Σε παλαιότερο κείμενό μας (βλέπε εδώ κι εδώ!) έγινε αναφορά στη δουλεία, η οποία άρχισε κάποτε στην Αρχαιότητα και καταργήθηκε επίσημα το 19ο αιώνα, αν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να παρουσιάζονται φαινόμενα εκμετάλλευσης ανθρώπων λόγω καταγωγής, φύλου ή θρησκεύματος.
Ο κόσμος πληροφορήθηκε το έτος 1839 για την ύπαρξη της σκούνας La Amistad από μια εξέγερση που οργάνωσαν στο κατάστρωμά της μαύροι σκλάβοι, οι οποίοι μεταφέρονταν προς πώληση ή άλλη «εκμετάλλευση» στις ΗΠΑ. Το Amistad κατελήφθη στη συνέχεια από πολεμικό του αμερικάνικου ναυτικού και όλοι οι επιβαίνοντες προσήχθησαν σε δίκη. Αυτή η δίκη συγκέντρωσε την προσοχή του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού τύπου, ενώ η δικαστική απόφαση αποτέλεσε ένα κτύπημα ενάντια στο δουλεμπόριο και τη δουλεία γενικότερα.
Η ανταρσία στο Amistad έγινε έκτοτε θέμα σε διάφορα ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και σε κινηματογραφική ταινία με ομώνυμο τίτλο από τον Steven Spielberg. Εννοείται ότι αυτές οι καλλιτεχνικές επεξεργασίες ξέφυγαν σημαντικά από την ουσία του προβλήματος και αξιοποιήθηκαν, άλλοτε για να προβληθεί το αμερικάνικο δικαστικό σύστημα, άλλοτε ο ηρωισμός των ανθρώπων του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού και άλλοτε η θεϊκή χάρη που σώζει τους πιστούς... χμμμ ποιους πιστούς, όμως, οι Αφρικανοί δεν ήταν «πιστοί» και οι «υπηρέτες του κυρίου» συνεργάζονταν με τους δουλέμπορους!
Η περιπέτεια των σκλαβωμένων Αφρικανών
Το συγκεκριμένο δικάταρτο σκάφος ναυπηγήθηκε στο Maryland των ΗΠΑ, είχε μήκος περί τα 20m και εκτόπισμα περίπου 120 τόνων. Στη συνέχεια πουλήθηκε σε Ισπανό πλοιοκτήτη, από τον οποίο πήρε και το φιλειρηνικό όνομά του. Χρησιμοποιήθηκε ως εμπορικό σε παράκτια δρομολόγια γύρω από την (ακόμα ισπανική) Κούβα, κυρίως για τη μεταφορά προϊόντων της ζάχαρης. Αν και το Amistad δεν προοριζόταν για τη μεταφορά δούλων, αφού δεν είχε κατασκευαστεί γι’ αυτό το σκοπό, αξιοποιείτο συχνά ως δουλεμπορικό, παρ’ ότι του έλειπε η σχετική «άδεια»! Σε ένα δεύτερο κατάστρωμα μισού ύψους τοποθετούνταν αλυσοδεμένοι σκλάβοι, σε ξαπλωτή στάση.
Το βράδυ της 28ης Ιουνίου 1839, δηλαδή πριν από 168 χρόνια, φορτώθηκε το πλοίο που είχε μαύρο χρώμα, με κρασί, σταφίδες, ρούχα και εργαλεία για το κόψιμο του ζαχαροκάλαμου και ξεκίνησε για ένα ταξίδι μερικών ημερών προς το λιμάνι Γκουανάχα. Επιπλέον φορτώθηκαν στο πλοίο 53 Αφρικανοί, ανάμεσά τους και παιδιά, 3 κορίτσια και ένα αγόρι, από διάφορες περιοχές της Δυτικής Αφρικής. Οι άνθρωποι από την Αφρική είχαν σκλαβωθεί πριν από λίγο καιρό και είχαν μεταφερθεί με πορτογαλικό δουλεμπορικό πλοίο στην Κούβα.
