβικων φύλων μεταξύ του Έλβα και του Όντερ (Σόρβοι, Βένδοι κ.ά.)
Στα σχολικά βοηθήματα παρουσιάζονται αυτοί οι πόλεμοι συνήθως ως ασκήσεις επί χάρτου, με αναφορά των στρατιωτικών κινήσεων και με περιγραφή των προσόντων των ηγετών της φιλικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Μία περιγραφή από χρονικογράφους της εποχής, όλοι χριστιανοί ιερωμένοι, είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα τέλη του έτους 929 συγκρούστηκε μια στρατιά Σαξόνων στην περιοχή δεξιά του κάτω Έλβα με επαναστατημένους Σλάβους. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, μάλλον καθ' υπερβολήν, από 120 μέχρι 200 χιλιάδες Βένδοι (Wenden) από τους σιδηρόφρακτους Σάξονες. Ο επίσκοπος Thiemar αναφέρει ότι «σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες και μόνο λίγοι διέφυγαν».
Ο μοναχός Widukind γράφει ότι «από τους πεζοπόρους βαρβάρους (εννοεί τους Σλάβους) δεν σώθηκε κανένας και από τους ιππείς μόνο λίγοι, ενώ στους πολεμιστές του θεού (εννοεί τους Σάξονες) επικρατούσε ευθυμία, επειδή πέτυχαν με τη βοήθεια του θεού μια περίφημη νίκη. Όλα τα μέλη των οικογενειών των Σλάβων σκλαβώθηκαν και διατέθηκαν ως δούλοι». Ανάλογες φρικαλεότητες γίνονταν, φυσικά, και σε περιπτώσεις που νικούσε η άλλη πλευρά, η οποία δεν δήλωσε όμως ποτέ ότι εκπροσωπεί τη «θρησκεία της αγάπης»!
Με τέτοιες και άλλες ανάλογες πολεμικές ενέργειες κράτησε ο εκχριστιανισμός και σταδιακός εκγερμανισμός των Σλάβων αρκετούς αιώνες - των Πρώσων που είναι επίσης σλαβικής προέλευσης, κράτησε μάλιστα μέχρι και το 17ο αιώνα. Η επιβολή του χριστιανισμού στους ιθαγενείς της Αμερικής από τους Ευρωπαίους επιδρομείς θα περιγραφεί σε αυτοτελές κείμενο και γι' αυτό δεν θα γίνει εδώ ιδιαίτερη αναφορά.
Λιγότερο ή καθόλου γνωστά είναι όμως τα γεγονότα κατά τις πολλαπλές προσπάθειες εκχριστιανισμού λαών της 'Απω Ανατολής, κυρίως των πολυπληθών λαών των Ινδιών, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία, αλλά και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δίνουν μια υποψία, τί πρέπει να συνέβη και στον ελληνικό χώρο περίπου 1-1,5 χιλιετία νωρίτερα και τί θα μπορούσε να είχε προκύψει, αν οι ελληνόφωνοι λαοί δεν ήταν εκείνη την εποχή υπόδουλοι στους Ρωμαίους αλλά διέθεταν μία δική τους ισχυρή εθνική ηγεσία. Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς η ηγεσία θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον παραδοσιακό πολιτισμό και τα έθιμα του λαού, απέναντι σ’ εκείνους που επέβαλαν κατά την εποχή της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης μία νέα θρησκεία (συνεχίζεται)
Η αποδοχή του χριστιανισμού υπήρξε σχετικά ειρηνική, μόνο εκεί που έγιναν συμφωνίες κορυφής και προσχώρησαν στη νέα θρησκεία οι ηγετικές ομάδες κάθε λαού (Πολωνία, Ρωσία). Αυτή η διαδικασία θεσμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση με τον κανόνα «cujus regio, ejus religio», που δηλώνει ότι εκείνος που ελέγχει μια περιοχή, προσδιορίζει και τη θρησκεία των κατοίκων της. Στις περιπτώσεις συμφωνημένης προσχώρησης, προσάρμοζαν σταδιακά τα ιερατεία των αντίστοιχων εθνικών θρησκειών τις ονομασίες των θεοτήτων, τις εθνικές μυθοπλασίες και τις παραδοσιακές ιεροτελεστίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες αφομοιώνονταν και ενσωματώνονταν στη νέα, χριστιανική πλέον πρακτική· εξ αυτού προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορες ιδιαιτερότητες στις αντιλήψεις, στα σύμβολα και στις ιεροτελεστίες των εκχριστιανιζόμενων λαών.
