του Σ.Φρ.
Στο Ζούμπερι Αττικής είχαμε σε ένα κτήμα από το 1950 περίπου ένα παλιό και πολύ μεγάλο πεύκο, όλη η περιοχή ονομαζόταν εξ αυτού "το Πεύκο". Χρειάζονταν 2-3 παιδιά για να το αγκαλιάσουμε! Ήταν ιδανικός χώρος για μας τα παιδιά, από τη δεκαετία του '50, γιατί από κάτω δεν φύτρωνε τίποτα και μπορούσαμε να κάνουμε παιχνίδια που απαιτούσαν χώρο. Πολλά από τα γειτονόπουλα εκείνης της εποχής, 10-15 άτομα, είναι τώρα στα κοινωνικά δίκτυα και συζητάμε ακόμα.
Παρέα κάτω από το πεύκο |
Κάποτε στη δεκαετία του '80 πήρε ο πατέρας μας ειδοποίηση από τη ΔΕΗ, κοντά 90 ετών πλέον, να κόψει το πεύκο για να μην φτάσουν τα κλαδιά στα σύρματα του ηλεκτρισμού. Εγώ έλειπα στο εξωτερικό και τα μάθαινα απλοποιημένα. Επί πολλά χρόνια, κλάδεψε από δω, κλάδεψε από κει, είχε αποδεκατιστεί πλέον το δέντρο και κινδύνευε να προκαλέσει ζημιά πέφτοντας.
Αναγκάστηκε έτσι να το κόψει, αλλά δεν έβλεπε πλέον καλά και δεν άκουγε καθόλου. Εξηγούσε λοιπόν σε έναν αδελφό μου την τεχνική που είχε σκεφτεί για την καθαίρεση του πεύκου, όταν ο αδελφός τού έλεγε ότι δεν μπορείς να το ρίξεις το πεύκο, ρε πατέρα, θα πέσει και θα σε πλακώσει: «Θα σκάψω ένα χαντάκι γύρω γύρω στον κορμό και όπου βρίσκω ρίζες θα τις κόβω». Μα δεν γίνεται, του απαντούσε ο αδελφός μου, οι περισσότερες ρίζες είναι προς τα κάτω. Χμμμ, σωστό κι' αυτό! Μετά ερχόταν νέο σχέδιο: «Θα πριονίσω τον κορμό και θα τον δέσω με ένα σκοινί για να τον τραβήξω. Μόλις το δω να πέφτει, θα το βάλω στα πόδια. «Μα δεν βλέπεις βρε πατέρα και το πεύκο πέφτει πιο γρήγορα από όσο θα τρέξεις εσύ», διαφωνούσε ο αδελφός μου. Χαμογελούσε ο πατέρας μας: «Θα το ακούσω βρε που θα σπάει το ξύλο.» Πώς θα το ακούσεις αφού δεν ακούς... «Ε, τόσο λίγο ακούω.» Οργάνωνε δηλαδή μελετημένη αυτοκτονία ο πατέρας μας!
Την ημέρα που είχε κανονιστεί να πέσει το πεύκο, έφερε ο αδελφός μου από τη γειτονική Νέα Μάκρη 3-4 εργάτες, οι οποίοι προετοίμασαν τη δουλειά. Ο πατέρας μας δεν τους έβλεπε καλά, νόμιζε ότι είναι περαστικοί γείτονες που κοίταζαν από περιέργεια και ανέλαβε να τους εξηγεί ο ίδιος τι θα κάνει. Οι εργάτες ήταν δασκαλεμένοι και συμφωνούσαν σε όλα με όσα άκουγαν.
Έκοψαν λοιπόν με το μεγάλο αλυσοπρίονο σε κάποιο βάθος τον κορμό και μετά άρχισαν να τραβάνε σκοινιά που είχαν δεθεί στα χοντρά παρακλάδια, όλοι μαζί. «Τράβα μαστρο-Γιώργη» φώναζαν στον πατέρα μας, τράβαγε κι αυτός... Στο τέλος έπεσε το πεύκο. Ο αδελφός μου πλήρωσε τους εργάτες, πήραν αυτοί και κάποια ξύλα από τον κορμό που έπεσε και τους αποχαιρέτησε, οπότε του λέει ο πατέρας μας: «Είδες που το έριξα; Αλλά βοήθησαν και οι γείτονες!»