του Σ.Φρ.
Ένας επαγγελματικός συνάδελφος και φίλος, Λευτέρης Κ.,
μού διηγήθηκε πρόσφατα την εξής ιστορία. Την εποχή που σπούδαζε (τέλη δεκαετίας
του ’70) δηλώθηκε για ένα πρόγραμμα ανταλλαγών με εκπαιδευτικά ιδρύματα του
εξωτερικού. Του όρισαν ένα Πολυτεχνείο στη Γερμανία, απ’ όπου είχε δηλωθεί επίσης
και μια πολύ εμφανίσιμη Γερμανίδα φοιτήτρια, ίδιας περίπου ηλικίας και
επιστημονικής κατεύθυνσης.
Πήγε λοιπόν ο Λευτέρης μετά από τις απαραίτητες συνεννοήσεις
στην πόλη υποδοχής, συναντήθηκε με τη συνάδελφο και, μετά από σύντομες
συζητήσεις «αξιολόγησης», του ανακοίνωσε αυτή ότι ο επισκέπτης θα μένει στο σπίτι της. Ωραίο
και έξυπνο παλικάρι ο Λευτέρης, εντυπωσίασε προφανώς την καλλίπυγο φοιτήτρια
και σκέφτηκε να επεκτείνει την εκπαιδευτική και επιστημονική ανταλλαγή απόψεων
στο δωμάτιό της.
Στο σπίτι της Γερμανίδας που πήγαν, συνάντησε ο
Λευτέρης μια ακόμα πιο εντυπωσιακή κατάσταση. Ο πατέρας της νεαρής ήταν
διαχυτικός, τον υποδέχτηκε με αγκαλιές και ανέκδοτα, του συνέστησε ιδιαιτέρως και
χαμηλόφωνα να μην ξαπλώσει με την κόρη του στο ξύλινο κρεβάτι που θα μπορούσε
να σπάσει αλλά στο μεταλλικό που είναι πιο ανθεκτικό και, για εισαγωγή, τον
κάλεσε στο τραπέζι να πιουν μερικά σναπς, τρώγοντας και τους απαραίτητους
μεζέδες που έφτιαχνε η σύζυγος.
Μετά από 2-3 ποτηράκια άναψε το κέφι, είπαν ανέκδοτα
και αστείες ιστορίες από τη φοιτητική ζωή και κάπου εκεί σοβάρεψε ο πατέρας.
«Ξέρεις, Λευτέρη», του είπε. «Στον πόλεμο βρέθηκα στην Ελλάδα, στην
Πελοπόννησο. Εκεί πέρασα τη χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Υπάρχει ένα χωριό
Ίναχος στο Άργος…» Παραξενεύτηκε ο Λευτέρης, «Τι λες τώρα, από κει κατάγεται ο
πατέρας μου.» Γούρλωσε τα μάτια ο Γερμανός, «Αλήθεια λες; Μήπως με
κοροϊδεύεις;» Τα χρειάστηκε ο Λευτέρης, «Όχι βρε φίλε, πού ξέρω εγώ τι έκανες
στον πόλεμο, ο πατέρας μου είναι από κει και μάλιστα υπάρχει και ένας ποταμός
Ίναχος που περνάει κοντά στο χωριό.»
Κοιτάει αναστατωμένος ο Γερμανός και φωνάζει: «Ακριβώς
κάτω από τη γέφυρα στον Ίναχο είχα κρυφτεί, όταν με καταδίωκαν αντάρτες. Ήμασταν
τέσσερις φαντάροι, είχαν σκοτώσει τους τρεις συναδέλφους μου κι εγώ ξέφυγα, το
έβαλα στα πόδια και κρύφτηκα κάτω από τη γέφυρα, μέχρι που με ανακάλυψαν και
αρχίσαμε να πυροβολιόμαστε. Ευτυχώς είχα αρκετά πυρομαχικά μαζί μου και κράτησα
τους αντάρτες σε απόσταση, οπότε με το σούρουπο κατάφερα να ξεγλιστρήσω και να διαφύγω
στο σκοτάδι. Κοίτα σύμπτωση, τώρα, μετά από 40 χρόνια, συναντάω τυχαία κάποιον
από εκείνο το χωριό.»
