Οι βασικές γνώσεις των Ρωμαίων για την κατασκευοή των οδοστρωμάτων προέρχονταν από τους Ετρούσκους και τους Καρχηδόνιους, τις οποίες φυσικά προσάρμοσαν οι Ρωμαίοι στις νέες ανάγκες. Περί το 100 μ.Χ. διέθετε η αυτοκρατορία ένα οδικό δίκτυο, δηλαδή ένα αριθμό δρόμων που είχαν κατασκευαστεί συστηματικά και οδηγούσαν στη Ρώμη, συνολικού μήκους περί τις 80.000 χιλιόμετρα. Κατά μήκος αυτών των δρόμων ήταν τοποθετημένο «ανά χίλια βήματα» ένα ορόσημο που έδειχνε αποστάσεις από συγκεκριμένους στόχους. Κάθε 15 km υπήρχαν σταθμοί για αλλαγή των αλόγων (mutationes) και κάθε 30 km χάνια διανυκτέρευσης (mansiones) και στρατιωτικά φυλάκια (stationes).
Οι αγγελιοφόροι στους ναπολεόντειους πολέμους, στις αρχές του 19ου αιώνα κινούνταν με την ίδια ταχύτητα που είχαν 1.800 χρόνια πριν οι Ρωμαίοι συνάδελφοί τους. Μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα οι άμαξες της εποχής χρησιμοποιούσαν ακόμα τις ρωμαϊκές οδούς, στις οποίες φυσικά είχαν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και βελτίωσης. Με την έναρξη κυκλοφορίας των αυτοκίνητων οχημάτων, δεν επαρκούσαν βέβαια πλέον οι ρωμαϊκοί δρόμοι και έπρεπε να κατασκευαστούν νέοι, ανθεκτικότεροι.
Το λεγόμενο ρωμαϊκό μπετόν ήταν ένα μίγμα ηφαιστιακού χώματος, αρχικά από την πόλη Puteoli της Καμπανίας, το οποίο ανακατευόταν με ασβέστη και χαλίκι και χυνόταν σε ξύλινα καλούπια, όπως το σημερινό σκυρόδεμα. Αυτό το ανθεκτικό οικοδομικό υλικό έδωσε τη δυνατότητα για κατασκευή σημαντικών έργων κτιριακών και υποδομής στην αυτοκρατορία.
Οι μεγάλοι ρωμαϊκοί δρόμοι περνούσαν συχνά πάνω από ποτάμια και έλη, οπότε ήταν απαραίτητη η κατασκευή γεφυρών. Πολλές γέφυρες κατασκευάζονταν από ξύλο που ήταν φτηνό υλικό και διαθέσιμο σε κάθε περιοχή. Σημαντικό ήταν επίσης ότι οι ξύλινες γέφυρες κατασκευάζονταν σχετικά γρήγορα. Ο Ιούλιος Καίσαρ γράφει σε ένα σημείο του ιστορικού έργου του, De bello Gallico ότι η κατασκευή μιας (προφανώς μεγάλης) γέφυρας πάνω από τον ποταμό Ρήνο διήρκεσε 10 ημέρες. Οι γέφυρες κοντά στη Ρώμη ήταν όμως κυρίως από πέτρες ή τούβλα. Οι βάσεις των γεφυρών ήταν ενισχυμένες με το ρωμαϊκό μπετόν. Από τις περίπου 300 πέτρινες γέφυρες που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι, βρισκόταν περίπου το 60% στην Ιταλία και ένα 25% στη Γαλλία, Ισπανία και βόρεια Αφρική.
Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν επίσης πολλά υδραγωγεία σε όλη την αυτοκρατορία, μερικά από τα οποία υπάρχουν ακόμα και στην Ελλάδα (Αθήνα, Μυτιλήνη κ.ά.) Το υδραγωγείο του Αδριανού ήταν στην Αθήνα σε χρήση μέχρι το 1930. Είχε χτιστεί γύρω στο 150 μ.Χ., μάζευε νερά από την Πάρνηθα και την Πεντέλη στην περιοχή των Αχαρνών και από εκεί ένας κεντρικός αγωγός, ύψους 1,6 μ. και πλάτους 0,70 μ., τα έφερνε στη Δεξαμενή, στο σημερινό Κολωνάκι. Ο αγωγός ήταν αλλού πέτρινος, αλλού πλίνθινος και, ανάλογα με το έδαφος, αλλού υπέργειος με υδατογέφυρες και αλλού υπόγειος. Το μεγαλύτερο υδραγωγείο των Ρωμαίων σε όλη την αυτοκρατορία ήταν αυτό στη Γαλλία που περνάει ακόμα και σήμερα από τη γέφυρα Pont du Gard. Το συνολικό υδραγωγείο ήταν το μεγαλύτερο ρωμαϊκό κτίσμα εκτός Ιταλίας. Η γέφυρα Pont du Gard, με ύψος 49 m και μήκος 275 m, είναι το σημαντικότερο μέρος ενός καναλιού με μήκος 50 km, το οποίο έχει συνολική μείωση ύψους 17 m και δείχνει την εντυπωσιακή ικανότητα εκείνης της εποχής για τοπογραφικές μετρήσεις.