01 September 2022

Προσπέρασμα για τον άλλο κόσμο

 Συζητιέται αυτές τις μέρες ένα επεισόδιο μεταξύ 2-3 κουτσαβάκηδων στην Κρήτη και μιας οικογένειας αλλοδαπών τουριστών που παρά λίγο να είχε τραγικά αποτελέσματα, επειδή έγινε μια -σωστή ή λάθος- προσπέραση. Θυμήθηκα λοιπόν με αυτή την αφορμή ένα περιστατικό που ζήσαμε μερικοί συμφοιτητές από το Darmstadt όπου σπουδάζαμε, σε μια διαδρομή κατά μήκος του Ρήνου, το οποίο είχε συναφές αίτιο.

Είχαμε πάει 5 συμφοιτητές με ένα Φιατάκι (Fiat Neckar) του Λευτέρη Μ. (δεν γράφω το επώνυμο, αν και ο ίδιος είναι πλέον ουσιαστικά απών με άνοια), επίσκεψη στο Düsseldorf που απέχει περίπου 250 χλμ. από την πόλη μας. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς το λόγο, μάλλον για να επισκεφτούμε κάποια τεχνολογική έκθεση.

Τριγυρίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε και το απόγευμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κάποια στιγμή, κοντά στην Lorelei και πάνω στην ομοσπονδιακή οδό (Bundesstraße) που ελίσσεται δίπλα στο Ρήνο, μας προσπέρασε με μεγάλη ταχύτητα μία νταλίκα, ένα θηριώδες φορτηγό με δεύτερη καρότσα πίσω (ρυμούλκα, Anhänger). Και οι 2 καρότσες του ήταν άδειες, γι' αυτό τρανταζόταν υπερβολικά σε κάθε ανωμαλία της ασφάλτου, πέταγε σκόνη και έκανε μεγάλο θόρυβο. Όταν μας προσπέρασε, είδαμε ότι η άδεια ρυμούλκα έκανε ταλαντώσεις δεξιά-αριστερά, ίσως σαράντα εκατοστά κάθε φορά, αλλά αρκετά επικίνδυνο για τυχόν διπλανά αμάξια.


Εκεί που σχολιάζαμε την επικίνδυνη οδήγηση και τον κίνδυνο που προκαλεί ένα τέτοιο φορτηγό, φωνάζει ο οδηγός μας Λευτέρης, «Δεν επιτρέπω να προσπερνάει την αμαξάρα μου ένα τέτοιο φορτηγό...», βάζει τέταρτη ταχύτητα και πατάει το γκάζι μέχρι το έδαφος...

Πριν προλάβουμε εμείς να τον αποτρέψουμε, είχε ήδη πλησιάσει το Φιατάκι στο φορτηγό και ετοιμαζόταν να το προσπεράσει, με μηδενικές εφεδρείες κινητήρα βέβαια. «Τι κάνεις ρε Λευτέρη, σταμάτα ρε, τι σε νοιάζει που σε προσπέρασε, άστον να φύγει τον βλάκα κ.ο.κ.», αρχίσαμε να φωνάζουμε όλοι μαζί.

Ο Λευτέρης δεν άκουγε τίποτα, συνέχισε να τρέχει και να απειλεί, το Φιατάκι να ουρλιάζει, μέχρι που έφτασε στο ύψος του τελευταίου άξονα της ρυμούλκας και πλησίαζε αργά τον πρώτο άξονα. Όπως καθόμουν στην πίσω αριστερή θέση, γύρισα να κοιτάξω και είδα τον πίσω αριστερό τροχό της νταλίκας που έφτανε περίπου στον ουρανό του δικού μας αμαξιού.

Ακριβώς δίπλα στο τζάμι, δεξιά πίσω, καθόταν ο (μακαρίτης) συμφοιτητής Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο οποίος ούρλιαζε, έχω ακόμα τη φωνή του στο αυτί μου, «Κάνε πίσω ρε Λευτέρη, εδώ δίπλα είναι η ρόδα του, σταμάτα θα σκοτωθούμε...» Και ο τροχός συνέχιζε να πλησιάζει και να απομακρύνεται από το τζάμι, αφού η ρυμούλκα έκανε εγκάρσιες ταλαντώσεις.

Ο Λευτέρης αγέρωχος, είχε αγκαλιάσει το τιμόνι και με το πόδι στο γκάζι να φωνάζει, «Θα του δείξω εγώ...» Πάνω εκεί κατάλαβε ο οδηγός της νταλίκας ότι ένας «μικρός» τον ανταγωνίζεται, οπότε επιταχύνει κι αυτός. Υποθέτω ότι θα γέλαγε σαρδόνια μέσα στο κουβούκλιο και στην ασφάλειά του.

Θα κράτησε κάποια δευτερόλεπτα αυτό, τα οποία εγώ εισέπραξα σαν αιώνες. Κάποια στιγμή φάνηκε από απέναντι να έρχεται αντίθετα ένα δεύτερο ίδιο φορτηγό. Δεν υπήρχε εκεί περιθώριο λοξοδρόμησης, είτε θα συντριβείς ανάμεσα στις δύο νταλίκες, είτε θα πέσεις στο Ρήνο.

Εκεί κατάλαβε, ευτυχώς, ο Λευτέρης ότι δεν έχει διέξοδο και άφησε το γκάζι, πατώντας μαλακά το φρένο, οπότε άρχισε να χάνει δρόμο το αμάξι μας. Τη στιγμή που έμεινε το Φιατάκι πίσω και μπήκε στο κενό, πέρασε η αντίθετη νταλίκα με θόρυβο δίπλα μας, καταλάβαμε το ωστικό κύμα του αέρα που μας ταρακούνησε.

Τσουλήσαμε 1-2 χιλιόμετρα ακόμα με πλήρη σιωπή των εξουθενωμένων συνεπιβατών και τις επιτιμητικές κραυγές του επιπόλαιου οδηγού μας: «Άντε ρε χεσμένοι, θα σας πάω στην τουαλέτα να ξελαφρώστε...» Ποιος του έδινε σημασία πλέον, καλύτερα χεσμένος, παρά νεκρός στα νερά του Ρήνου, μέσα σε άμορφη μάζα σιδερικών. Αυτά που βλέπουμε συχνά στους δρόμους!

Σταμάτησε ο Λευτέρης στο πρώτο αναψυκτήριο (Raststätte) και κατεβήκαμε από το Φιατάκι ξεφυσώντας. Δεν δώσαμε πια σημασία στα λόγια και τις δικαιολογίες τού φανφαρόνου. Ζητήσαμε μόνο πληροφορίες από διερχόμενους χωρικούς για τον επόμενο σταθμό του υπεραστικού τραίνου (DB) προς το Darmstadt.

Σκεφτόμουν τότε και το σκέφτομαι ακόμα σήμερα, φεύγεις στο εξωτερικό ή σε άλλη πόλη για σπουδές και έρχεται ένα μήνυμα στους γονείς σου, «Ο γιος/η κόρη σας έπεσε με αμάξι στο ποτάμι, ελάτε να τον μαζέψετε». Όχι ότι δεν έχουν γίνει πολλά τέτοια, αλλά αυτό το παρ' ολίγον που έζησα εγώ, μου προκαλεί ακόμα ρίγη τρόμου!