Στα μέσα της
δεκαετίας του 1970 συνέβη ένα περιστατικό, το οποίο o φίλος και παλιός
συμμαθητής από το Γυμνάσιο, ο Πέτρος Κ. που το προκάλεσε, μου το διηγήθηκε 6-7 χρόνια αργότερα, σε
συνεστίαση παλαιών συμμαθητών:
Είχε πάει ο
Πέτρος στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» για να επισκεφτεί έναν ασθενή συγγενή του.
Περπατώντας στους μεγάλους διαδρόμους του νοσοκομείου και ψάχνοντας να βρει
κάποια νοσοκόμα για να πάρει πληροφορίες, βλέπει έναν καταβεβλημένο υπερήλικα,
πολύ κοντό, με πυτζάμες και ρόμπα από πάνω, προφανώς ασθενής για θεραπεία, να
πηγαινοέρχεται για ξεμούδιασμα σ’ ένα μακρύ διάδρομο.
Πλησιάζει ο
φίλος τον μικροκαμωμένο ασθενή –ο ίδιος περίπου με ύψος 1,85 m– και τον ρωτάει:
«Μήπως είστε ο παλιός Γυμνασιάρχης Περικλής Κ.;» Ο ασθενής κοίταξε προς τα πάνω και διερευνητικά τον
ερωτώντα, προσπαθώντας να αναγνωρίσει κάποιον πιθανό γνωστό του, δεν κατέληξε
όμως σε κάποιο συμπέρασμα και απλά επιβεβαίωσε το όνομα και την ιδιότητά του,
πρόσθεσε δε επιπλέον ότι πάσχει από καρκίνο στο τελευταίο στάδιο.
Ο Πέτρος
αισθάνθηκε κάτι σαν ζάλη και οργή που είδε μπροστά του τον παλιό Γυμνασιάρχη, έχασε την
ψυχραιμία του και άρχισε να τον βρίζει σκαιότατα: «Αν πίστευα σε θεούς και
δαίμονες, θα έλεγα ότι είναι η δίκαιη θεϊκή τιμωρία σου και εύχομαι να έχεις
τον πιο δυσάρεστο θάνατο! Αυτό σου αξίζει παλιάνθρωπε που βασάνιζες και
ταλαιπωρούσες μικρά και πεινασμένα παιδιά στο Γυμνάσιο…» – και άλλα πολλά, τα
οποία ο ίδιος ο Πέτρος δεν θυμόταν πια, όπως μου είπε.
Ο
Γυμνασιάρχης που μάλλον περίμενε λόγια παρηγοριάς για την κατάσταση της υγείας
του, έμεινε αποσβολωμένος και, από ωχρός που ήταν, ήδη έγινε κάτασπρος, ενώ ψέλλισε
κάτι σαν «Έκανα ό,τι νόμιζα σωστό…», πισωπατώντας για να απομακρυνθεί από τον
συνομιλητή του. Γύρω άλλοι επισκέπτες και ασθενείς που άκουσαν τη στιχομυθία
εξεπλάγησαν, πλησίασαν και άρχισαν να
φωνάζουν: «Ντροπή, τι πράγματα είναι αυτά; Και λόγω της ηλικίας και επειδή
είναι σ’ αυτή την κατάσταση…» Αυτό ήταν με συντομία το περιεχόμενο των
παρεμβάσεων… Ίσως γνώριζαν κάποιοι επισκέπτες ότι ο βραχύσωμος ασθενής έπασχε
από προχωρημένο καρκίνο, ίσως ήταν ανάμεσά τους συγγενείς ή φίλοι του
Γυμνασιάρχη που τον είχαν επισκεφτεί.