Αυτή η «εισαγωγή» Αφρικανών στην αμερικάνικη ήπειρο ήταν ενάντια στη διεθνή συνθήκη για τη διακίνηση δούλων, την οποία συνθήκη είχαν υπογράψει, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ισπανία. Γι’ αυτό, στη δίκη ισχυρίζονταν οι δουλέμποροι ότι οι Αφρικανοί ήταν επιβάτες στο σκάφος και, ατράνταχτη απόδειξη ήταν ότι, οι μισοί από αυτούς κυκλοφορούσαν σχετικά ελεύθεροι, αφού δεν υπήρχε χώρος να αλυσοδεθούν. Για τους αλυσοδεμένους στο κάτω κατάστρωμα υποστηρίχθηκε ότι ήταν τιμωρημένοι!
Στο πλοίο επέβαιναν επίσης, εκτός του καπετάνιου Ραμόν Φερέρ και δύο ναυτών, ο συνοδός-υπηρέτης του καπετάνιου, ο 16χρονος δούλος Αντόνιο και ο μάγειρας, ο μιγάς Τσελεστίνο. Μαζί τους ταξίδευαν όμως και οι ιδιοκτήτες φυτειών, ο Κουβανός Πεπέ Ρουίζ, ο οποίος έλεγε ότι το μεγαλύτερο μέρος των δούλων ήταν «ιδιοκτησία» του και ο επίσης ιδιοκτήτης φυτειών και Κουβανός Πέδρο Μόντες, ο οποίος είχε δηλώσει ως «ιδιοκτησία» του τα τέσσερα παιδιά.
Μία από τις νύχτες του ταξιδιού βρήκε ο αλυσοδεμένος στο σκάφος Αφρικανός Σένγκμπε Πίε (με το εκδυτικισμένο όνομα: Ζόζεφ Τσινκέ) κάποιο εργαλείο, πιθανόν ένα καρφί, με το οποίο ξεκλείδωσε τις χειροπέδες, τις δικές του και των συντρόφων του. Από εκείνη τη στιγμή, 4 η ώρα πριν ξημερώσει, ξεκίνησε μια ανταρσία στο πλοίο, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο πλοίαρχος, ο μάγειρας και δύο από τους σκλαβωμένους Αφρικανούς. πολλοί άλλοι δε τραυματίστηκαν. Για τους δύο ναύτες δεν υπήρξαν ποτέ σαφείς πληροφορίες: άλλοι έλεγαν ότι σκοτώθηκαν επίσης και άλλοι ότι πήδησαν στη θάλασσα και διέφυγαν. Επέζησαν ο μαύρος υπηρέτης Αντόνιο και οι δύο Κουβανοί, ιδιοκτήτες φυτειών.
Επιθυμία των ελεύθερων πλέον δούλων -αλλά στη μέση μιας αφιλόξενης θάλασσας- ήταν να γυρίσουν στην Αφρική. Επειδή όμως δεν ήξεραν να κυβερνούν ιστιοφόρο σκάφος, αλλά ούτε διέθεταν γνώσεις ποντοπορίας, προσπάθησαν να υποχρεώσουν τους δύο Κουβανούς να συμβάλουν στην πλεύση προς Αφρική. Οι Κουβανοί δέχθηκαν μεν να βοηθήσουν, στην πραγματικότητα σκόπευαν όμως να παραμείνουν στα θαλάσσια ύδατα γύρω από το νησί τους, με την ελπίδα να συναντήσουν κάποιο δικό τους σκάφος, με τη βοήθεια του οποίου θα επέβαλαν «το νόμο και την τάξη» στο Amistad και θα έθεταν πάλι τους Αφρικανούς υπό τον έλεγχό τους. Την ημέρα που ήταν στο πηδάλιο οι Αφρικανοί, το πλοίο κατευθυνόταν ανατολικά, το βράδυ που αναλάμβαναν οι Κουβανοί -επειδή οι δεισιδαίμονες Αφρικανοί φοβόντουσαν τα πνεύματα του σκότους- το πλοίο έπλεε προς τα δυτικά.
