29 July 2020

Δυο-δυο…

Όπως γνωρίζουν όλοι που έμειναν μακριά από τα σπίτια τους στα χρόνια των σπουδών, ιδίως για τα αγόρια υπήρχε μια δυσκολία  προσαρμογής στη ζωή του εργένη. Στο σπίτι του Στέφανου φρόντιζαν η μαμά, η γιαγιά, κάποιες θείες για όλα που απαιτούνταν και ξαφνικά έπρεπε ο γιος να κάνει μόνος του όλα αυτά που δεν έβλεπε ή δεν καταλάβαινε πώς γίνονται.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν σπουδάζει ο νέος στο εξωτερικό, όπου φορτώνονται κι άλλα προβλήματα, διαφορετικά φαγητά, διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις κ.ο.κ. 

Στα δύο χρόνια σπουδών και συγκατοίκησης του Στέφανου με άλλους δύο φίλους και συμφοιτητές πήγαιναν όλα μια χαρά, μέχρι που παρουσιάστηκαν κάποια προβλήματα, ίδια περίπου και στους τρεις και γι’ αυτό πήγαν μαζί σε ένα γειτονικό φαρμακείο να πάρουν βοήθεια. Είχαν πρηστεί τα ούλα τους, παρότι δεν παραμελούσαν ποτέ την καθαριότητα των δοντιών με βούρτσα και οδοντόκρεμα.

Κοιτάζει ο φαρμακοποιός τους νεαρούς πάσχοντες στο στόμα, ρωτάει έκπληκτος, από πού ήρθατε, ναυτικοί είστε; «Όχι καλέ», λένε αυτοί, «εδώ δίπλα μένουμε, φοιτητές είμαστε.» Δεν το πιστεύω, λέει ο φαρμακοποιός, αυτά είναι αρχικά δείγματα σκορβούτου που πάθαιναν παλιά οι ναυτικοί με κακή διατροφή. Διευκρινίστηκε ότι οι τρεις ήξεραν τη θάλασσα μόνο από το κολύμπι, οπότε ο φαρμακοποιός ανέσυρε από τη μνήμη του παλιές ιστορίες που είχε ακούσει ή διαβάσει, «Αυτό που έχετε οφείλεται στην έλλειψη βιταμίνης C!»

Τους καθησύχασε όμως ο ειδικός ότι, «είστε σε αρχικό στάδιο και δεν υπάρχει φόβος να χάσετε τα δόντια σας. Θα παίρνετε 2 φορές την ημέρα αυτά τα χάπια, και μετά από ένα μήνα θα ξανάρθετε». Σκύβει δε αμέσως πάνω από τον πάγκο του φαρμακείου και λέει με συνωμοτικό ύφος στους τρεις, ψιθυριστά όπως στις ταινίες: «Αν θέλετε,  βέβαια, να έχετε  μακροπρόθεσμα επιτυχία, φροντίστε να βρείτε από μια φιλενάδα που ξέρει να μαγειρεύει...». Και απομακρύνθηκε από τον πάγκο για να τοποθετήσει τα παραπανίσια φάρμακα στα ράφια.

Για κοίτα να δεις, αντάλλαξαν οι τρεις απόψεις έξω από το φαρμακείο, εκείνες οι ταπεινές πρασινάδες που περιφρονούσαμε είχαν τη σημασία τους… Η συζήτηση πέρασε βέβαια αμέσως στις φιλενάδες που έπρεπε να αγκαζάρουν. Όχι ότι δεν το είχαν σκεφτεί και δεν είχαν καταφέρει κατά καιρούς διάφορα, αλλά τις έβλεπαν και τις επέλεγαν μέχρι τώρα με τελείως διαφορετικά κριτήρια και με διαφορετικό πνεύμα…

οοο

Πέρασαν έτσι κάποιοι μήνες, τα συμπτώματα του σκορβούτου είχαν υποχωρήσει και η αναζήτηση φιλενάδων με στόχο το μαγείρεμα και την υγιεινή διατροφή –εννοείται–  είχε ευδοκιμήσει. Ο Στέφανος τα έφτιαξε με μια συμφοιτήτρια και συμπατριώτισσα, τη Λίτσα, η οποία έμενε στην ίδια γειτονιά σχεδόν. Έτρωγαν μαζί, διάβαζαν μαζί, όποτε χρειαζόταν, κάλυπταν και άλλες απαραίτητες ανάγκες, όπως το μπάνιο, όπου πλενόντουσαν και γαργαλιόντουσαν μαζί, «Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο, δυο δυο...». 

Η Λίτσα ήταν υπενοικιάστρια ενός δωματίου στο διαμέρισμα μιας χήρας, στον τέταρτο όροφο ενός κτιρίου κατοικιών. Είχε δικαίωμα χρήσης του μπάνιου και της κουζίνας. Μειονέκτημα ήταν ότι έπρεπε να ανέβεις και κατέβεις τέσσερις ορόφους στην ξύλινη σκάλα, αλλά τα νέα παιδιά δεν είχαν πρόβλημα, η χήρα η φουκαριάρα, Frau Gundlach, ανέβαινε έναν έναν τους ορόφους με θόρυβο και ασθμαίνοντας. Έπινε και λιγάκι τα βράδια, οπότε μερικές φορές που επέστρεφε σπίτι -όχι πολύ αργά-, φώναζε τη Λίτσα να την βοηθήσει για να ανέβουν μαζί. Της είχε ηθική υποχρέωση λοιπόν της υπενοικιάστριας.