Ο Πέτρος
γύρισε προς τους διαμαρτυρόμενους και περίεργους που ήταν ήδη 8-10 άτομα γύρω
του και τους λέει: «Αν ξέρατε κύριοι τι
έκανε αυτός ο άθλιος άνθρωπος τα χρόνια που ήταν Γυμνασιάρχης και πώς
συμπεριφερόταν σε μαθητές και καθηγητές, θα λέγατε πολύ χειρότερα εναντίον του
από αυτά που ακούσατε» και συνέχισε περιγράφοντας το βίο και τη συμπεριφορά τού
Γυμνασιάρχη:
«Καταρχάς ήταν μισάνθρωπος, ίσως επειδή ήταν πάντα κοντός
και κακάσχημος, ακριβώς όπως είναι και τώρα. Και έχει το αριστερό χέρι
παραμορφωμένο, είναι κουλός! Γι’ αυτό το έχει διαρκώς χωμένο στην τσέπη της
ρόμπας! Αυτά όλα τον κάνουν να μισεί τον κόσμο, ιδίως τα παιδιά…»
Σταδιακά
μαζεύτηκαν ακόμα περισσότεροι γύρω έχοντας ακούσει ίσως από μακριά τις αρχικές
κουβέντες της αντιδικίας και άρχισαν να σχολιάζουν, με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο. Ο Πέτρος συνέχισε:
«Είχε πάντα
αυτός ο Γυμνασιάρχης ένα ρόπαλο στο καλό του χέρι, αντί για χάρακα. Ένα μαύρο
κυλινδρικό ρόπαλο που το έλεγε ο ίδιος "μαύρο φίδι". Με το κουλό
ακινητοποιούσε το μαθητή και με το άλλο χέρι χτύπαγε ροπαλιές, όπου έβρισκε…
Μια φορά, το 1956-57, μέσα στο δυνατό κρύο του Φλεβάρη που είχαν γεμίσει οι
δρόμοι από πάγους, πήγαμε πολλά παιδιά καθυστερημένα την πρώτη ώρα, κανένα
πεντάλεπτο ίσως.»
»Μας μάζεψε
στην είσοδο ένας καθηγητής επόπτης και μας πήγε στο γραφείο του Γυμνασιάρχη,
όπως είχε πάρει εντολή. Εκεί όρμηξε ο κουλός με το "μαύρο φίδι" και
άρχισε να μας χτυπάει στα χέρια, στα κοκαλωμένα από το μεγάλο ψύχος δάκτυλα και
στα γυμνά πόδια, γιατί φοράγαμε ακόμα κοντά παντελόνια! Δεν είχαμε γάντια και
ψηλές κάλτσες να φορέσουμε τότε! Ένας μαθητής κάτι προσπάθησε να πει για να
διαμαρτυρηθεί, οπότε σηκώνει αυτός ο άνθρωπος τον χάρακα για να χτυπήσει το μαθητή
στο κεφάλι. Μόλις τον πρόλαβε ο επόπτης καθηγητής και του κράτησε το χέρι…
Αμέσως μετά μας έδωσε τριήμερη αποβολή και μας έδιωξε από το σχολείο! Ένας
παιδαγωγός που διώχνει τους μαθητές του…»
Οι συζητήσεις
μεταξύ των περιέργων στον περίγυρο του Πέτρου είχαν ενταθεί, αλλά με
διαφορετικό πνεύμα πλέον. Μερικοί καυτηρίαζαν την κακιά συνήθεια των δασκάλων
εκείνης της εποχής να χτυπάνε τους μαθητές, συχνά δε με προτροπή των γονέων
τους… Ό,τι δεν κατάφερναν οι ίδιοι στο σπίτι, το φόρτωναν στους δασκάλους και ξένοιαζαν.
Μερικοί έλεγαν βέβαια –είχε ξεχαστεί ο Γυμνασιάρχης πλέον– ότι δεν υπήρχε άλλος
τρόπος για τους καθηγητές να επιβάλλουν την τάξη, έτσι γίναμε άνθρωποι και άλλα
τέτοια, εξόχως παιδαγωγικά.