Τελικά, φαίνεται ότι το πλοίο, μετά από πολλές εβδομάδες, οπότε σώθηκαν και οι προμήθειες, δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από την Κούβα. Ένα βράδυ αποβιβάστηκαν οι Αφρικανοί σε μια στεριά για να μαζέψουν τρόφιμα και νερό, αλλά και για να προσλάβουν κάποιον πηδαλιούχο. Δεν κατάφεραν όμως τίποτα σημαντικό, αφενός επειδή δεν γνώριζαν τη γλώσσα και αφετέρου λόγω της περιορισμένης δυνατότητας κινήσεων και επαφών - διαφορετικά κινδύνευαν να συλληφθούν και να υποδουλωθούν εκ νέου. Αργότερα αποδείχθηκε ότι η στεριά, στην οποία είχαν αποβιβαστεί, ήταν τα νησιά Μπαχάμες.
Κάποια μέρα βγήκε η σκούνα από την Καραϊβική Θάλασσα και μπήκε στον ανοικτό Ατλαντικό, αλλά εκεί βρέθηκε στο «ρεύμα του κόλπου» (golf stream), χωρίς σωστή πλοήγηση και το πλοίο παρασύρθηκε σε βορινές περιοχές, κοντά στις ακτές των ΗΠΑ. Τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα, πολλοί Αφρικανοί είχαν αρρωστήσει, μερικοί είχαν πεθάνει και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σκάφος ήταν: «καλύτερα ζωντανοί δούλοι, παρά ελεύθεροι νεκροί». Οι επικεφαλής της ανταρσίας προσπάθησαν να προσεγγίσουν πάλι κάποια ακτή, χωρίς να έχουν ιδέα όμως πού βρίσκονταν.
Εκεί, σε κάποια φαινομενικά ήρεμη ακτή, συνάντησαν οι απελπισμένοι Αφρικανοί έναν Χένρυ Γκρην και άλλους 4 ναυτικούς, στους οποίους υποσχέθηκαν «όλο το θησαυρό» που, δήθεν, βρισκόταν στο πλοίο, φτάνει να τους οδηγούσαν στην Αφρική. Όπως δήλωσε ο συγκεκριμένος Γκρην αργότερα στο δικαστήριο, εκδήλωσε ο ίδιος ενδιαφέρον για τη συνεργασία επειδή είχε σκοπό να πουλήσει το σκάφος με τον κόσμο που επέβαινε σ' αυτό σε ένα γραφείο της Νέας Υόρκης που αναλάμβανε την εξαγορά εγκαταλελειμμένων πλοίων. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συναντηθούν το επόμενο βράδυ, ο μεν Γκρην με πρόθεση να παραδώσει τους αιχμαλώτους στους Νεοϋορκέζους, οι δε Αφρικανοί με την ελπίδα ότι θα σαλπάρουν για τη χώρα τους.
Τελικά, κατέφθασε όμως το αμερικάνικο πολεμικό μπρίκι USS Washington (σε ένα κλασικό γουέστερν θα λέγαμε, κατέφθασε το ιππικό!), το οποίο είχε ειδοποιηθεί ότι ένα «πειρατικό» σκάφος με πλήρωμα από μαύρους κυκλοφορεί κοντά στις ακτές των ΗΠΑ. Το πλήρωμα του πολεμικού έκανε ρεσάλτο στο Amistad, το κατέλαβε και το οδήγησε στο Κονέκτικατ, όπου φυλακίστηκαν όλοι οι Αφρικανοί, μαζί με το προσωπικό του σκάφους που είχε επιζήσει και απελευθερώθηκαν οι δύο Κουβανοί επιχειρηματίες.
