Νέο «όχι» από το Συμβούλιο της Επικρατείας
(της ΒΑΝΑΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ελευθεροτυπία, 23/6/2007)
Νέα άρνηση, την τρίτη κατά σειράν μέσα σε χρονικό διάστημα οκτώ μηνών, εισπράττει το υπουργείο Παιδείας από το Συμβούλιο της Επικρατείας με σημείο αιχμής το προεδρικό διάταγμα που απαιτεί για την πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού των Εκκλησιαστικών Γυμνασίων και Λυκείων, «πιστοποιητικό θρησκευτικών φρονημάτων».
Το επίμαχο διάταγμα, το οποίο έχει κριθεί άλλες δύο φορές και από την Ολομέλεια του ΣτΕ ως αντισυνταγματικό, καθορίζει, μεταξύ άλλων, ως τυπικό προσόν για τον διορισμό των εκπαιδευτικών, την ιδιότητα του χριστιανού ορθοδόξου, «λόγω του ειδικού σκοπού της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης».
Στο ίδιο διάταγμα ορίζεται ότι σε περίπτωση που ο υποψήφιος εκπαιδευτικός δηλώσει ψευδώς ότι είναι χριστιανός ορθόδοξος, δεν θα απειλείται μόνο με ποινικές κυρώσεις, αλλά θα αποκλείεται και από τη διαδικασία επιλογής. Και οι δύο διατάξεις κρίθηκαν αντιστυνταγματικές και παράνομες από το Ε' τμήμα του ανωτάτου διακστηρίου, ως αντίθετες στη θρησκευτική ελευθερία.
Οι δικαστές τονίζουν ότι το Σύνταγμα προστατεύει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και καθιερώνει την ισότητα πρόσβασης των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες θέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν μπορεί να θεσπιστεί ως κώλυμα για την κατάληψη θέσης σε δημόσια υπηρεσία «η πίστη ή η αποχή από την πίστη σε θρησκευτική δοξασία, ούτε δικαιούται οποιαδήποτε υπηρεσία να ερευνήσει, αλλά ούτε υποχρεούται ο ενδιαφερόμενος να αποκλύψει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις».
Επίσης, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση στον ειδικό σκοπό της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα εκκλησιαστικά Γυμνάσια και Λύκεια, ώστε να καθιερωθούν διαφορετικά προσόντα για τον διορισμό των εκπαιδευτικών της Μέσης Εκπαίδευσης.
Με το ίδιο σκεπτικό κρίθηκε παράνομη και η διάταξη που προβλέπει ότι για τη βαθμολογία των υποψηφίων λαμβάνονται υπόψη «συστατικές επιστολές, η συμμετοχή σε εκκλησιαστικές οργανώσεις, η βιωματική σχέση με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και η ικανότητα του υποψηφίου να δημιουργεί το κατάλληλο παιδαγωγικό περιβάλλον για τους ειδικούς σκοπούς της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης».
Τα κριτήρια αυτά, αποφάνθηκαν οι δικαστές, «δεν έχουν σχέση με την ικανότητα έκφρασης του υποψηφίου εκπαιδευτικού και της μετάδοσης γνώσεων στους μαθητές».
Το επίμαχο διάταγμα, το οποίο έχει κριθεί άλλες δύο φορές και από την Ολομέλεια του ΣτΕ ως αντισυνταγματικό, καθορίζει, μεταξύ άλλων, ως τυπικό προσόν για τον διορισμό των εκπαιδευτικών, την ιδιότητα του χριστιανού ορθοδόξου, «λόγω του ειδικού σκοπού της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης».
Στο ίδιο διάταγμα ορίζεται ότι σε περίπτωση που ο υποψήφιος εκπαιδευτικός δηλώσει ψευδώς ότι είναι χριστιανός ορθόδοξος, δεν θα απειλείται μόνο με ποινικές κυρώσεις, αλλά θα αποκλείεται και από τη διαδικασία επιλογής. Και οι δύο διατάξεις κρίθηκαν αντιστυνταγματικές και παράνομες από το Ε' τμήμα του ανωτάτου διακστηρίου, ως αντίθετες στη θρησκευτική ελευθερία.
Οι δικαστές τονίζουν ότι το Σύνταγμα προστατεύει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και καθιερώνει την ισότητα πρόσβασης των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες θέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν μπορεί να θεσπιστεί ως κώλυμα για την κατάληψη θέσης σε δημόσια υπηρεσία «η πίστη ή η αποχή από την πίστη σε θρησκευτική δοξασία, ούτε δικαιούται οποιαδήποτε υπηρεσία να ερευνήσει, αλλά ούτε υποχρεούται ο ενδιαφερόμενος να αποκλύψει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις».
Επίσης, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση στον ειδικό σκοπό της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα εκκλησιαστικά Γυμνάσια και Λύκεια, ώστε να καθιερωθούν διαφορετικά προσόντα για τον διορισμό των εκπαιδευτικών της Μέσης Εκπαίδευσης.
Με το ίδιο σκεπτικό κρίθηκε παράνομη και η διάταξη που προβλέπει ότι για τη βαθμολογία των υποψηφίων λαμβάνονται υπόψη «συστατικές επιστολές, η συμμετοχή σε εκκλησιαστικές οργανώσεις, η βιωματική σχέση με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και η ικανότητα του υποψηφίου να δημιουργεί το κατάλληλο παιδαγωγικό περιβάλλον για τους ειδικούς σκοπούς της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης».
Τα κριτήρια αυτά, αποφάνθηκαν οι δικαστές, «δεν έχουν σχέση με την ικανότητα έκφρασης του υποψηφίου εκπαιδευτικού και της μετάδοσης γνώσεων στους μαθητές».