Κάπου εκεί
ξεχωρίζει ένας από την ομάδα των περιέργων και λέει: «Πολύ λυπήθηκα γι’ αυτό
που συνέβη, ο κ. Γυμνασιάρχης…» και κοιτάζει τριγύρω να τον εντοπίσει, αλλά
αυτός, έτσι μικροκαμωμένος που ήταν, είχε ξεγλιστρήσει και είχε πάει μάλλον στο
θάλαμό του. Συνεχίζει λοιπόν ο ομιλητής, «ο κ. Γυμνασιάρχης, τον οποίο είχα 3
χρόνια καθηγητή φιλόλογο, ήταν μεν αυστηρός αλλά δίκαιος! Ήταν υποχρεωμένος να
κρατήσει την πειθαρχία ενός πολύ μεγάλου Γυμνασίου…»
«Γιατί, τόσα
άλλα Γυμνάσια στην Ελλάδα δεν είχαν πειθαρχία;», τον διακόπτει ο Πέτρος, «Εδώ
και 20 χρόνια που αποφοίτησα ρώταγα συγγενείς, φίλους και συναδέλφους σε όλη τη
χώρα, ιδίως στα 2,5 χρόνια της στρατιωτικής θητείας μου που γνώρισα πολλούς
συνομήλικους, αν είχαν συναντήσει έναν τέτοιο μισάνθρωπο εκπαιδευτικό. Τίποτα,
κανείς! Πολλοί ξέρανε για κάποιους περίεργους και εμπαθείς, ιδίως στην επαρχία,
αλλά να κτυπάει κάποιος τα παγωμένα δάκτυλα μικρών παιδιών ήταν πρωτοφανής
σαδισμός, μου λέγανε όλοι!»
«Και στο κάτω
κάτω», συνέχισε ο Πέτρος, «ο διάδοχός του Γυμνασιάρχης που ήρθε όταν ο κουλός
πήρε σύνταξη, το ίδιο Γυμνάσιο είχε να διοικήσει! Είχε κι αυτός μια αναπηρία,
κούτσαινε στο ένα πόδι, ίσως από κάποιο τραύμα στον πόλεμο ή κάποιο τροχαίο ατύχημα. Όμως, ούτε
"μαύρο φίδι" χρειάστηκε, ούτε έκανε τίποτα που να θυμίζει τον
προκάτοχό του… Έριχνε κι αυτός κανένα χαστούκι, φυσικά, αλλά στα όρια του
επιτρεπτού και αποδεκτού!»
Μπήκαν πολλοί
στη συζήτηση, καθένας με την άποψή του, άλλοι έτσι κι άλλοι αλλιώς… Κάποια
στιγμή λέει πάλι ο τέως μαθητής του Γυμνασιάρχη που τον είχε υποστηρίξει
προηγουμένως: «Ό,τι κι αν πούμε για τη συμπεριφορά του στους μαθητές, ήταν άριστος φιλόλογος
και κράταγε την προσοχή των μαθητών! Να φανταστείτε», λέει προς την ομήγυρη,
«ήξερε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου απ’ έξω και δίδασκε χωρίς να έχει μπροστά του ανοικτό βιβλίο!»
Αυτή η
περιγραφή φαίνεται να εντυπωσίασε το ακροατήριο των περιέργων και κουνούσαν
επιδοκιμαστικά το κεφάλι τους… Ο Πέτρος δεν ήθελε να αφήσει το κλίμα να γυρίσει
υπέρ του "κουλού" και λέει στον άλλο:
«Ωραία, ας
αφήσουμε τη διοικητική ανικανότητά του, αφού μόνο με αυταρχισμό και το ρόπαλο στο χέρι μπορούσε να
επιβληθεί κι ας εστιάσουμε στις εκπαιδευτικές επιδόσεις του! Δεν θα έλεγα
τίποτα, ούτε σημασία θα του έδινα, αν η εκπαιδευτική ανεπάρκειά του ήταν το
μόνο μειονέκτημά του, αλλά μια και το αναφέρατε, ας μιλήσουμε και γι' αυτό.
Είπατε ότι ήξερε τα έργα του Ομήρου απ’ έξω. Δηλαδή ποιο παράδειγμα έδινε στους
μαθητές; Το παράδειγμα της αποστήθισης, την οποία κατακεραυνώνουμε όλοι… Εκτός
από Γραμματική και Συντακτικό κι αυτά λειψά σε 5-10 παραγράφους του συνολικού
κειμένου, τι άλλο μάθαμε από αυτά τα σπουδαία κείμενα που διδάσκονται επί τόσες
χιλιετίες σε όλο τον κόσμο;»
»Τι μάθαμε
για την οργάνωση της πολιτείας εκείνης της εποχής και πώς την αξιολογούσε ο συγγραφέας
των κειμένων, ο οποίος θεωρούσε τους ανθρώπους που δεν είχαν αγροτική
δραστηριότητα απολίτιστους και πολιτισμένους εκείνους που έχτιζαν λιμάνια και
κατασκεύαζαν έπιπλα και πολεμικούς εξοπλισμούς, είχαν δηλαδή τεχνικές
δεξιότητες… Εγώ τα έμαθα αυτά –και άλλα πολλά– στο εξωτερικό, εδώ στην Ελλάδα
μάς είχαν αηδιάσει με Γραμματική και Συντακτικό… Δεν λέω ότι ήταν ο μόνος
ανεπαρκής φιλόλογος, αλλά δεν δέχομαι να τον επαινούν, επειδή είχε αποστηθίσει τα αρχαία κείμενα!»