Αργότερα κατηγορήθηκε ο πλοίαρχος του Washington στη δίκη των Αφρικανών ότι προτίμησε να οδηγήσει το κατειλημμένο σκάφος στο Κονέκτικατ, αντί της εγγύτερης Νέας Υόρκης, επειδή σ’ εκείνη την πολιτεία ήταν ακόμα νόμιμο το δουλεμπόριο, αντίθετα από τη Ν. Υόρκη, και γι’ αυτό θα διεκδικούσε εύρετρα για «ακυβέρνητο σκάφος» και υψηλές τιμές από την πώληση των, λόγω απαγόρευσης του δουλεμπορίου, δυσεύρετων πλέον δούλων. Δεν προσήχθη όμως ποτέ σε δίκη ο ίδιος.
Οι δίκες που ακολούθησαν μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (Supreme Court) δεν αφορούσαν σε κάποιες παράνομες ενέργειες των Αφρικανών, γιατί αυτοί δεν είχαν υποπέσει σε οποιοδήποτε αδίκημα σε αμερικάνικο έδαφος, αλλά μόνο στο αν οι συγκεκριμένοι ήταν, σύμφωνα με το αμερικάνικο δίκαιο, δούλοι οπότε η ανταρσία τους ήταν «παράνομη» ή επρόκειτο για παράνομα σκλαβωμένους ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίο δικαίως επαναστάτησαν. Από αυτή την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών προέκυψε και το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη δίκη.
Ίσως αυτό το παγκόσμιο ενδιαφέρον να συνέβαλε τελικά στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το έτος 1841 ότι οι Αφρικανοί δεν ήταν «νόμιμοι δούλοι» και έπρεπε να απελευθερωθούν. Οι 35 από αυτούς επέστρεψαν στην Αφρική, όπου έφτασαν εκεί στα μέσα του 1842.
Η ανακατασκευή του πλοίου
Το έτος 2000 ναυπηγήθηκε μια ανακατασκευή του Amistad, το οποίο έχει τώρα το συμπληρωματικό όνομα Freedom Schooner (σκούνα της ελευθερίας) με ιδιοκτήτη την οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα AMISTAD America Inc. Έδρα του σκάφους είναι η πόλη Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ, εκεί όπου είχε γίνει πριν από 17 δεκαετίες η αρχική από τις δίκες που προαναφέραμε. Στο πλοίο, το οποίο έχει επισκεφτεί επίσης ευρωπαϊκά και αφρικάνικα λιμάνια, πραγματοποιούνται διαλέξεις προς ενδιαφερόμενους επισκέπτες, για την Ιστορία της δουλείας, για το δουλεμπόριο, για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ενάντια στο ρατσισμό.
Το ανακατασκευασμένο Amistad σε λιμάνι των ΗΠΑ |
Στην ταινία του Spielberg που βασίστηκε στα γεγονότα του Amistad περιέχονται και δύο χοντράδες. Ο ηγέτης των επαναστατημένων κρατάει μία βίβλο (η αληθινή θρησκεία που σώζει, όπως προαναφέρθηκε, αν και οι ταλαίπωροι δούλοι ήταν Αφρικανοί και, σίγουρα, πίστευαν στα βουντού) με σχέδια του Gustave Dore. Αυτή η έκδοση κυκλοφόρησε όμως περί τα 30 χρόνια μετά από τα γεγονότα στην Καραϊβική. Η δεύτερη χοντράδα έγκειται στο χιόνι που πέφτει, όταν οι Αφρικανοί αποβιβάζονται στο Κονέκτικατ, μετά τη σύλληψή τους από τους Αμερικάνους. Μόνο που αυτή η αποβίβαση έγινε μήνα Αύγουστο και δεν υπάρχει περίπτωση να χιόνιζε στις ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ!
(Άλλες πληροφορίες εδώ!)