της Ντίνας Σ.
Γνωρίστηκα με ένα
συνάδελφο μουσικό, εγώ τότε στα 35 μου, περί τα 38 αυτός. Πρώτο φλάουτο στη
συμφωνική ορχήστρα εγώ, όμποε αυτός, δεξιά δίπλα μου. Παίζαμε στις πρόβες και
στις συναυλίες μαζί, συνεννοούμασταν για κάποια δύσκολα σημεία, κάναμε και
ιδιαίτερες πρόβες για να συντονιστούμε, όπως και με τα άλλα όργανα εξ άλλου, δεν
ήθελε και πολύ να φτάσουμε και σε προσωπικές αισθηματικές προσεγγίσεις.
Εγώ είχα βγει πρόσφατα
από μια περίεργη σχέση και ήθελα ερωτική ηρεμία, αυτός δεν κατάλαβα ακριβώς πού
βρισκόταν ερωτικά, ούτε και θα τον ρωτούσα, αν δεν έπαιρνε πρωτοβουλία να μου το
πει ο ίδιος. Μετά από μερικά χάδια και πεταχτά φιλάκια, λίγες εβδομάδες μετά τη
στενότερη γνωριμία μας αποφασίσαμε να πάμε σε κοντινό ξενοδοχείο μετά την
πρόβα. Πήγαμε με το αμάξι μου, ανεβήκαμε στο δωμάτιο, βγήκαμε από το ντους και
πέσαμε στο κρεβάτι.
Θα είχαν περάσει 3-4
λεπτά με προκαταρκτικά φιλιά και χάδια, όταν μπήκε μέσα μου και άρχισε να
τρέχει υπέροχα ο ερωτικός χρόνος. Εγώ έμενα μάλλον ήρεμη και απολάμβανα την
ηδονή με κλειστά μάτια, πρέπει να μουρμούριζα και κάποια μελωδία.
Ξαφνικά, χρααατς τρώω ένα
χαστούκι! Σεισμός, πετάγομαι επάνω, κοιτάω γύρω μου, τον ρωτάω τι έγινε, τι
έπαθες, γιατί με κατέβασες μ’ αυτό τον βίαιο τρόπο από τον έβδομο ουρανό;
Γέλαγε περίεργα αυτός, «Μου άρεσες έτσι που ηδονιζόσουν, χαμογελούσες και
μουρμούριζες», μου απαντάει…
Στην αρχή φοβήθηκα, σκέφτηκα
προς στιγμή μήπως έπεσα σε κανένα βίαιο ανώμαλο, αλλά δεν μου φαινόταν έτσι. Τον
ήξερα τόσο καιρό κι από τη δουλειά, δεν γυάλιζε το μάτι του που λέμε. Του λέω,
μην το ξανακάνεις αυτό μαζί μου! Αν το έχεις συνηθίσει με άλλες, με μένα δεν
ισχύει, δεν θέλω οτιδήποτε βίαιο, μόνο χάδια και φιλιά θέλω. Μου ζήτησε
συγγνώμη, «Καλά δεν θα ξαναγίνει, έλα να συνεχίσουμε.»
Πιάσαμε πάλι το
μαγκανοπήγαδο από την αρχή, είναι αδύνατον να κουμπώσεις βέβαια στην
προηγούμενη χρονική στιγμή που διέκοψες. Εγώ είχα κάποια επιφύλαξη, μου αρέσει μεν
να κλείνω τα μάτια όταν ηδονίζομαι, αλλά τώρα παρακολουθούσα με ένα μισάνοιχτο
μάτι, μήπως συμβεί κάτι απρόβλεπτο. Πάνω εκεί, χωρίς να αντιληφθώ πώς κινήθηκε,
χρααατς, τρώω πάλι ένα χαστούκι.
«Είσαι με τα καλά σου
παιδάκι μου» του λέω, αφού τον έσπρωξα από πάνω μου. «Τι είπαμε μόλις πριν, τι
μου απάντησες;» «Μου ήρθε αυθόρμητα έτσι που σε κοίταζα», μου λέει αυτός.
Σηκώνομαι, φοράω στα γρήγορα το κοντό παντελονάκι και τη μπλούζα μου, ρίχνω
στην τσάντα τα εσώρουχά μου και βγαίνω από το δωμάτιο. «Καλά, πώς κάνεις έτσι,
πρωτάρα είσαι;» μου έλεγε την ώρα που κατάλαβε ότι του έδωσα απολυτήριο (tyn) και φεύγω οριστικά. Πάω κάτω, λέω
στην Reception
θα σας πληρώσει ο κύριος που έρχεται. Η υπάλληλος εκεί κατάλαβε ότι ήμουν αναστατωμένη, «Σας συνέβη
τίποτα;» με ρωτάει. Δεν απάντησα και πήγα στο αμάξι…
Προσπάθησε αυτός να με
πάρει τηλέφωνο, έστειλε και sms, μπλόκαρα το νούμερό του και ήταν
πια βέβαιο ότι δεν επρόκειτο να ξαναμιλήσω μαζί του έξω από τη δουλειά.
Στην επόμενη πρόβα δεν
ήρθε αυτός, λέω μετά στο διευθυντή «Αν είναι δυνατόν να αλλάξω θέση με το
δεύτερο φλάουτο, γιατί με αποσυντονίζουν τα όμποε.» Κάτι ψυλλιάστηκε ο μαέστρος,
αλλά δεν ρώτησε. Ήμουν, βλέπεις, αρκετά έμπειρη για να με αποσυντονίσουν τα
γειτονικά όργανα.
Στη μεθεπόμενη πρόβα ήρθε
ο χαστουκιστής, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, πήγε να καθίσει δίπλα μου, του εξήγησε
όμως η συνάδελφος που έπαιζε το δεύτερο φλάουτο, ότι θα μείνει στην παλιά θέση
του και θα βρίσκονται πλέον οι δυο τους δίπλα-δίπλα.
Πέρασαν αρκετοί μήνες, έγιναν
πολλές πρόβες και συναυλίες, έκανε κάποιες προσπάθειες ο χαστουκιστής να μου μιλήσει, δεν έδινα
σημασία, ήταν αέρας για μένα. Κοίταζα μόνο τις σημειώσεις στην παρτιτούρα της διπλανής μου και καταλάβαινα τι
συνεννοήσεις είχε κάνει με τα όμποε. Το άκουγα εξ άλλου από το μαέστρο αλλά και κατά
την εκτέλεση.
Κάποια στιγμή, μετά από
ένα χρόνο περίπου, μετακόμισα από την ελληνική επαρχία στο εξωτερικό και βρήκα θέση δεύτερου φλάουτου
σε γερμανική συμφωνική ορχήστρα μιας μεσαίας πόλης. Από κει γράφω τώρα…
(ΥΓ: Το
φλάουτο μπορεί να είναι κλαρινέτο και το όμποε φαγκότο, μην τα παίρνετε
επακριβώς και ψάχνετε να βρείτε ποιος και ποια είμαστε).