Ξαναγέμισε τα ποτήρια ο Γερμανός, που δεν είχε πλέον
μετά τον πόλεμο καμία σχέση με το στρατό και έδειχνε συγκινημένος από την
επαναφορά στη μνήμη του των εικόνων του μακελειού που είχε εξελιχθεί στην
Κατοχή. Είπε ακόμα διάφορες λεπτομέρειες για την περιοχή, τη γέφυρα και τον
ποταμό που κατέβαζε πηχτή λάσπη και άλλα σχετικά. Η σύζυγος και η κόρη πίεζαν
να σταματήσουν αυτές τις παλιές ιστορίες, «Όλο αυτά διηγείται», λέγανε στον
Λευτέρη, περίπου σαν συγγνώμη, αλλά ο Γερμανός ήταν αλλού με το μυαλό του, θα
άκουγε σίγουρα ακόμα τα όπλα και τις φωνές κάτω από τη γέφυρα του Ίναχου…
Ο Λευτέρης έμεινε εκστασιασμένος από την απίθανη
σύμπτωση, ήξερε από τον πατέρα του για τέτοια επεισόδια που συνέβησαν στο χωριό
του, αλλά δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα άκουγε μια περιγραφή κι από την αντίπαλη
πλευρά. Σηκώνεται και λέει στην οικογένεια ότι θα πάρει στο τηλέφωνο τον πατέρα
του να του πει ότι έφτασε καλά και τον υποδέχθηκαν με χαρά, αλλά και για την
ιστορία που μόλις του διηγήθηκε ο φίλος οικοδεσπότης. Του φέρανε το σταθερό
τηλέφωνο, κινητά δεν υπήρχαν τότε, παίρνει σπίτι του στην Αθήνα και λέει στον
πατέρα του τα καθέκαστα. Στην αρχή ο πατέρας του Λευτέρη έμεινε σιωπηλός, δεν
έλεγε τίποτα. Σίγουρα έφερνε στο μυαλό του τα περιστατικά, όπως έκανε προ
ολίγου και ο Γερμανός. Ξαφνικά φωνάζει από την Αθήνα στο γιο του: «Σκότωσέ τον!
Σκότωσέ τον! Είναι ο μπινές που τον ψάχναμε επί ώρες και μας ξέφυγε. Γλίτωσε
τότε αλλά δεν πρέπει να γλιτώσει τώρα!»
Τα χρειάστηκε ο Λευτέρης, «Τι λες ρε πατέρα, ήρθα
επίσκεψη σε ένα σπίτι και θα σκοτώσω τον οικοδεσπότη; και να ήθελα να το κάνω, θα γινόμασταν περίγελος σ’
όλη την ανθρωπότητα. Θα το κάνουμε σαν τον Ελληνάρα που δάρθηκε με έναν Πέρση
για να εκδικηθεί τη μάχη του Μαραθώνα…» Ο πατέρας του Λευτέρη μουρμούρισε κάτι
ακαταλαβίστικο, είχε ηρεμήσει εντωμεταξύ, δεν επέμενε να εκτελέσει ο γιος του τον
οικοδεσπότη και άρχισε να μεμψιμοιρεί, «Τι τραβήξαμε τότε στην Κατοχή…», όπως
έκαναν όλοι όσοι έζησαν εκείνη τη φοβερή εποχή.
Κλείνει ο Λευτέρης το τηλέφωνο, λέει στον οικοδεσπότη
πόσο χάρηκε ο πατέρας του που τον υποδέχτηκαν τόσο καλά, τον ευχαριστεί και του
στέλνει χαιρετισμούς, αφού ξέρει τόσο καλά την περιοχή του Άργους. Τις επόμενες ώρες και ημέρες αφοσιώθηκε ο Λευτέρης στις επιστημονικές γνώσεις της θυγατέρας και δεν ξανάγινε στο σπίτι συζήτηση για τις επιχειρήσεις του πολέμου.
Όταν μετά από λίγες μέρες αναχώρησε ο Λευτέρης από
το σπίτι των γονέων της συναδέλφου του και αφού είπαν τις συνήθεις ευχαριστίες,
ζήτησε ο Γερμανός να συνεννοηθούν, να ενημερωθεί και ο πατέρας τού Λευτέρη και
να πάνε όλοι μαζί σ’ εκείνα τα μέρη που πολέμησαν. Τον απέτρεψε ευγενικά ο
Λευτέρης, «Να έρθετε όποτε θέλετε, αλλά έχουν αλλάξει όλα, έφτιαξαν φαρδείς
δρόμους, έχτισαν εργοστάσια και έχει ανασκαφτεί όλη η περιοχή πλέον. Ούτε ο
πατέρας μου που γεννήθηκε εκεί αναγνωρίζει πια τα μέρη που μεγάλωσε. Με τα έργα
υποδομής εξαφανίζεται η ιστορική μνήμη – και ευτυχώς καμιά φορά…»
Ο Γερμανός μάλλον δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και οι
γυναίκες ούτε που ενδιαφέρθηκαν, πρόσεχαν να αποχαιρετήσουν με όλους τους τύπους
τον εκλεκτό επισκέπτη που συνεργάστηκε επιστημονικά με τη θυγατέρα. Έφυγε ο
Λευτέρης και σκέφτηκε ότι γλίτωσε παρά κάτι από την αναβίωση των εχθροπραξιών
που θα μπορούσε να προκαλέσει μια συνάντηση των παλιών αντιπάλων μαχητών…