Πέρναγαν έτσι ευχάριστα εβδομάδες και μήνες. Κάθε Τετάρτη, βρέξει-χιονίσει, η χήρα έκανε τακτική επίσκεψη σε μια συγγενή και οι δύο ερωτευμένοι έκαναν μακροβούτι στη μπανιέρα. Μέχρι που μια μέρα, εκεί που ακουγόταν μέχρι έξω το τραγούδι τους «Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο…», φωνάζει η Λίτσα που άκουγε μέχρι και το πάτημα της γάτας: «Σουτ… έρχεται η Gundlach...»

Δεν είχε απαγορέψει ρητά η γριά τις επισκέψεις ανδρών στο δωμάτιο της Λίτσας... αλλά όχι και στην μπανιέρα μας, τι το κάναμε εδώ δεσποινίς μου, έχουμε και μια ηθική, τέλος πάντων, πέρα από κάποια ζήλεια που είναι αυτονόητη με την ηλικία. Αυτά ήταν όμως φιλοσοφίες, τι κάνουμε τώρα, αν θελήσει να μπει στο μπάνιο η χήρα, λογικό θα είναι, και σε βρει μπροστά της; Ναι, τι κάνουμε; Ο Στέφανος έπρεπε να καταστρώσει επιτελικό σχέδιο, είχε να αντιμετωπίσει την επιδρομή βαρβάρων και έπρεπε να γλιτώσει από τον κίνδυνο να επιστρέψει σπίτι του γυμνός και με σαπουνάδες – που λέει ο λόγος.

Σκέφτηκε γρήγορα μια λύση και την είπε στη Λίτσα: «Αν με βρει εδώ η Gundlach και σου κάνει παρατήρηση, της λες με αυστηρό ύφος, “Με γεια σου και χαρά σου, κυρία μου, ξεχνάω ότι σε κουβάλησα τόσες φορές μεθυσμένη τέσσερις ορόφους, θα μαζέψω τα πράγματά μου και σε 2-3 ημέρες εγκαταλείπω το ανάκτορό σου. Βρες καλύτερο ενοικιαστή τότε...”. Αν σου πει, βέβαια, καλά δεν είπαμε κι έτσι, μην πάμε στα άκρα για ασήμαντο λόγο, την συγχωρείς μεγαλόψυχα και παίρνεις πίσω την απειλή σου, οπότε έχεις εξασφαλίσει όμως και το δικαίωμα των δικών μου επισκέψεων μετά χρήσης μπάνιου».

Η Λίτσα συμφώνησε αμέσως, έριξε ένα μπουρνούζι επάνω της και ήταν έτοιμη να βγει στο κλιμακοστάσιο και  να βροντοφωνάξει στην ασθμαίνουσα χήρα την απόφασή της: «Παράτα με μέ το δωμάτιό σου κυρά μου!», αλλά η χήρα ήταν ακόμα στον τρίτο όροφο, ούτε που υποπτευόταν τι σχέδια είχαν σφυρηλατηθεί στο μπάνιο του διαμερίσματός της. «Περίμενε, μην βγαίνεις από το μπάνιο μέχρι να υπάρχει σοβαρός λόγος», της λέει ο Στέφανος, πιο μεθοδικός στην εκτέλεση του σχεδίου. Τσουκ τσουκ ένα-ένα τα σκαλοπάτια, σε λίγο ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα της εισόδου, η Λίτσα ήταν στημένη, με το μπουρνούζι πάνω της, πίσω από την πόρτα του μπάνιου, ο Στέφανος έτοιμος να βουτήξει στο αφρόλουτρο κρατώντας την αναπνοή του, για 2-3-4 ώρες, ποιος ξέρει τι θα απαιτούσαν οι συνθήκες του αγώνα…

Φωνάζει η Λίτσα: «Εσείς είστε κ. Gundlach; Είμαι στο μπάνιο…» Ναι, απαντάει αυτή, «Ξέχασα να πάρω μαζί το γλυκό που ετοίμασα και θα πήγαινα με άδεια χέρια. Κατέβηκα από το τραμ και γύρισα πίσω». Και συνεχίζει, «Φεύγω αμέσως, βλέπω ότι έχετε επίσκεψη!» Αμηχανία στο ακροατήριο, από πού ήξερε η πονηρά γραία ότι υπάρχει επισκέπτης στο σπίτι; Μουρμούρισε η Λίτσα κάτι ακαταλαβίστικο, κάτι σαν: «Γιατί το λέτε αυτό, τι βλέπετε;» Και λέει η χήρα: «Μα κρέμεται εδώ το παλτό του φίλου σας δεσποινίς Λίτσα…»