19 October 2011

Αποσύνθεση

του Λ.Λιαρόπουλου, ΒΗΜΑ, 16/10/2011


Το σκηνικό που διαμορφώνεται καθώς η κρίση βαθαίνει είναι ολοένα και πιο ανησυχητικό. Πέρα από το προφανές της προϊούσας φτωχοποίησης ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού, της απαξίωσης του παραγωγικού ιστού και της εντεινόμενης μετανάστευσης κεφαλαίων και ανθρώπων, υπάρχει κάτι ακόμη πιο απειλητικό.

Σε μία ήδη ιστορικά κατακερματισμένη κοινωνία, απειλείται με αποσύνθεση ακόμη και το αναιμικό «κέντρο» μία μικρή αλλά αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη που η Ελλάδα δεν γνώρισε πριν το 1980. Παρά την έξαρση της χυδαιότητας και του κιτς που συνόδευσαν την εμφάνισή της στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, είχε αρχίσει να ωριμάζει και στο ΠΑΣΟΚ μία μεσαία τάξη αστικής συνείδησης, μία κοινωνία πολιτών, με κάποιες απαιτήσεις ποιότητας και εντιμότητας στη διακυβέρνηση και δυσανεξία στα φαινόμενα διαφθοράς.

Απόδειξη η σημαντική και αποφασιστική μετακίνηση, κατά τη δεύτερη τετραετία Σημίτη και τις εκλογές του 2004, απαιτητικών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ, τη μόνη άλλη «αστική» επιλογή, όπου ήδη υπήρχε από παλιά ένα, επίσης απογοητευμένο, κομμάτι αστών ψηφοφόρων. Η ομάδα αυτή απετέλεσε ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να χτίσει στο μέλλον, στο πλαίσιο της Ευρώπης και της ΕΕ.

Η διάψευση των ελπίδων αυτής της τάξης από αυτό που ο Γιάννης Βούλγαρης αποκάλεσε «μοιραία πενταετία» ήταν τραγική και ίσως καθοριστική. Η οικονομική κρίση, συνέπεια της κραιπάλης της 30ετίας και της ηθικής διάβρωσης του πολιτικού συστήματος, μάλλον θα εξαφανίσει την όποια ελπίδα ανασυγκρότησης.

Ο λόγος είναι ότι το πολιτικό σκηνικό κυριαρχείται πλέον από καταστροφικές κεντρόφυγες δυνάμεις που έχουν επιδοθεί σε ένα τρελό και τυφλό κυνήγι της εξουσίας με κάθε κόστος. Η ΝΔ, συρρικνωμένη στο εθνικιστικό, ξενοφοβικό και παλαιοδεξιό κομμάτι της, όπως δείχνει και η δημοσκοπική της καχεξία, απειλεί  με αλλεπάλληλες εκλογές μέχρι να καταλάβει την εξουσία, κάτι που απεύχονται οι αγορές και οι δανειστές μας.

Το όνειρο της ΝΔ, η Ελλάδα της Δραχμής, είναι ο διακαής πόθος των πάσης φύσης λαμογιών που έχουν «χρεοκοπήσει» τις εταιρείες τους ενώ μετράνε τα εκατομμύρια σε ξένες καταθέσεις. Το συμμερίζεται, όμως και το αυτιστικό ορθόδοξο ΚΚΕ που ονειρεύεται «δεύτερο γύρο», ζητώντας ανοικτά ανυπακοή και λαϊκή εξέγερση.

Το αποσυνάγωγο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, μετανοιωμένο που άφησε το ιστορικό Μαρξιστικό μαντρί, συναγωνίζεται σε επαναστατικές κραυγές. Κοινό τους όραμα η πρώην Αλβανία του Χότζα και η Λαϊκή Δημοκρατία της Β. Κορέας. Το ΛΑΟΣ ποντάρει στην αναμφισβήτητη πονηριά και ευελιξία του αρχηγού και φαίνεται ότι διατηρεί δυνάμεις παρά την απόλυτη ιδεολογική συγγένεια με τη μεταλλαγμένη ΝΔ. Το καταστροφικό τοπίο συμπληρώνουν τα «ροκανίδια» του τέως κομματικού κράτους του ΠΑΣΟΚ από το πριόνισμα της προσαρμογής στην εφιαλτική πραγματικότητα που επέτεινε η απουσία στιβαρής και αποτελεσματικής ηγεσίας.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο, ποια είναι η θέση και η μοίρα της όποιας δημιουργικής πνοής που  υπήρξε ή υπάρχει ακόμη σε αυτόν τον τόπο; Μετά την προδοτική καιροσκοπική φυγή των κεφαλαίων και την αναπόφευκτη μετανάστευση νέων και δημιουργικών ανθρώπων, τι μένει; Σηκώνοντας το βλέμμα στις σημερινές ηγεσίες, πολιτικές, επιστημονικές, θρησκευτικές, νοιώθουμε αποστροφή και απογοήτευση. Κοιτώντας έξω, διαπιστώνουμε αδυναμία ηγεσίας, αδιαφορία για το μακροπρόθεσμο μέλλον της Ευρώπης και, βέβαια, για το ρόλο μας σε αυτήν. Κοιτώντας μέσα μας, νοιώθουμε πολλαπλά προδομένοι, αδύναμοι και χωρίς στηρίγματα.

Μας πείσανε, βλέπετε, ακόμη και οι ηγέτες μας ότι είμαστε μπαταχτσήδες, φοροφυγάδες, καταχραστές δημοσίου χρήματος. Ακόμη και ο Πρωθυπουργός μας το βροντοφώναξε στα αναρίθμητα ταξίδια του, στις συναντήσεις με τους «ηγέτες» του εξωτερικού. Οι μόνοι που δεν το πιστέψαμε είμαστε εμείς οι «λίγοι», οι χαζοί που δεν βγάλαμε λεφτά έξω, που πάμε στη δουλειά ακόμη και χωρίς ΜΜΜ, που δεν απεργούμε, δεν καταλαμβάνουμε κτίρια δεν απειλούμε την κοινωνία με ολοκαύτωμα.

Ποιοί είμαστε, πόσοι είμαστε και πώς μπορούμε να εκφραστούμε; Ποιος θα μας ακούσει όταν αρκεί ένας Φωτόπουλος, ένας Μπαλασσόπουλος, ή ένας Λυμπερόπουλος για να βάλει φωτιά στα τόπια; Ποιανού, τελικά είναι αυτή η χώρα και ποια είναι η δική μας θέση σε αυτήν; Κάνει κάποιος κουμάντο και για ποιόν; Σε όλα αυτά, ειλικρινά, δεν έχω πλέον απάντηση.