Για τους Έλληνες θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε άλλο κείμενο. Οι Σλάβοι και οι Ούγγροι εκχριστιανίστηκαν, όχι πάντα εύκολα και ειρηνικά, από τον 8ο αιώνα και μετά, οι δυτικοί Σλάβοι και οι Ούγγροι από το κράτος των Καρολιδών (Φράγκοι) και οι ανατολικοί Σλάβοι από τους Βυζαντινούς. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανατολικών και δυτικών χριστιανικών δυνάμεων με σλαβικούς λαούς αφενός απέβλεπαν στην απώθηση μετακινούμενων πληθυσμών ή στον έλεγχο εδαφών και στην είσπραξη φόρων υποτέλειας κλπ. και, αφετέρου, είχαν προσηλυτιστικούς και κατακτητικούς στόχους (Deschner: «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», Κάκτος). Πάντα, οι εκστρατείες γίνονταν μετά από συνεννόηση κράτους και εκκλησίας και στα (σχεδόν αποκλειστικά μισθοφορικά) στρατεύματα συμμετείχαν κληρικοί και δουλέμποροι, έτοιμοι να μεταφέρουν το «μήνυμα της αγάπης», σε όσους επιβίωναν από τις πολεμικές συγκρούσεις.
Οι Σάξονες που πεισματικά δεν αποδέχονταν στην αλλαγή από τον 8ο στον 9ο αιώνα (772-804), το φράγκικο κράτος και τη νέα θρησκεία, κατασφάγηκαν σε πολλές μάχες από τα στρατεύματα του Καρλομάγνου και προσχώρησαν στο χριστιανισμό ως ηττημένοι και κατακτημένοι. Αργότερα, 9ος-11ος αιώνας, πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι Σάξωνες με τους τρεις αυτοκράτορες Όθωνες και τον «'Αγιο» Ερίκο (Heinrich ΙΙ., «ένας, πριν απ' όλα, εκκλησιαστικός άνδρας») στον εκχριστιανισμό και την υποδούλωση των σλάβικων φύλων μεταξύ του Έλβα και του Όντερ (Σόρβοι, Βένδοι κ.ά.)
Στα σχολικά βοηθήματα παρουσιάζονται αυτοί οι πόλεμοι συνήθως ως ασκήσεις επί χάρτου, με αναφορά των στρατιωτικών κινήσεων και με περιγραφή των προσόντων των ηγετών της φιλικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Μία περιγραφή από χρονικογράφους της εποχής, όλοι χριστιανοί ιερωμένοι, είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα τέλη του έτους 929 συγκρούστηκε μια στρατιά Σαξόνων στην περιοχή δεξιά του κάτω Έλβα με επαναστατημένους Σλάβους. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, μάλλον καθ' υπερβολήν, από 120 μέχρι 200 χιλιάδες Βένδοι (Wenden) από τους σιδηρόφρακτους Σάξονες. Ο επίσκοπος Thiemar αναφέρει ότι «σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες και μόνο λίγοι διέφυγαν».
Ο μοναχός Widukind γράφει ότι «από τους πεζοπόρους βαρβάρους (εννοεί τους Σλάβους) δεν σώθηκε κανένας και από τους ιππείς μόνο λίγοι, ενώ στους πολεμιστές του θεού (εννοεί τους Σάξονες) επικρατούσε ευθυμία, επειδή πέτυχαν με τη βοήθεια του θεού μια περίφημη νίκη. Όλα τα μέλη των οικογενειών των Σλάβων σκλαβώθηκαν και διατέθηκαν ως δούλοι». Ανάλογες φρικαλεότητες γίνονταν, φυσικά, και σε περιπτώσεις που νικούσε η άλλη πλευρά, η οποία δεν δήλωσε όμως ποτέ ότι εκπροσωπεί τη «θρησκεία της αγάπης»!
Με τέτοιες και άλλες ανάλογες πολεμικές ενέργειες κράτησε ο εκχριστιανισμός και σταδιακός εκγερμανισμός των Σλάβων αρκετούς αιώνες - των Πρώσων που είναι επίσης σλαβικής προέλευσης, κράτησε μάλιστα μέχρι και το 17ο αιώνα. Η επιβολή του χριστιανισμού στους ιθαγενείς της Αμερικής από τους Ευρωπαίους επιδρομείς θα περιγραφεί σε αυτοτελές κείμενο και γι' αυτό δεν θα γίνει εδώ ιδιαίτερη αναφορά.
Λιγότερο ή καθόλου γνωστά είναι όμως τα γεγονότα κατά τις πολλαπλές προσπάθειες εκχριστιανισμού λαών της 'Απω Ανατολής, κυρίως των πολυπληθών λαών των Ινδιών, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία, αλλά και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δίνουν μια υποψία, τί πρέπει να συνέβη και στον ελληνικό χώρο περίπου 1-1,5 χιλιετία νωρίτερα και τί θα μπορούσε να είχε προκύψει, αν οι ελληνόφωνοι λαοί δεν ήταν εκείνη την εποχή υπόδουλοι στους Ρωμαίους αλλά διέθεταν μία δική τους ισχυρή εθνική ηγεσία. Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς η ηγεσία θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον παραδοσιακό πολιτισμό και τα έθιμα του λαού, απέναντι σ’ εκείνους που επέβαλαν κατά την εποχή της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης μία νέα θρησκεία (συνεχίζεται)
(δεκτό κάθε διορθωτικό, βελτιωτικό, απορριπτικό κλπ. σχόλιο)
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)