Πήρε μια
ανάσα ο Πέτρος και συνέχισε: «Αυτός ήταν ο σπουδαίος φιλόλογος κύριέ μου… Ένας δημόσιος υπάλληλος που αναμάσαγε τα
τυπικά και δεν ήταν σε θέση να οργανώσει ένα διάλογο με τους μαθητές. Και αυτό
που είπατε για την προσοχή των μαθητών, αν δεν κράταγε το "μαύρο
φίδι" στο χέρι του, αμφιβάλλω αν θα τον πρόσεχε κανένας…»
Εκείνη τη
στιγμή εμφανίστηκε στο διάδρομο ένας νοσοκόμος που έσπρωχνε το κρεβάτι ασθενούς
από το χειρουργείο. Διαλύθηκε ο κύκλος των περιέργων για να κάνουν χώρο,
μερικοί πήγαν προς τον ασθενή στο κρεβάτι και ο Πέτρος γύρισε να φύγει. Δεν
είχε και ενδιαφέρον πια να συνεχίσει αυτή την κουβέντα, είχε χαλάσει ολοσχερώς η διάθεσή
του.
Όταν τελείωσε ο φίλος με τη διήγηση της ιστορίας στη συνεστίαση των συμμαθητών, με είδε προβληματισμένο. «Τι άποψη έχεις;» με ρωτάει…
«Τι να σου πω ρε Πέτρο», απαντάω κι εγώ σκεπτικός –και παραμένω ακόμα σήμερα το ίδιο αμφίθυμος– «έχεις σε όλα δίκιο, και λίγα του είπες του κουλού για τις επιδόσεις του, να σου μαρτυρήσω δε ότι σ’ εκείνη την ομάδα μαθητών με καθυστερημένη προσέλευση λόγω ψύχους ήμουν κι εγώ και έφαγα επίσης κτυπήματα στα παγωμένα δάκτυλα. Ο άλλος που παρά λίγο να έτρωγε το "μαύρο φίδι" στο κεφάλι στεκόταν δίπλα μου και έβλεπα πώς έτρεμε το χέρι του κουλού όταν προσπάθησε να τον κτυπήσει – είχε πάθος, δεν ήταν υπηρεσιακά τυπικός. Ευτυχώς που του έπιασε το χέρι ο άλλος καθηγητής και είπε μάλιστα "Ε, όχι κ. Γυμνασιάρχα!". Δίπλα ήμουν…»
»Να σκεφτείς δε ότι ήταν Γυμνασιάρχης από τη δεκαετία του '40 και λέγεται ότι κάρφωνε μαθητές και καθηγητές στην Ασφάλεια! Και ούτε ως φιλόλογο του είχα κάποια εκτίμηση, από αυτά που άκουγα… Έχεις χίλια δίκια, αλλά ήταν ανάγκη να τον βρίσεις στο νοσοκομείο, σ’ αυτή την κατάσταση που ήταν; Το πολύ σε ένα μήνα θα πέθαινε… Τι αξία είχε που τον ξεφτίλισες και χάλασες κι εσύ την καρδιά σου;»
Συμφώνησε! «Τώρα που το σκέφτομαι δεν είμαι σίγουρος» είπε σκεφτικός ο Πέτρος, «αλλά θα ζούσα με τον καημό ότι δεν εκδικήθηκα, με τα λόγια τουλάχιστον, για εκείνα τα χτυπήματα στα παγωμένα δάκτυλα και στα πόδια όλων των παιδιών! Ακόμα τα αισθάνομαι, έχουν μείνει χαραγμένα στην ψυχή μου…» Σήκωσα το κρασοπότηρο να τσουγκρίσουμε, ώστε να δημιουργήσω αφορμή να αλλάξει το θέμα συζήτησης κι εκεί πρόσεξα τα μάτια του Πέτρου που είχαν δακρύσει…